Περί γενεθλίων

L
Νίκος Ψαρρός

Περί γενεθλίων

Ο χρόνος της ανθρώπινης ζωής είναι ένα βουνό. Ένα βουνό που ο κάθε άνθρωπος πρέπει να σκαρφαλώσει. Ένα βουνό που αρχίζει από μια πεδιάδα, το πράσινο λιβάδι της βρεφικής και παιδικής ηλικίας. Και όσο o άνθρωπος προχωράει, στην αρχή μπουσουλώντας, μετά με ασταθή βήματα, πιο ύστερα χοροπηδώντας, τόσο το έδαφος αρχίζει να αποκτά μια ανοδική κλίση. Κάποτε το έδαφος αρχίζει να παίρνει μια κλίση ανοδική: το παιδί έχει φτάσει στου πρόποδες του βουνού. Στην αρχή, στα χρόνια της εφηβείας και της δεύτερης δεκαετίας της ζωής, η κλίση της πλαγιάς είναι μικρή και το έδαφος ακόμα ομαλό. Μπορεί κανείς να πηγαίνει τρέχοντας, χωρίς να κοιτά προς τα πίσω, και η κορυφή του βουνού είναι ακόμα ψηλά και μακριά. Ούτε που φαίνεται. Όμως σύντομα το έδαφος αρχίζει να γίνεται πιο κακοτράχαλο, η πλαγιά να γίνεται απότομη. Και η ανάβαση όσο μεγαλώνει κανείς γίνεται όλο και πιο επίπονη.

Και κάποτε συνειδητοποιείς ότι ανέβηκες ήδη αρκετά ψηλά. Και ότι από κάτω σου απλώνεται η πεδιάδα της παιδικής ζωής σου και οι πρόποδες, που τους πέρασες τότε χωρίς να προσέξεις καν την ωραία τους βλάστηση. Τα ζώα και τα πουλιά που κατοικούσαν στο δασάκι που βιάστηκες να διασχίσεις με μεγάλες δρασκελιές, τώρα τα βλέπεις και τα ακούς – από ψηλά. Και, από κει που είσαι τώρα, μερικές εκατοντάδες μέρες ψηλά αγναντεύεις το παρελθόν σου που χάνεται κάπου στον ορίζοντα της λήθης.

Ένα κρύο αεράκι που κατεβαίνει από την κορυφή του βουνού του χρόνου σού θυμίζει τον δρόμο που έχεις μπροστά σου – και το τέλος της διαδρομής. Την ψηλή και απάτητη κορυφή, χαμένη μέσα στα σύννεφα, που όμως αραιά και πού αφήνει μια ηλιαχτίδα να περάσει. Σε τραβάει αυτή η κορυφή και σε φοβίζει. Γυρίζεις ξανά το βλέμμα στην ηλιόλουστη πεδιάδα που έχεις αφήσει πριν χρόνια πίσω σου και νιώθεις την επιθυμία να ξαναγυρίσεις εκεί. Από εδώ ψηλά βλέπεις πράγματα που έχεις αφήσει ατέλειωτα, βλέπεις ίσως άλλα μονοπάτια που θα μπορούσες να είχες πάρει και που τώρα φαντάζεσαι ότι θα ήταν πιο ομαλά, πιο ωραία. Θα σε έφερναν ίσως από άλλα δάση, άλλες πηγές, άλλα τοπία. Αλλά βλέπεις και το δικό σου μονοπάτι, αυτό που άνοιξαν οι πατημασιές σου και τα χέρια σου. Κα κάπου ενδόμυχα ξέρεις πως, ό,τι και να ’ναι, είναι το δικό σου μονοπάτι. Δεν είναι ίσιο, ούτε και πολύ ομαλό, εδώ και κει έχεις αφήσει πέτρες, έχεις σκοντάψει και ξανασηκωθεί. Έχεις αφήσει τα σημάδια σου στο βουνό του χρόνου, τα δικά σου σημάδια που είναι πραγματικά κι ανεξίτηλα. Αυτό, είναι το δικό σου μονοπάτι.

Και νιώθεις το κάλεσμα της κορυφής. Και ξαναρχίζεις την αναρρίχηση. Η πλαγιά θα γίνεται, αυτό το ξέρεις, όλο και πιο απότομη, όλο και πιο δύσβατη. Και από δω και πέρα μπορεί σε κάθε σου βήμα να σκοντάψεις και να γκρεμιστείς. Αλλά η κορυφή σε φωνάζει σε μια γλώσσα ακατάληπτη και κατανοητή — βοή συνάμα και μελωδία. Και συνεχίζεις να σκαρφαλώνεις, με χέρια γεμάτα ρόζους, με πόδια που είναι βαριά σαν μολύβι και κρύα σαν πάγος, με τα κόκαλά σου να πονάνε, βαριανασαίνοντας από την εξάντληση. Με το σβέρκο σου μουδιασμένο γιατί τώρα το βλέμμα σου είναι στραμμένο προς τα πάνω. Και η θέα της κορυφής, χαμένης στα σύννεφα ,σε φοβίζει και σε μαγνητίζει…

Έφτασα κι εγώ σε κείνο το υψόμετρο του βουνού του χρόνου, απ’ όπου μπορώ να δω την πεδιάδα του δικού μου παρελθόντος και το δικό μου μονοπάτι χαραγμένο καθαρά στην πλαγιά. Και τα άλλα μονοπάτια που μόνο αχνοφαίνονται, γιατί έμειναν μόνο δυνατότητες που δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα. Και που μόνο στη φαντασία μου φαίνονται να είναι πιο βατά από το δικό μου πραγματικό μονοπάτι.

Κι εκεί που ονειροπολώ και σκέφτομαι πώς θα ήταν αν…, ένα κρύο αεράκι μού θυμίζει ότι η κορυφή, αυτό το άγνωστο μέρος που με τρομάζει και με μαγεύει, με περιμένει. Και ξαναρχίζω το σκαρφάλωμα.

[ Εικόνα: Caspar David Friedrich, Zwei Männer in Betrachtung des Mondes (1819-20) ].