Περί Κέντρου
Στις περισσότερες συζητήσεις που γίνονται γύρω από τις ζυμώσεις για την εκλογή κοινού προέδρου των σχηματισμών της πολύπαθης Κεντροαριστεράς —και ενδεχομένως ενός και μοναδικού, κοινού κόμματος στο συνέδριο που με το καλό θα γίνει μετά, πράγμα που όλοι οι δημοκράτες πολίτες εύχονται και για το οποίο όλοι αγωνιούμε—, ακούγεται καιρό τώρα, μα όλο και περισσότερο στην πορεία, ο όρος «Κέντρο».
Δεν πρόκειται περί αυτού. Δεν καταβάλλεται προσπάθεια για ανασυγκρότηση του Κέντρου. Σήμερα το Κέντρο, ως εκ της φύσεώς του, ούτε μπορεί ούτε πρόκειται να ανασυγκροτηθεί. Κατά το ήμισυ, μάλιστα, αυτό έχει ήδη γίνει με την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Νέα Δημοκρατία: το μισό Κέντρο (και δεν το εννοούμε αριθμητικά), είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι, είναι εκεί και, κυρίως, θα παραμείνει εκεί. Είναι αυτό που λέμε φιλελεύθερη, μεταρρυθμιστική, φιλοευρωπαϊκή Κεντροδεξιά. «Κέντρο» αμιγές δεν υπάρχει. Υπάρχουν όμως άτομα, κινήσεις και κόμματα που πασχίζουν να υπερνικήσουν αγκυλώσεις χρόνων, να καταβάλουν προσωπικές (και εν πολλοίς συγγνωστές) φιλοδοξίες και να αποκρυσταλλώσουν έναν ιδεολογικό δρόμο για κάτι άλλο, για αυτό που χρόνια τώρα, από την απίσχναση τού ΠΑΣΟΚ και εντεύθεν, λείπει εμφανώς από τα πολιτικά μας πράγματα: για την Κεντροαριστερά — όχι για το Κέντρο. Για αυτό δηλαδή που παλιά (μόλις χθες) λέγαμε Σοσιαλδημοκρατία. Και που τότε θα μπορούσε άνετα να έχει τα αξιακά χαρακτηριστικά του Κέντρου. Αλλά όχι πια, και όχι ποτέ πια.
Γιατί αυτή η παρανόηση; Για μία σειρά από λόγους. Ακόμη-ακόμη, και από αγαθών προθέσεων λάθος. Ή ίσως επειδή ο όρος Κεντροαριστερά είναι μεγάλος και δύσχρηστος, ή πολυχρησιμοποιημένος, ή και, ας μη γελιόμαστε, πολυλοιδορημένος. Και επειδή οι λέξεις που γενικά προσπαθούν να χαρακτηρίσουν τις σημερινές πολιτικές οντότητες ακούγονται στις μέρες μας κάπως παλιές, και γκρίζες, και ψευδεπίγραφες. Αλλά κυρίως, και από τους περισσοτέρους, για τον εξής λόγο: για να καταδειχτεί ότι η Νέα Δημοκρατία είναι η Δεξιά, ο ΣΥΡΙΖΑ η Αριστερά και, άρα, ο τρίτος πόλος, ο μεταξύ των εξ ευωνύμων και εκ δεξιών ληστών, είναι αυτό που απομένει — το καλό Κέντρο. Έχουμε ένα ιδεατό σχήμα κεντρώου Καλού, δεξιού Κακού και αριστερού Άσχημου δηλαδή.
Δεν ισχύει αυτό το σχήμα. Και είναι αποπροσανατολιστικό· μπορεί και επικίνδυνο. Είναι βέβαια κατανοητό σαν προπαγανδιστικό μέσο, και επομένως καλώς —υπό μία έννοια— χρησιμοποιείται, μολονότι είναι πολύ νωρίς σήμερα για κάτι τέτοιο και δεν πρόκειται να προσελκύσει ψηφοφόρους (δυστυχώς δεν πρόκειται να γίνουν άμεσα εκλογές). Αλλά νιώθεται. Μολονότι δεν ισχύει.
Το Κέντρο είναι και θα παραμείνει μοιρασμένο: θα υπάρχει τόσο στους κόλπους της νέας, σύγχρονης Δεξιάς, όσο και στο πλευρό της ευρύτερης Αριστεράς. Θα έχει πάντα, και ευτυχώς, πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο, δεν θα είναι παθητικό και ουδέτερο —η πολιτική και οι διαιρέσεις της δόξα τω Θεώ δεν θα πεθάνουν—, αλλά δεν θα εγκλειστεί σε έναν και μοναδικό σχηματισμό. Όταν με το καλό τελεσφορήσουν οι ζυμώσεις στον χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας, στη μη κομουνιστική, μη ριζοσπαστική, μετριοπαθή, φιλοευρωπαϊκή Αριστερά εν πάση περιπτώσει, στον χώρο του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, και οι κατακερματισμένες και σε εμφύλια διαμάχη δυνάμεις της Κεντροαριστεράς ενωθούν κατά ένα μεγάλο μέρος σε ένα κόμμα υπό έναν αρχηγό και —πρωτίστως— αποκτήσουν ξεκάθαρο λόγο και ξεκάθαρους ιδεολογικούς αντιπάλους, όλα αυτά θα φανούν. Κυρίως, θα φανεί αυτό που είναι εδώ το μεγάλο διακύβευμα: ότι για την έξοδο της Ελλάδας από την κηδεμονία της καταστροφικής της αυταπάτης πρέπει να ενωθούν στη χάραξη μίας κοινής εθνικής στρατηγικής όλες οι προοδευτικές της δυνάμεις. Όχι να ενωθούν σε έναν εκλογικό υπεροργανισμό (δεν πιστεύουμε σε θαύματα), αλλά σε μία πλατφόρμα που, αν μη τι άλλο, θα έχει αποκρυσταλλωμένο σχέδιο πλουτισμού και ισχυροποίησης της χώρας και θα καταδεικνύει το πρόβλημα και τις λύσεις του.
Το πρόβλημα είναι η σημερινή αδυναμία της Ελλάδας να ακολουθήσει τις άλλες οικονομίες, με αποτέλεσμα η επισφαλής και νοσοκομειακή επιβίωσή της να εξαρτάται από την καλοσύνη (και τα κέρδη) των ξένων. Και η λύση του είναι εκείνες οι πολιτικές τομές που θα της επιτρέψουν να ορθοποδήσει — εκκινώντας από μία: τον πόλεμο κατά του εθνικολαϊκισμού και της ρητορικής του, του συμπιλήματος δηλαδή εθνικισμού και λαϊκισμού που σήμερα κυρίως εκπροσωπείται από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ακροδεξιούς του συμμάχους. Τον πόλεμο ενάντια στη συντήρηση. Τον πόλεμο ενάντια στους προσοδοθήρες και τη διαφθορά. Τον πόλεμο ενάντια στα «συμφέροντα» των διαφόρων ομάδων πίεσης. Τον πόλεμο στο σκοταδιστικό παρελθόν.
Αυτά όλα θα τα πετύχει το Κέντρο. Που θα είναι μοιρασμένο μέσα στα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα της Ελλάδας: δύο κόμματα σε συμμαχία και πολιτική αντιπαλότητα ταυτόχρονα, σύγχρονα και ταγμένα με κάθε κόστος στην Ευρώπη και στην πρόοδο. Τα οποία κόμματα, επίσης παραδοσιακά, θα τσακώνονται για λιγότερο ή περισσότερο κράτος σε αυτόν ή σε εκείνον τον τομέα και για κάπως λιγότερους ή για λίγο περισσότερους φόρους εδώ ή εκεί. Αυτό είναι το ζητούμενο. Αυτό είναι υγιές και χρήσιμο. Και απαραίτητο. Και αυτό ελπίζουμε να συμβεί όταν επιτέλους ενωθεί η Κεντροαριστερά.
ΥΓ. Το ότι το Κέντρο σήμερα εκπροσωπείται κυρίως στη Νέα Δημοκρατία δεν σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία έχει απαλλαγεί από τις δεξιές καταβολές της ή τον συντηρητικό επαρχιωτισμό της. Ή ότι δεν υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στις τάξεις της που λαχταρούν την επιστροφή στον καραμανλισμό. (Και δεν εννοούμε τον καραμανλισμό του ιδρυτή της). Όμως η αρχή έγινε, και ο σημερινός επικεφαλής της —που εξελέγη κυρίως χάρη στις ψήφους των κεντρώων φιλελευθέρων μη, μέχρι πρότινος, μελών της— είναι όσο ξεκάθαρος επ’ αυτού μπορεί να είναι ένας μοντέρνος πολιτικός με όραμα για μια ευρωπαϊκή Ελλάδα ισχυρή και πλούσια.
[ Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου, στις 3.9.17. Εικόνα: Genevieve Leet, «Hands» (2010, λεπτομέρεια) ].