Περί συνωμοσιολογικής σκέψης
Οι θεωρίες συνωμοσίας ευδοκιμούν εκεί όπου ο ορθός λόγος ατροφεί. Ενώ καμώνονται πως απαντούν στο κεντρικό νεωτερικό αίτημα της κατανόησης του κόσμου, στην ουσία τους δρουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρά τον λογικοφανή τους χαρακτήρα, αποτελούν μεταμορφώσεις του προνεωτερικού δεισιδαιμονικού τρόπου σκέψης, επίμονες επιβιώσεις της μεσαιωνικής θρησκοληψίας στον απομαγεμένο κόσμο, ανορθολογικά λείψανα που εισβάλλουν από το παράθυρο. Αντί να ενεργοποιούν τις διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου προς την ανακάλυψη της αλήθειας, όσο δυσπρόσιτη, φευγαλέα και επιστημολογικά εφήμερη κι αν είναι αυτή, στρατεύουν τη φαντασία για την κατασκευή συσκοτιστικών πλην βολικών μύθων. Αναπτύσσονται μέσα σε πνευματικά περιβάλλοντα περίκλειστα και φοβικά, που κυριαρχούνται από το συναίσθημα. Έτσι εξηγείται η επιτυχία τους στα θρησκοληπτικά και ιδεοληπτικά μας σύμπαντα, εκεί δηλαδή όπου αναζητούνται οριστικές και απλουστευτικές απαντήσεις σε ερωτήματα εξ ορισμού δυναμικά και περίπλοκα· και εκεί όπου το πνεύμα υποπίπτει εύκολα στον πειρασμό της βίαιης προσαρμογής της πραγματικότητας στις προϋποθέσεις του θεωρητικού σχήματος που πρέπει να δικαιωθεί.
Η συνωμοσιολογική σκέψη βρίσκεται στον αντίποδα της έκκλησης του μεγάλου φιλοσόφου του Διαφωτισμού Ιμάνουελ Καντ που μας καλούσε να τολμάμε να χρησιμοποιούμε το μυαλό μας με την περίφημη φράση «Sapere aude». Στη συνωμοσιολογία λοιπόν ταιριάζει καλύτερα το μεσαιωνικογενές «Πίστευε και μη ερεύνα»: μην ενεργοποιείς δηλαδή την κριτική σου ικανότητα, αλλά παραδώσου στην ακατανίκητη έλξη του σκότους, πίστεψε στις σκοτεινές δυνάμεις και στα απρόσιτα κέντρα εξουσίας που δρουν ερήμην των ανθρώπων, κατασκεύασε εχθρούς και τοποθέτησε τον εαυτό σου μέσα σε φανταστικές μάχες· η κοπιώδης διανοητική προσπάθεια της αναζήτησης συνοχής, η εμπιστοσύνη στις διανοητικές σου ικανότητες, ακόμα και στις αισθήσεις σου, ας μπει στην άκρη στο όνομα της φαντασιωτικής κατασκευής μιας πραγματικότητας όπου ο φόβος για το αίνιγμα του κόσμου θα κατασιγαστεί με την παρηγορητική λειτουργία του ψεύδους.
Στον συνωμοσιολογικό μύθο τα βρίσκουμε όλα απλά και τακτοποιημένα: βρίσκουμε εχθρούς να μισούμε, ομοίους μας να αγαπούμε και λέξεις-φαντάσματα να ενεργοποιούν τα παβλοφικά αντανακλαστικά μας. Και όλα αυτά βέβαια σε αντίθεση προς τον πραγματικό κόσμο, όπου η τυχαιότητα των περιστάσεων, η πληθώρα των ενεργούντων υποκειμένων και δυνάμεων, η ετερογονία των σκοπών, ακόμη και η εγγενής, συνώνυμη με τον πλούτο του, απροδιοριστία των κινήτρων του υποκειμένου, η σύνολη εντέλει ενδεχομενικότητα της ιστορίας, χαρακτηρίζουν μια πραγματικότητα με ισχυρές, απαράγραπτες δόσεις εντροπίας.
Το βέβαιο είναι ότι μια τέτοια πλήρης υποτίμηση των ορθολογικών ικανοτήτων των ανθρώπων συνάδει μονάχα με ένα πολιτικό σχέδιο παθητικοποίησης και τελικά χειραγώγησής τους. Εξ ου και η συνωμοσιολογία —αριστερόστροφη ή δεξιόστροφη, δεν έχει σημασία— είναι οριστικά αντιδραστική και αντιδημοκρατική. Από κει κι ύστερα, η πολιτική της χρήση είναι κατά κανόνα προς την ίδια κατεύθυνση: επικυρώνει αντίστοιχα δεισιδαιμονικά στερεότυπα, επιδιδόμενη στις προσφιλείς της γενικεύσεις.
Το αντίδοτο στη συνωμοσιολογική σκέψη είναι η δοκιμή όλων των απόψεων στη λυδία λίθο της λογικής, σε αυτό το ατελές, αβέβαιο όπλο που παλεύει πάντα στη ζωή μας και στην ιστορία να ανοίξει ρωγμές στο περιβάλλον σκότος. Ας μη νομίσει αφελώς κανείς πως η λογική που επικαλούμαστε εδώ είναι ποτέ συντελεσμένη, κτήμα μας που ως τέτοιο μπορεί να απαντήσει σε όλα τα ανοιχτά ερωτήματα του κόσμου. Η λογική, ο ορθός λόγος, έχει αξία μονάχα ως έννοια δυναμική που ορίζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, που πασχίζουμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και όλα όσα βρίσκονται γύρω μας.
Αποτελεί εντέλει μία υπόσχεση να προσπαθούμε να ανοίγουμε ψηλαφητά δρόμους μέσα στο άγνωστο, αντί να παραδινόμαστε αμαχητί στο χάος.