Περιμένοντας τη δεύτερη συνέντευξη

P
Μιχάλης Μούτσελος

Περιμένοντας τη δεύτερη συνέντευξη

Σχεδόν δύο χρόνια μετά το καλοκαίρι του 2015, όταν η Γερμανία άνοιξε τα σύνορά της σε πάνω από ένα εκατομμύριο κατατρεγμένους και ανέλαβε το ηθικό βάρος να τους προστατέψει, πώς κυλά η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων; Στην Ελλάδα τούς θυμόμαστε κυρίως μετά από κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα ή μετά από γεγονότα όπως οι βιαιοπραγίες κατά γυναικών στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κολωνίας ή η δολοφονία μιας νεαρής φοιτήτριας στο Freiburg. Στη σκιά αυτών των γεγονότων, η ζωή τους είναι στην πραγματικότητα μια διελκυστίνδα ανάμεσα στη γραφειοκρατική αδράνεια που τους καταδικάζει στις παρυφές της γερμανικής κοινωνίας και σε αυξανόμενες ευκαιρίες για σταδιακή ένταξη. Τα παρακάτω είναι βασισμένα σε συζητήσεις με κοινωνικούς λειτουργούς, ερευνητές και μερικούς από τους ίδιους τους πρόσφυγες στην πόλη Γκέτινγκεν όπου ζω, μια πανεπιστημιούπολη 100.000 κατοίκων στην κεντρική Γερμανία.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.

Όταν ξέσπασε η προσφυγική κρίση, η λογική στην Ελλάδα ήταν να αφήσουμε τους πρόσφυγες της «βαλκανικής οδού» να περάσουν χωρίς να ασχοληθούμε ιδιαίτερα μαζί τους. Όταν τελικά τα βόρεια σύνορα έκλεισαν, ακολουθήσαμε το μοντέλο φιλοξενίας σε πρόχειρα φτιαγμένα hotspots κοντά στα σημεία εισόδου στη χώρα. Η Γερμανία, αντίθετα, λειτούργησε από την πρώτη στιγμή στη βάση της αποκέντρωσης και της παροχής ενός μίνιμουμ αγαθών και υπηρεσιών για ανθρωπιστικούς λόγους, που συνοψίζεται στο «κανένας που έρχεται δεν πρέπει να πεθάνει από το κρύο». Οι πρόσφυγες γρήγορα διαχωρίστηκαν σε όλη τη γερμανική επικράτεια με βάση έναν αλγόριθμο που λάμβανε υπόψη τον πληθυσμό και την οικονομική κατάσταση κάθε πόλης. Για τους χώρους διαμονής χρησιμοποιήθηκαν παλιοί στρατιωτικοί, εμπορικοί, αθλητικοί ή πανεπιστημιακοί χώροι και στήθηκαν μέσα σε λίγους μήνες λυόμενες μεζονέτες στις παρυφές των πόλεων.

Τους τελευταίους μήνες τα καταλύματα έγιναν στόχος ακροδεξιών επιθέσεων και εμπρησμών, ιδιαίτερα σε κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Επιθέσεις, λιγοστές είναι η αλήθεια σε μια πόλη παραδοσιακά «προοδευτική», συνέβησαν και στο Γκέτινγκεν. Όμως, όταν ρωτάς τους πρόσφυγες, στη μεγάλη πλειοψηφία τους συμφωνούν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι ο ρατσισμός, αλλά η χρονοβόρα γραφειοκρατία που τους κρατά σε μία γκρίζα ζώνη στασιμότητας και ημι-νομιμότητας. Τα σύνορα της Γερμανίας ήταν ανοιχτά όταν έφτασαν, όμως οι πραγματικοί συνοριοφύλακες βρίσκονται στην ομοσπονδιακή υπηρεσία που κάνει τις συνεντεύξεις μετά την αίτηση ασύλου. Τυπικά οι δύο συνεντεύξεις για να πάρει κάποιος άδεια μόνιμης διαμονής πρέπει να πραγματοποιούνται με διαφορά 1-2 μηνών. Στην πραγματικότητα πολλοί παίρνουν μία προσωρινή άδεια μετά την πρώτη συνέντευξη και στη συνέχεια περιμένουν για μήνες για τη δεύτερη. Έτσι η αδράνειά της ζωής τους ομαλοποιείται. Η «συνέντευξη» και οι όροι της είναι κατά γενική ομολογία οι σημαντικότερες μακροπρόθεσμες έγνοιες για αυτούς τους ανθρώπους και είναι αυτές που οδηγούν σε εντάσεις μεταξύ τους, ιδίως επειδή δεν υπάρχει ενημέρωση και επειδή τα κριτήρια αλλάζουν διαρκώς. Ιδιαίτερα οι Σύροι γίνονται αντικείμενο φθόνου από τους υπόλοιπους για την ταχύτητα και τις διευκολύνσεις στη διαδικασία.

Ο δεύτερος πραγματικός συνοριοφύλακας είναι η γραφειοκρατία της πόλης. Οι υπάλληλοι του δημαρχείου διαχειρίζονται το μηνιαίο χρηματικό βοήθημα που λαμβάνει ο κάθε πρόσφυγας, τις αιτήσεις σε μικροδουλειές και προγράμματα επανεκπαίδευσης, τις μετακινήσεις εκτός πόλης (δεν επιτρέπονται χωρίς άδεια), τις αιτήσεις υπενοικίασης διαμερίσματος, τις αιτήσεις για επίσκεψη σε γιατρό. Έτσι ο φάκελος του κάθε αιτούντα άσυλο αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο άτομο το οποίο επιβλέπει όλα τα παραπάνω. Η σχέση που έχει ο κάθε πρόσφυγας στη Γερμανία με αυτό το άτομο είναι τόσο κρίσιμη για πολλά πράγματα της καθημερινότητάς του όσο τυχαία είναι η διαδικασία επιλογής υπαλλήλων από τις γερμανικές πόλεις. Οι πρόσφυγες έτσι γνωρίζουν τη γερμανική πραγματικότητα της παροχής δημόσιων υπηρεσιών — όλα περνούν μέσα από την επίσημη αναγνώριση και επικύρωση της αποδεδειγμένης ανάγκης για την κάθε υπηρεσία. Η μία τυπική βεβαίωση γίνεται προϋπόθεση για την επόμενη, χωρίς να υπάρχει πολύς χώρος για ανεπίσημες, ευέλικτες ιδιωτικές λύσεις για στέγαση, σίτιση, περίθαλψη κτλ. 

Ένα παράπονο των προσφύγων είναι ότι οι Γερμανοί από τους αλληλέγγυους και τους εθελοντές μέχρι τα μέλη των επιτροπών τούς φέρονται πατερναλιστικά. Αυτή την προσκόλληση στον κανόνα και την έλλειψη ευελιξίας τη ζουν όλοι όσοι έρχονται στη Γερμανία και ιδιαίτερα σε μικρότερες πόλεις, αλλά προφανώς τη βιώνουν πιο έντονα οι πρόσφυγες που μπορεί να τους αρνηθούν να δουν συγγενείς σε μια άλλη πόλη. Από την άλλη πλευρά, αυτά τα όρια είναι η άλλη όψη ενός συνολικού πακέτου βοήθειας που περιλαμβάνει ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα περί τα 450 ευρώ τον μήνα σε κάθε πρόσφυγα. Αυτά τα 450 ευρώ δίνουν μια κάποια καταναλωτική ελευθερία, παράλληλα όμως δεσμεύουν και τον αιτούντα άσυλο στο πλέγμα περιορισμών και υποχρεώσεων που του επιβάλλονται.

Ο τελευταίος μεγάλος βραχνάς, αυτό που αναφέρουν σχεδόν όλοι με το πέρασμα των εβδομάδων, είναι η ανία και η απραξία. Μην μπορώντας να βρουν σταθερή δουλειά, μην έχοντας το δικαίωμα να ταξιδέψουν ή τα χρήματα να πάνε κάπου, προσπαθούν —ιδίως όσοι δεν έχουν οικογένειες— να κάνουν κάτι με τη ζωή τους και δεν τα καταφέρνουν. Οι καθημερινές δεν ξεχωρίζουν από τα Σαββατοκύριακα και οι πρωινές ώρες δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος να είναι διαφορετικές από τις μεσημβρινές ή τις βραδινές. Οι δουλειές που πρέπει να γίνουν, δηλαδή οι αναφορές και αιτήσεις στο δημαρχείο ή κάποιες δουλειές στους κοινόχρηστους χώρους, δεν παίρνουν πολλή ώρα. Οι βόλτες στο κέντρο των πόλεων και τα πηγαδάκια στον σιδηροδρομικό σταθμό σταματούν το βράδυ ή όταν ξεκινά το κρύο. Κάποιοι λίγοι κοινόχρηστοι χώροι υπάρχουν στα καταλύματα ή στα συγκροτήματα όπου φιλοξενούνται, αλλά ποιος δεν θέλει να αποφύγει ένα περιβάλλον που ασφυκτιά από φήμες, μουρμούρα και εχθρότητες; Δυστυχώς, πολλοί πρόσφυγες —ιδίως οι μεγαλύτερης ηλικίας— βιώνουν την ανία σε συνδυασμό με όσα συμβαίνουν στην πατρίδα τους ως προσωπική ανημποριά που οδηγεί συχνά σε κατάθλιψη. Κάθε μικρός συνοικισμός προσφύγων έχει αυτούς που δεν θέλουν να σηκωθούν από το κρεβάτι, να βγουν από το δωμάτιο ή να συμμετέχουν σε κοινές δραστηριότητες. Όλοι τούς γνωρίζουν και κανείς δεν τους ενοχλεί, ειδικά αν είναι μεγαλύτερης ηλικίας ή αν έχουν χάσει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο.

Κι όμως η απραξία και η αβεβαιότητα συχνά προσκρούουν στη δημιουργικότητα και στην ανάγκη να αξιοποιηθεί ο χρόνος που περνά. Στα καταλύματα, τα τουρνουά ποδοσφαίρου αποτελούν την κορύφωση της εβδομάδας, και κανείς δεν χάνει τις ώρες των γερμανικών, ώρες κοινωνικοποίησης ακόμη κι αν δεν προσπαθούν όντως να μάθουν τη γλώσσα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις δραστηριότητες που προσφέρουν εθελοντικά Γερμανοί πολίτες, όπως επί τόπου μετάφραση, μαθήματα και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Στους δημόσιους χώρους των πόλεων, οι πρόσφυγες είναι κυρίως ορατοί στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε κάποιες πλατείες και σε εμπορικά κέντρα όπου σχηματίζουν πηγαδάκια. Θέλουν γενικά να κατεβαίνουν στα ιστορικά κέντρα των πόλεων και τους κακοφαίνεται που μένουν έξω από αυτά. Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που τους κάνει να ξεχωρίζουν, αυτό δεν θα ήταν ούτε κάποιο είδος ντυσίματος, ούτε οι δυνατές φωνές, ούτε μία συγκεκριμένη συμπεριφορά απέναντι στους ντόπιους ούτε τίποτα παρόμοιο — παρά μόνο η μόνιμη ενασχόληση με το κινητό τηλέφωνο, την προέκταση του εαυτού τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε: τα πακέτα στη Γερμανία είναι φτηνά και το Skype είναι ο κύριος τρόπος να επικοινωνούν με την πατρίδα και μεταξύ τους. 

Κάποιοι έχουν καταφέρει και το δύσκολο, απελπιστικά αργό και περίπλοκο πέρασμα στη μη ευέλικτη γερμανική αγορά εργασίας. Πριν λίγους μήνες ο μεγάλος Συνασπισμός στη γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να διευκολύνει την πρόσληψη προσφύγων που έχουν προσωρινή άδεια παραμονής. Έτσι, όλο και περισσότεροι προσλαμβάνονται σε εστιατόρια, μικροβιοτεχνίες, αποθήκες και σούπερ μάρκετ, κυρίως σε θέσεις όπου δεν έρχονται σε άμεση επαφή με πελάτες. Στα γερμανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι καθημερινά τα ρεπορτάζ από παραδείγματα νέων επαγγελματικών κλάδων που δημιουργούν μια γωνιά για τους πρόσφυγες. Όσοι βρίσκουν μια τέτοια δουλειά, σταματούν κατά κανόνα να προσπαθούν να χτίσουν τις επαφές τους μέσα από τους εθελοντές και τους αλληλέγγυους. Η προϋπηρεσία σε κάποιον Γερμανό εργοδότη και η γρήγορη εκμάθηση της γλώσσας θεωρούνται πλεονεκτήματα όταν έρθει η ώρα της συνέντευξης. Σε κάθε περίπτωση, γίνονται δειλά βήματα για να αρχίσουν αυτοί οι άνθρωποι να περιμένουν κάτι από τη ζωή τους. Σύμμαχοί τους είναι δύο παραδοσιακοί «φίλοι» των μεταναστών στη Γερμανία: οι εργοδότες και οι εκκλησίες (που οργανώνουν λειτουργίες, συσσίτια, εράνους και άλλες φιλοπροσφυγικές εκδηλώσεις), πλέον μαζί και με τα τοπικά τζαμιά. Οι εργοδότες μάλιστα πιέζουν για πιο εύκολες προσλήψεις, αλλά τα συνδικάτα αντιδρούν.

Ποια είναι λοιπόν η τωρινή κατάσταση; Ακόμη κι αν οι Γερμανοί εθελοντές, αλληλέγγυοι και γραφειοκράτες δεν είναι και οι πιο ευέλικτοι ή συμπαθητικοί άνθρωποι του κόσμου, ακόμη κι αν τα κίνητρά τους είναι θρησκευτικά, ιδεολογικά ή επαγγελματικά, και δεν έχουν σχέση με ανθρωπιά ή φιλότιμο όπως μας αρέσει να λέμε στην Ελλάδα, ακόμη κι έτσι η βοήθεια που προσφέρουν στους πρόσφυγες είναι μια οργανωμένη πρακτική που λείπει σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία ή η Βρετανία. Όπως τόσα πράγματα στη Γερμανία, λίγο περισσότερη ευελιξία θα έκανε την κατάσταση για τους πρόσφυγες καλύτερη και την καθημερινότητά τους πιο ανθρώπινη. Όμως οι συνέπειες της απόφασης του 2015 είναι σχεδόν αδύνατον να αντιστραφούν — το γερμανικό κράτος και η γερμανική κοινωνία θα κληθούν, με τον δικό τους τρόπο, να διαχειριστούν τη σταδιακή ενσωμάτωση αυτών των ανθρώπων. Θα είναι άλλωστε πολύ δύσκολο νομικά και πολιτικά να φύγουν τόσες χιλιάδες πρόσφυγες μη οικειοθελώς.

Και οι Γερμανοί και οι πρόσφυγες το αντιλαμβάνονται αυτό — και προσπαθούν να κάνουν μικρά βήματα μπροστά, προς μία νέα κανονικότητα.