Περνώντας τα όρια

C
Χρύσα Φραγκιαδάκη

Περνώντας τα όρια

Τον κορυφαίο Αμερικανό μπεστσελερίστα Ντον Γουίνσλοου τον γνωρίσαμε εδώ κυρίως από το καθηλωτικό του μυθιστόρημα Το Καρτέλ (μετάφραση Ιλάειρα Διονυσοπούλου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016) για τον κόσμο των καρτέλ ναρκωτικών. Τον γνωρίσατε. Όσοι. Γιατί εγώ δεν τον γνώριζα. Δηλαδή γνώριζα, εννοείται, την ύπαρξή του και τη φήμη του ως ενός από τους σπουδαιότερους μάστορες της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά δεν είχε τύχει να διαβάσω ούτε το Καρτέλ ούτε, στο πρωτότυπο, κάποιο άλλο από τα καμιά εικοσαριά μέχρι στιγμής βιβλία του. Βλέπετε, εμείς οι (και) από επάγγελμα αναγνώστες (μεταφραστές, επιμελητές κειμένων όπως εγώ, συγγραφείς κλπ.) αποκτάμε ίσως πολύ περισσότερες βιβλιοφιλικές πληροφορίες από έναν απλό αναγνώστη, αλλά καμιά φορά συμβαίνει να διαβάζουμε λιγότερα βιβλία από αυτόν σε δεδομένο χρόνο.

Όταν ο Γιώργος Μουρούτης τoυ AΘens BookStore Publications μού εμπιστεύτηκε, χαρούμενος για το «απόκτημά» του, τη μετάφραση της Μονάδας (πρωτότυπος τίτλος: The Force) χάρηκα κι εγώ πολύ, γιατί μου δινόταν μια ευκαιρία να προχωρήσω πιο δυναμικά στο πεδίο της μετάφρασης. Χάρηκα για την ίδια την ανάθεση, χάρηκα που θα μετέφραζα «αστυνομικό». Αλλά αυτό με το οποίο συναντήθηκα ξεπερνούσε κάθε προσδοκία μου: όχι ένα ακόμη «αστυνομικό», αλλά ένα μυθιστόρημα για αστυνομικούς, στη μεγάλη παράδοση που χάραξαν οι εμβληματικές ταινίες του Σίντνεϊ Λιούμετ (Λουμέτ) Σέρπικο, Ο άνθρωπος από τη Γαλλία, Ο πρίγκιπας της πόλης (από τις οποίες «κλέβει» δημιουργικά και εκσυγχρονίζει πλευρές χαρακτήρων και καταστάσεις) και, βέβαια, ένα μυθιστόρημα που όχι απλώς εκτυλίσσεται αλλά αποτίνει φόρο τιμής στη μυθική πόλη, τη Νέα Υόρκη. Τι άλλο να ζητούσα!

Ο αρχιφύλακας Ντένι Μαλόουν, παρασημοφορημένος αστυνομικός της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης και βετεράνος της επίλεκτης Ειδικής Μονάδας Δράσης του Βόρειου Μανχάταν, είναι ο κύριος χαρακτήρας του βιβλίου. Αν και σε τρίτο πρόσωπο, η αφήγηση είναι από την αρχή ώς το τέλος «from the character’s point of view»: ό,τι βιώνεται, ακούγεται, βλέπεται και γίνεται, σταδιακά, γνωστό στον αναγνώστη είναι μέσω του βλέμματος και των σκέψεων του Μαλόουν – τεχνική γοητευτική στην απλότητά της, και πολύ χρήσιμη στο να ισορροπεί το συναίσθημα που, αν και σε πρώτο επίπεδο κρυμμένο μεταξύ κυνισμού, χιούμορ (απολαυστικού, καθαρτήριου) και βίας, είναι παρόν μέχρι δακρύων από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου.

Το μυθιστόρημα αρχίζει in media res, με τον Ντένι Μαλόουν να αντιμετωπίζει την πιο δυσοίωνη προοπτική για την καριέρα και τη ζωή του, αναστοχαζόμενος, σε συνθήκες μη ελευθερίας, πώς έφτασε μέχρι εκεί, αυτός, που το μόνο που ήθελε πάντοτε ήταν «να είναι ένας καλός μπάτσος». Στη συνέχεια, γυρίζει πίσω στον χρόνο, δίνοντάς μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε ποιος είναι ο Ντένι Μαλόουν, ο ήρωας αστυνομικός γιος ήρωα αστυνομικού, ο αποτυχημένος οικογενειάρχης που όμως θα έκανε –και όντως κάνει– τα πάντα για την πρώην γυναίκα και τα παιδιά του, ο άντρας που αγαπά σχεδόν με αυτοθυσία μια υπέροχη, αλλά εξαρτημένη από την ηρωίνη γυναίκα, ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς των δρόμων του Βόρειου Μανχάταν που τον λατρεύουν οι στενοί του συνεργάτες του και προκαλεί δέος στους «κακούς» της επικράτειάς του.

Μαθαίνουμε τις αντισυμβατικές συνήθειές του, ότι ντύνεται πάντα στα μαύρα αλλά και «στην τρίχα» όταν απαιτεί η περίσταση, ότι έχει τατουάζ «μανίκια», ότι ακούει μόνο ραπ, ότι ανταμείβει, από συμπόνια, με τη δόση τους τους πληροφοριοδότες, τα «καρφιά» του. Αλλά κυρίως μαθαίνουμε πως κατατρύχεται από την εμμονή ότι αυτός και οι άντρες της ομάδας του είναι οι μόνοι που μπορούν να κρατάνε ασφαλείς και «καθαρούς» τους δρόμους της ευθύνης τους, κόντρα στο διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό και στην ηγεσία της Αστυνομίας. Και ότι, στον αγώνα αυτό, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, η δοτικότητα στους πειρασμούς εκλογικεύεται και τελικά οι καλές προθέσεις στρώνουν έναν χωρίς επιστροφή δρόμο προς την Κόλαση.

Έτσι, μια επιχείρηση σύλληψης ενός σκληρού ναρκέμπορου, και κατάσχεσης της παράνομης ηρωίνης και των κερδών του, καταλήγει ως προβεβλημένη επιτυχία της αστυνομίας μεν, αλλά με ηθικό κόστος που θα βαρύνει καταλυτικά στη ζυγαριά της «απωλείας» και θα πυροδοτήσει μια ξέφρενη και δραματική πορεία μέχρι την τελική λύση του δράματος του Ντένι Μαλόουν.

Σκηνικό αυτής της καθηλωτικής δράσης, αλλά και ισότιμος πρωταγωνιστής, η Νέα Υόρκη, η πόλη που ο Μαλόουν αγαπά βαθιά, η πόλη που όλοι μας έχουμε αγαπήσει βαθιά μέσα από τη λογοτεχνία και τον αμερικανικό κινηματογράφο. Με τους ουρανοξύστες του πλούτου, τις λαϊκές πολυκατοικίες με τα κόκκινα τούβλα και τις σιδερένιες σκάλες κινδύνου, τις γέφυρες του ποταμού Χάντσον, τα μικρά φαγάδικα και τα «μπακαλικάκια», τα πρώην κλαμπ των ιερών τεράτων της τζαζ. Αλλά και τους σύγχρονους ναούς της, τις μεγάλες επώνυμες αλυσίδες φαστ φουντ, τις «αναβαθμισμένες» από τους μεγαλοεργολάβους γειτονιές, τα πάρκα που είναι ταυτόχρονα παιδικές χαρές και στέκια εμπορίου ναρκωτικών. Με τους δρόμους του Μπρονξ, του Χάρλεμ, του Βόρειου Μανχάταν να βάφονται, ποιητική αδεία, άσπροι από την ηρωίνη και κυριολεκτικά κόκκινοι από το αίμα των μαύρων πιτσιρικάδων που κάνουν το λάθος να τρέξουν (ίσως και όχι) για να ξεφύγουν από πωρωμένους μπάτσους περιπολίας. Με τις εξεγέρσεις, ειρηνικές και βίαιες, που εμφορούνται από το σύνθημα Black Lives Matter (οι μαύρες ζωές μετράνε) και πυροδοτούνται από τους σκοτωμούς αυτούς και γενικά από τις σύγχρονες φυλετικές ανισότητες. Η Νέα Υόρκη, η επιλεγόμενη Μεγάλο Μήλο. «Το γλυκό, ζουμερό, σάπιο μήλο».

Όλα αυτά με μια γραφή κοφτή και οριακά περιεκτική, σεναριακής λιτότητας και ακρίβειας (έτοιμο για το Χόλιγουντ το χαρακτήρισε η Washington Post – πράγμα που έχει δρομολογηθεί, εξάλλου), με άφθονους ολοζώντανους διαλόγους σε αυθεντική καθημερινή γλώσσα. Όπως γράφει η Janet Maslin, των New York Times, «Ο ρυθμός διατηρείται αμείωτος χάρη στον τρόπο που έχει ο Γουίνσλοου με τις λέξεις, οι οποίες σχεδόν προκαλούν να χρησιμοποιηθούν εδώ, είτε λόγω της αργκό […] είτε λόγω της βωμολοχίας της καθημερινότητας, που νοστιμίζει κάθε αστεία αράδα». Αυτό το τελευταίο, παρά την υπόλοιπη εκφραστική απλότητα, ήταν όντως μια μεταφραστική πρόκληση για μένα, τόσο γιατί έπρεπε να διερευνήσω με ακρίβεια πάρα πολλές εκφράσεις της σύγχρονης αμερικανικής slang, όσο και γιατί έπρεπε να αποφασίσω σε ποιο γλωσσικό επίπεδο θα αποδοθούν στα ελληνικά αυτές οι βωμολοχίες.

Ο Ντον Γουίνσλοου, μία από τις πρώιμες δουλειές του οποίου ήταν ιδιωτικός ντετέκτιβ, έχει πει ότι η Μονάδα είναι το βιβλίο που ήθελε να γράψει σε όλη του τη ζωή. Έκανε πολυετή έρευνα στα ενδότερα της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης, πήρε συνεντεύξεις από πολυάριθμους αστυνομικούς σε όλη την ιεραρχία, βγήκε στους δρόμους μαζί τους, μπήκε στα σπίτια τους και μίλησε με μέλη των οικογενειών τους. Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε όχι τόσο στο τι κάνουν και πώς το κάνουν, αλλά κυρίως στο πώς σκέφτονται και αισθάνονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, και πώς τους επηρεάζουν και πώς τους αλλάζουν αυτά που κάνουν και αυτά που βλέπουν. Και μας παρέδωσε τη Μονάδα, «ένα βιβλίο καθηλωτικό, έναν θρίαμβο» όπως έγραψε στο Twitter o μεγάλος Στίβεν Κινγκ.

Πώς περνάς τα όρια;

Βήμα βήμα.