Περπατώντας σε σπασμένα γυαλιά

C
Σαπφώ Καρδιακού

Περπατώντας σε σπασμένα γυαλιά

«The madwoman in the attic»: φεμινιστικός λογοτεχνικός όρος που χρησιμοποίησαν οι Gilbert και Gubar στο ομότιτλο βιβλίο τους (1979). Εμπνευσμένος από την πρώτη σύζυγο του Έντουαρντ Ρότσεστερ, Μπέρθα, την οποία συναντάμε στο μυθιστόρημα «Τζέιν Έιρ» (1847) της Σάρλοτ Μπροντέ, υιοθετείται για να χαρακτηριστούν οι περιορισμοί που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες συγγραφείς του 19ου αι., κοινωνικά και αναγνωστικά. Υποχρεωμένες να ζουν στα σπίτια που ανήκαν στους άντρες (πατέρες, συζύγους, κηδεμόνες), δεν είχαν επιλογή παρά να καταναλώνουν τη λογοτεχνία —την τέχνη, γενικότερα— που δημιουργούσε και διακινούσε η πατριαρχία.

Η 38χρονη Άννα είναι παιδοψυχολόγος. Τον τελευταίο χρόνο ζει μόνη στο σπίτι της, σε προάστιο της Νέας Υόρκης, έχοντας διαγνωστεί με αγοραφοβία και κρίσεις πανικού. Οι απόπειρες εξόδου εγκαταλείφθηκαν σύντομα λόγω επιδείνωσης των συμπτωμάτων πανικού, και οι επισκέψεις που δέχεται είναι ελάχιστες. Επικοινωνεί μόνο με την οικογένειά της, τον σύζυγο Εντ και την οκτάχρονη κόρη τους Ολίβια, και τον ψυχολόγο της. Νοικιάζει το υπόγειο του σπιτιού στον Ντέιβιντ, ο οποίος αναλαμβάνει τις μικροεπισκευές όποτε χρειάζεται. Επίσης, ασκεί συμβουλευτικά την επιστήμη της μέσω ενός φόρουμ, ενώ την υπόλοιπη μέρα κατασκοπεύει τους γείτονες. Γνωρίζει τα ωράρια και τις δραστηριότητες κάθε ένοικου ή ιδιοκτήτη των σπιτιών που βρίσκονται γύρω από το δικό της, αφού παρακολουθεί τις κινήσεις τους με επαγγελματική φωτογραφική μηχανή.

Η παρακολούθηση είναι σαν να φωτογραφίζεις τη φύση: δεν επεμβαίνεις σε όσα συμβαίνουν στη φύση.

Είναι φανατική των ασπρόμαυρων ταινιών, κυρίως των νουάρ θρίλερ, και διαθέτει ενημερωμένη συλλογή DVD. Συνδυάζει τα φάρμακα που της γράφει ο ψυχολόγος της με αλκοόλ, ιδιαίτερα όσο πλησιάζει η επέτειος του συμβάντος που την έφερε σε αυτή την κατάσταση.

Μερικές φορές κάνω πολλές σκέψεις μαζεμένες. Είναι σαν να υπάρχει ένα σταυροδρόμι στον εγκέφαλό μου, από το οποίο όλοι προσπαθούν να περάσουν ταυτόχρονα.

Η Τζέιν Ράσελ τη σώζει από νέα κρίση πανικού. Είναι η μητέρα του 17χρονου Ίθαν Ράσελ, τον οποίο παρακολουθεί η Άννα μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια που μετακόμισε στο σπίτι απέναντι από το πάρκο. Η Τζέιν αφήνει να εννοηθεί ότι ο πατέρας, ο Άλιστερ, είναι παραπάνω από αυστηρός, κάτι που επιβεβαιώνεται λίγες μέρες αργότερα, όταν ακούγονται οι κραυγές της από το σπίτι. Παρόλο που ο Άλιστερ καθησυχάζει την πανικόβλητη Άννα πριν κλείσει το τηλέφωνο, η ταραχή του Ίθαν που την επισκέπτεται μετά δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης: ο Άλιστερ είναι οξύθυμος και βίαιος και το έφηβο αγόρι τον φοβάται.

Στο φόρουμ όπου εργάζεται εθελοντικά η Άννα μια γυναίκα με το ψευδώνυμο GrannyLizzy πάσχει επίσης από αγοραφοβία. Γιατρός και ασθενής αποκτούν οικειότητα και η Άννα, καταρρέοντας σταδιακά από την κατάχρηση αλκοόλ και χαπιών, αφηγείται στη Lizzy και σε εμάς το περιστατικό που την έκλεισε στο σπίτι, που της κόστισε την ψυχική της ισορροπία και την οικογένειά της. Η ηρωίδα νιώθει ένοχη για την απόφαση του Εντ να προχωρήσουν σε διαζύγιο, για την αντίδραση της μικρής Ολίβια μόλις το μαθαίνει, για τη ριψοκίνδυνη επιστροφή στο σπίτι εν μέσω μιας χιονοθύελλας, σε εκείνες τις αποτυχημένες χειμερινές διακοπές.

Ακόμα περισσότερα χάπια και δύο μπουκάλια κρασί αργότερα, η Άννα ξυπνά με την τηλεόραση να παίζει ένα ακόμα θρίλερ και τη γειτόνισσα Τζέιν να καταρρέει μαχαιρωμένη μπροστά στο παράθυρο των Ράσελ. Η Άννα μετά βίας συλλαβίζει από το τηλέφωνο το περιστατικό στην Άμεσο Δράση, πριν χάσει τις αισθήσεις της. Περίπου στη μέση του βιβλίου, σε αυτή την πρώτη κορύφωση, ο Φιν ενώνει το κινηματογραφικό με το λογοτεχνικό. Θεματικά, ο συγγραφέας αποτίνει φόρο τιμής στο νουάρ, στον Χίτσκοκ, στον Σαμπρόλ, εφαρμόζοντας τους κανόνες τους στο σχετικά νεόκοπο είδος του domestic suspense. Η ηρωίδα του βιώνει μία παράλληλη πλοκή με αυτό το κινηματογραφικό σύμπαν.

Η διάκριση μεταξύ ηρωίδας, αναγνωστών και συγγραφέα θολώνει μεταξύ της αβεβαιότητας και της (αυτ)απάτης· η Άννα πασχίζει να ξεκολλήσει τις λέξεις από ένα μυαλό που βαλτώνει για να περιγράψει στους αστυνομικούς τι είδε από το παράθυρό της το προηγούμενο βράδυ.

«Βοήθεια», φωνάζω, μόνο που είναι ψίθυρος, γλιστρά από τον λαιμό μου σαν να νυχοπατά, πασαλείβεται στη γλώσσα μου. Μιλάω αργά, σαν να περπατάω ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά.

Το κοκτέιλ κατασταλτικών και μερλό δε βοηθά, ειδικά μόλις ο Άλιστερ εμφανίζεται με τη ζωντανή σύζυγό του, μια γυναίκα την οποία η Άννα δεν έχει ξαναδεί, μια γυναίκα που δεν είναι η Τζέιν, τη γυναίκα που επιβεβαιώνει πως είναι η μητέρα του λιγομίλητου Ίθαν.

Κανείς δεν πιστεύει την Άννα. Η Άννα ξέρει (;) τι είδε. Όμως, οι αποδείξεις είναι ατράνταχτες και «ζωντανές». Πώς θα κάνει τους αστυνομικούς να πιστέψουν ότι μια γυναίκα έχασε τη ζωή της; Ότι ένα αγόρι ζει υπό το καθεστώς ψυχολογικής βίας; Ότι η ίδια δεν είναι αναξιόπιστη; Πώς εμπλέκεται ο νοικάρης της, ο οποίος είχε αναλάβει να κάνει μικροδουλειές για τους Ράσελ;

Το κείμενο διατρέχει η αίσθηση της αμφισβήτησης. Η ηρωίδα αμφισβητεί τον εαυτό της, ο έξω κόσμος αμφισβητεί την ίδια, εμείς αμφισβητούμε όσα επιμένει πως είδε. Αυτή η αίσθηση έχει αποτυπωθεί τόσο πειστικά από τον Φιν, ώστε τη νιώθουμε να πάλλεται σχεδόν σε κάθε φράση — άλλωστε, οι περισσότερες μεταφορές που χρησιμοποιούνται για την ψυχολογική κατάσταση της Άννα αγγίζουν τις οργανικές φοβίες μας:

Ένα κύμα με σαρώνει, άηχο και απαλό. Επιπλέω, αιωρούμαι, σε μια φωτεινή άβυσσο, βαθιά, δροσερή. Οι λέξεις αναπηδούν δίπλα μου σαν ψάρια. Νιώθω τον αέρα να τρεμοπαίζει γύρω μου, σαν να είναι κολλώδης, σαν να βρίσκομαι ακόμα στο βυθό.

Πλέον, η Άννα δεν έχει κανένα σύμμαχο. Όσοι γνωρίζουν την αιτία που την κρατά αιχμάλωτη μέσα στο σπίτι και στο μυαλό της τη θεωρούν ψυχικά ασταθή και ικανή να συνδυάσει συμπτώσεις για να τραβήξει την προσοχή ή, ακόμα χειρότερα, για να ζητήσει βοήθεια.

Το βιβλίο ξεκινά με μια Άννα κυνική, με σαρκαστικό χιούμορ και επίγνωση της πάθησής της. Η πρώτη εντύπωση είναι πως έχει τον έλεγχο της ζωής που κατέληξε να ζει. Όμως, κάποια στιγμή γινόμαστε μάρτυρες μιας θυελλώδους κρίσης πανικού και στα μάτια μας η Άννα γίνεται ευάλωτη, εξαρτημένη, γραπώνεται με νύχια και με δόντια από τα φάρμακα που ξορκίζουν την αγοραφοβία και τον τρόμο, που απομακρύνουν τη σκέψη της από τη νύχτα που άλλαξαν όλα. Σταδιακά, η ηρωίδα γίνεται αναξιόπιστη αφηγήτρια, εξαρτώμενη από ουσίες, στοιχειωμένη από το μετα-τραυματικό σοκ, πάσχουσα από ψυχικό νόσημα. Μετά τη δολοφονία που επιμένει πως είδε, η αναξιοπιστία της ενισχύεται· πλέον, οι «έξω» την κατάλαβαν, γνωρίζουν για ποιο λόγο μένει κλεισμένη σε ένα σπίτι που δείχνει έντονα σημάδια παραμέλησης, τη βλέπουν όπως ακριβώς είναι: μια άρρωστη γυναίκα με προβλήματα κατάχρησης και πλημμελή προσωπική υγιεινή που κατασκοπεύει τη γειτονιά πίσω από βρόμικες κουρτίνες.

Ένας ακόμα παραλληλισμός με το βικτωριανό μυθιστόρημα συναντάται στο εξώφυλλο του βιβλίου. Ο A.J. Finn υιοθετεί ένα nom de plume που δεν φανερώνει άντρα συγγραφέα, επιτρέποντας στη φωνή του βιβλίου να παραπέμψει σε γυναικεία πένα. Ο συγγραφέας κατόρθωσε αυτό που ελάχιστοι μπορούν να φέρουν εις πέρας. Είναι πολύ εύκολο να πειστούν οι αναγνώστες ότι το ψυχογράφημα-θρίλερ, η αναξιόπιστη αφήγηση, η σκιαγράφηση μιας ευάλωτης γυναίκας γίνεται από γυναικείο χέρι.

Η κοινωνική σύμβαση που είχε κρατήσει σε ομηρία τις συγγραφείς που υπέγραφαν τα έργα τους με αντρικό όνομα έχει αντιστραφεί τα τελευταία χρόνια. Για κάθε George Eliot και Currer Bell του 19ου αιώνα διανύουμε την εποχή των S.J. Watson, J.P. Delaney και, σε αυτή την περίπτωση, του A.J. Finn. Τα κίνητρα της χρήσης ψευδώνυμων μπορεί να συγγενεύουν —η έκδοση του βιβλίου, η επιτυχία, η καταξίωση—, αλλά οι συνθήκες που τα γέννησαν διαφέρουν ριζικά. Οι γυναίκες συγγραφείς που «μεταμφιέστηκαν» στα εξώφυλλα των βιβλίων τους το έκαναν επειδή η λογοτεχνία, ουσιαστικά η έκδοση ενός βιβλίου, η προβολή του γραπτού, η κατάθεση ταλέντου στο χαρτί μέσω της δημιουργίας χαρακτήρων και πλοκής, θεωρούνταν αντρική «ικανότητα». Για τις γυναίκες αυτό θεωρούνταν βάρβαρο, σύμφωνα με τους περιορισμούς της εποχής. Στην περίπτωση των αντρών συγγραφέων, δεν νοείται ακαταλληλότητα επαγγέλματος λόγω φύλου· άλλωστε, τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούν δεν παραπέμπουν σε γυναίκα λογοτέχνη. Είναι ουδέτερα, με αρχικά που μπορεί να ανήκουν οπουδήποτε, αφήνοντας τους αναγνώστες να αποφασίσουν.

Απελευθερωτικό; Ενδεικτικό της σύγχρονης ευελιξίας στον ορισμό των φύλων; Ίσως ναι, πιθανότατα όχι. Ο εκδοτικός τομέας που ειδικεύεται στη λογοτεχνία δεν έχει απαλλαγεί εντελώς από τα στερεότυπα που ίσχυαν τον καιρό των Αδελφών Μπροντέ. Η θέση της γυναίκας μέσα στο βιβλίο μπορεί να μετακινήθηκε ελάχιστα από τότε, όμως η ισχύς της ως καταναλώτρια-αναγνώστρια συντηρεί την εκδοτική βιομηχανία παγκοσμίως. Πώς θα συντηρηθεί αυτή η passive/aggressive σχέση; Ας μη θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη πολιτική ονομάτων αποσκοπεί στην εξαπάτηση· αντιθέτως, ενθαρρύνει την ταύτιση και την ενσυναίσθηση, σημαντικά προσόντα κάθε αναγνώστη λογοτεχνίας. Επίσης, δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία στους άντρες συγγραφείς για να διακριθούν σε λογοτεχνικά είδη που δεν θεωρούνται «αρσενικά», εφόσον π.χ. φέρουν το domestic πριν το suspense ή τοποθετούνται στην κατηγορία Romance.

Μολονότι τα στερεότυπα διαφεντεύουν ακόμα τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε και καταναλώνουμε τη λογοτεχνία, είναι ελπιδοφόρο ότι δεν την καθορίζουν απόλυτα.