Πετώντας
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα διάβαζα μία τόσο παράδοξη ιστορία για ένα παιδί που μαθαίνει να πετάει, να αιωρείται και να περπατά στον αέρα, και θα τη σκεφτόμουν για τόσες μέρες μετά το τέλος της. Εδώ βέβαια μιλάμε για μια ιστορία του Paul Auster —τα θέματά του είναι, όπως όλοι ξέρουμε, πάντα ξεχωριστά και απολύτως πρωτότυπα— που είχε πολλά κέφια τότε, στα 1994, όταν έγραφε αυτό το παράξενο μυθιστόρημα που πρόσφατα εξέδωσαν στη γλώσσα μας οι Εκδόσεις Μεταίχμιο στη σειρά των απάντων αυτού του πραγματικά ξεχωριστού μυθιστοριογράφου: έναν από τους πέντε-δέκα σημαντικότερους και με τόση διάρκεια σύγχρονους πεζογράφους παγκοσμίως.
Είμαστε στη δεκαετία του 1920. Ένας θρασύς ορφανός αλητάμπουρας που ζει στο Σεντ Λούις, ο εννιάχρονος Γουόλτ, μαθαίνει από έναν άγνωστο άντρα που αυτοαποκαλείται Δάσκαλος Γεχούντι ότι ο θείος του, με τον οποίο ζει, αποφάσισε να τον δώσει σε εκείνον και μάλιστα χωρίς δεύτερη σκέψη, για να γλιτώσει από τα έξοδα της ανατροφής του. Έκπληκτος μαθαίνει ακόμη από τον μυστηριώδη άντρα ότι ο σκοπός του είναι να μάθει στον Γουόλτ να… πετάει:
«Δεν ξέρω κανέναν που να πετάει, ρε θείο», απάντησα. Αυτό το κάνουν τα πουλιά, κι εγώ, μα την πίστη μου, μόνο πουλί δεν είμαι».
«Δεν ξέρεις τι σου γίνεται», είπε ο δάσκαλος Γεχούντι. «Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, επειδή είσαι ένα τίποτα. Αν δεν σου έχω μάθει να πετάς ως τα δέκατα τρίτα γενέθλιά σου, πάρε μου το κεφάλι με το τσεκούρι. Θα σου το δώσω και γραπτώς άμα θέλεις. Αν αποτύχω να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου, η μοίρα μου θα είναι στα χέρια σου».
Ο Γουόλτ οδηγείται από τον Δάσκαλο Γεχούντι κάπου στην Πολιτεία του Κάνσας:
Είναι επίπεδο σαν πτώμα αυτό το μέρος, και μόλις περάσεις λίγο καιρό εδώ, θα καταλάβεις πως δεν έχει πουθενά να πας παρά μόνο προς τα πάνω — ότι ο ουρανός είναι ο μοναδικός σου φίλος.
Στην απομονωμένη φάρμα όπου καταλήγουν, γνωρίζει αυτούς με τους οποίους θα συμβιώσει: τη Μάμα Σου, μια χοντρή, ξεδοντιασμένη Ινδιάνα, και τον Αίσωπο:
Ήταν ένας Αιθίοπας με τα όλα του, ένας μαυρούκος από τις ζούγκλες της σκοτεινότερης Αφρικής, και η καρδιά μου κόντεψε να σταματήσει όταν τον αντίκρισα. Ήταν ένας αδύνατος, κοκαλιάρης τύπος, με γουρλωτά μάτια κι εκείνα τα πελώρια χείλη, και μόλις σηκώθηκε από την καρέκλα του να μας χαιρετήσει, είδα ότι τα κόκαλά του ήταν όλα στριμμένα και στραβά, ότι είναι το στρεβλό, καμπουριασμένο κορμί ενός σακάτη.
«Από δω ο Αίσωπος», μου είπε ο δάσκαλος, «το καλύτερο παιδί που υπήρξε ποτέ. Χαιρέτησέ τον Γουόλτ, και δώσ’ του το χέρι. Θα γίνει ο καινούργιος σου αδελφός».
«Δε δίνω εγώ το χέρι μου σ’ αράπηδες, είπα. Μάλλον θα σου ’χει στρίψει αν νομίζεις ότι θα κάνω τέτοιο πράμα».
Ο Αίσωπος —παρά ταύτα— θα γίνει για τον Γουόλτ αδελφός και ο καλύτερός του φίλος. Και η Μάμα Σου ό,τι κοντινότερο είχε ποτέ σε μάνα. Και, μολονότι στην αρχή θα επιχειρήσει να το σκάσει τέσσερις φορές, τελικά θα μείνει στο Κάνσας, σε εκείνη την απομονωμένη φάρμα, και, ναι, θα μάθει να πετάει:
Ήμουν δώδεκα χρονών την πρώτη φορά που περπάτησα πάνω στο νερό. Αυτός που μου δίδαξε πώς να το κάνω ήταν ένας άντρας με μαύρα ρούχα, και δεν πρόκειται να παραστήσω ότι έμαθα το κόλπο από τη μια στιγμή στην άλλη. Ο Δάσκαλος Γεχούντι με βρήκε όταν ήμουν εννιά χρονών, ένα ορφανό αγόρι που ζητιάνευε για πενταροδεκάρες στους δρόμους του Σεντ Λούις, και δούλεψε μαζί μου αδιάκοπα επί τρία χρόνια προτού με αφήσει να δείξω τις ικανότητές μου δημοσίως.
Περπατά στον αέρα, πάνω από το νερό, πάνω από λίμνες, πάνω από το έδαφος, σε ύψος αρχικά λίγων εκατοστών και στη συνέχεια ενάμισι, δύο, τρία μέτρα πάνω από το έδαφος και από το νερό. Για να το πετύχει, περνά από πολύ σκληρές δοκιμασίες, δοκιμασίες που είναι σκληρές ακόμη και για έναν τραχύ και σκληραγωγημένο άντρα, πόσο δε μάλλον για ένα παιδί της ηλικίας του. Όμως τα καταφέρνει. Και εντέλει πετάει. Κι έπειτα, ένα βράδυ που με τον Δάσκαλο Γεχούντι εξασκούνται στη λίμνη, ακούν στην ερημία ένα θόρυβο, ένα ποδοβολητό:
Ακούσαμε κραυγές και πολεμικούς αλαλαγμούς, έναν καταιγισμό από πυροβολισμούς ν’ αντηχεί, κι ύστερα ακούσαμε τον αδιαμφισβήτητο ήχο ανθρώπινων ουρλιαχτών. […]
«Αργήσαμε πολύ», είπε ο δάσκαλος. […]
Σταθήκαμε εκεί, λοιπόν, ανήμποροι πίσω από τα δέντρα, παρακολουθώντας την Κου Κλουξ Κλαν να κάνει τη δουλειά της. […] Ο Αίσωπος ούρλιαζε, η Μάμα Σου δεν έβγαλε λέξη, και μέσα σε λίγα λεπτά ήταν και οι δύο νεκροί. Οι δύο καλύτεροί μου φίλοι δολοφονήθηκαν μπροστά στα μάτια μου.
Μετά από μια μακρά περίοδο θρήνου και πένθους, οι Γουόλτ και ο Δάσκαλος Γεχούντι, τελειοποιούν την τεχνική αιώρησης και της πτήσης και αρχίζουν να κερδίζουν χρήματα δίνοντας παραστάσεις σε μικρά πανηγύρια, αρχικά, και στη συνέχεια σε μεγάλες εκδηλώσεις. Έπειτα όμως, λίγο πριν από τη μεγάλη εμφάνιση του Γουόλτ σε θέατρο στη Νέα Υόρκη, συμβαίνει κάτι αναπάντεχο και η ανοδική πορεία ανακόπτεται οριστικά.
Ο Γουόλτ, μεγάλος πια, γράφει ο ίδιος την ιστορία του σε πρώτο πρόσωπο, περιγράφει την άνοδο και την πτώση, τα χρόνια που ακολούθησαν, τη ζωή του, τους ανθρώπους που τον στήριξαν μικρό και πώς οι ζωές τους συναντήθηκαν ξανά πολλά χρόνια αργότερα. Πώς, μετά τη μεγάλη και περιπετειώδη ιστορία του με τις τόσες περιπέτειες και τα σκαμπανεβάσματα, επέστρεψε εκεί από όπου είχε ουσιαστικά ξεκινήσει. Στο Κάνσας και στη φάρμα καταμεσής της ερημιάς…
Ένα βιβλίο συναρπαστικό στην αφήγησή του, διασκεδαστικό, ζωηρό και παραστατικό. Η εξαιρετική μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη κλείνει μέσα της τον αυθάδη χαρακτήρα του Γουόλτ, τη σοφία, την υπομονή, αλλά και τις αδυναμίες, του Δασκάλου Γεχούντι. Είναι μια ιστορία τόσο παραστατικά δοσμένη, που το εξωπραγματικό στοιχείο του αιωρισμού και της πτήσης περνά σχεδόν απαρατήρητο, σχεδόν όσο θα περνούσε μια οποιαδήποτε άλλη δεξιότητα, μολονότι αποτελεί, στον κύριο άξονα της αφήγησης, την αιτία όλων όσων παράδοξων και μοιραίων γίνονται.
Το «Mr. Vertigo» διαβάζεται με μια ανάσα για τον επιπλέον λόγο ότι αποτελεί την αφήγηση της ιστορίας μια ζωής, σχεδόν από την αρχή ώς το τέλος της. Μιας ζωής με θαυμαστές στιγμές, μοναδικές και σπάνιες, αλλά και με πολλές κοινές και συνηθισμένες, καθημερινές, όπως όλων των ανθρώπων σε μια Αμερική που περνά από τη βαθιά κρίση στην επιταχυνόμενη ανάπτυξη.
Πέντε στα πέντε.