​Πίκρα κι άγρια θηρία

C
Γιώργος Κυριαζής

​Πίκρα κι άγρια θηρία

Για πόσους ποιητές μπορεί να πει κανείς ότι καθόρισαν όχι μόνο την εποχή τους αλλά και τους επόμενους δυο-τρεις αιώνες, και ότι το έργο τους αποτέλεσε το πρότυπο πάνω στο οποίο πάτησαν μυριάδες άλλοι, αλλά και τη βάση για τη γένεση μιας νέας γλώσσας; Σίγουρα όχι για πολλούς· και σίγουρα ένας απ’ αυτούς είναι ο Φραντσέσκο Πετράρκα (1304-1374).

Ο Πετράρχης (μια που έτσι τον μάθαμε εδώ στην Ελλάδα) θεωρείται ο θεμελιωτής του αναγεννησιακού ουμανισμού, τα σονέτα του έγιναν πρότυπο για τους λυρικούς ποιητές σε όλη την Ευρώπη και καθ’ όλη τη διάρκεια της Αναγέννησης (δηλαδή ώς τον 17ο αιώνα) και στο δικό του έργο βασίστηκε τον 16ο αιώνα ο λόγιος και ποιητής Πιέτρο Μπέμπο για να δημιουργήσει την τελική, ενιαία μορφή της νέας ιταλικής γλώσσας — καθώς και στο σπουδαίο έργο του Ντάντε Αλιγκιέρι (Δάντη) και του Τζοβάνι Μποκάτσο (Βοκκάκιου). Επίσης μελέτησε πολύ τους Λατίνους συγγραφείς και λάτρευε τον Βιργίλιο, τον Σενέκα και τον Κικέρωνα, τους οποίους επανέφερε στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της ζωής του, δίνοντας έτσι μεγάλη ώθηση στο συγκλονιστικό πολιτιστικό γεγονός που αποκαλούμε μονολεκτικά «Αναγέννηση».

Τα σονέτα του Πετράρχη αγαπήθηκαν πολύ, επομένως δεν είναι καθόλου περίεργο που γνώρισαν πολλές μελοποιήσεις. Από αυτές τις μελοποιήσεις, ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου έχει το μαδριγάλι Zefiro torna, el bel tempo rimena του Κλάουντιο Μοντεβέρντι (1567-1643), ενός συνθέτη που όχι μόνο καθόρισε την εποχή του, αλλά αποτελεί σήμερα για τους μουσικολόγους έναν από τους βασικούς πυλώνες της γέφυρας που οδήγησε τη μουσική από την εποχή της Αναγέννησης στην εποχή του Μπαρόκ. Το συγκεκριμένο μαδριγάλι είναι γραμμένο για 5 φωνές (2 σοπράνες, άλτο, τενόρο και μπάσο) και είναι ένα εξαίρετο δείγμα φωνητικής σύνθεσης όπου η μουσική ακολουθεί πιστά το κείμενο προσπαθώντας να το απεικονίσει.

Το κομμάτι ξεκινά με γρήγορο τριμερές μέτρο, δηλαδή με έναν κατεξοχήν χορευτικό ρυθμό, αντιστικτικά και με γρήγορες νότες, δηλαδή με ιδιαίτερα εύθυμη διάθεση — πράγμα καθόλου παράξενο, καθώς η πρώτη στροφή του ποιήματος λέει:

Ο Ζέφυρος ξανάρχεται, και φέρνει την καλοκαιρία

μαζί με τα άνθη, τη χλόη, όλη τη γλυκιά του οικογένεια.

Τραγουδά η Πρόκνη και θρηνεί η Φιλομήλα,

κι έρχεται άνοιξη, ολόλευκη και τριανταφυλλένια.

Εδώ χρειάζεται ένα σχόλιο: αφού όλα είναι τόσο χαρούμενα κι αισιόδοξα, γιατί θρηνεί η Φιλομήλα; Η απάντηση είναι ότι, σύμφωνα με τον μύθο, η Πρόκνη και η Φιλομήλα ήταν αδελφές, κόρες του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα του Α΄. Η Αθήνα βρισκόταν σε πόλεμο με τη Θήβα, και ο βασιλιάς της Θράκης Τηρέας βοήθησε τους Αθηναίους να νικήσουν. Έτσι, ο Πανδίων τού έδωσε την Πρόκνη για γυναίκα του, και μαζί έκαναν ένα γιο. Ο Τηρέας, όμως, βίασε τη Φιλομήλα και της έκοψε τη γλώσσα για να μην τον μαρτυρήσει. Όταν το κατάλαβε αυτό η Πρόκνη, έσφαξε τον γιο της και τον σέρβιρε για δείπνο στον Τηρέα (ναι, οι αρχαίοι μύθοι, όπως και τα λαϊκά παραμύθια αιώνες αργότερα, ιδίως στην Ευρώπη, ήταν συχνά φρικιαστικοί και αιματοβαμμένοι). Ο Τηρέας, εκτός εαυτού, καταδίωξε και τις δύο αδελφές, αλλά οι θεοί τις λυπήθηκαν και μεταμόρφωσαν την Πρόκνη σε χελιδόνι και τη Φιλομήλα σε αηδόνι. Εξαιτίας της βίας που είχε υποστεί σύμφωνα με τον μύθο η Φιλομήλα, παραδοσιακά το κελάηδισμα του αηδονιού θεωρείται θρηνητικό. Αξίζει, επίσης, να σημειώσουμε ότι, παρά τον χορευτικό ρυθμό και τις γρήγορες μελωδικές κινήσεις, η κλίμακα παραμένει ελάσσονα, και μόνο όταν γίνεται η αναφορά στην άνοιξη επικρατούν, για λίγο, μείζονες συγχορδίες.

Η δεύτερη στροφή του σονέτου έχει ίδια μορφή και ίδιο ύφος με την πρώτη, και η μουσική ακολουθεί πιστά ξαναρχίζοντας ουσιαστικά από την αρχή, με τα ίδια ρυθμικά και μελωδικά σχήματα, αν και κάποιες εκτελέσεις «γαληνεύουν» κάπως περισσότερο από άλλες τον ουρανό, μια που αυτή η περίοδος προσφέρεται για μεγάλη ποικιλία μουσικών ερμηνειών. Όπως και στην πρώτη στροφή, οι μείζονες συγχορδίες επικρατούν κατά την αναφορά στην αγάπη:

Γελούν τα λιβάδια, και γαληνεύει ο ουρανός,

κι ο Δίας βλέπει την κόρη του όλο χαρά·

ο αέρας, το χώμα, το νερό, γεμίζουν έρωτα

και κάθε πλάσμα την αγάπη αποζητά.

Η κόρη του Δία που αναφέρεται εδώ είναι μάλλον η Περσεφόνη. Σύμφωνα με τον μύθο, καθώς αυτή έπαιζε με τις φίλες της τις Νύμφες, την είδε ο Πλούτωνας, ο θεός του κάτω κόσμου, και την ερωτεύτηκε. Σε συνεννόηση με τον Δία, την άρπαξε και την πήγε στο βασίλειό του, χωρίς όμως να ζητήσει τη συγκατάθεση της μητέρας της, της Δήμητρας. Η Δήμητρα υπέφερε τόσο πολύ από την απώλεια της κόρης της, που δεν άφηνε τη γη να ανθίσει και να βγάλει καρπούς. Ο Δίας παρακάλεσε τον Πλούτωνα να αφήσει την Περσεφόνη να επιστρέψει, κι εκείνος δέχτηκε, αλλά πριν την αφήσει της έδωσε πρώτα να φάει μερικούς μαγικούς σπόρους, που δημιούργησαν έναν άρρηκτο δεσμό ανάμεσα στην Περσεφόνη και τον κάτω κόσμο. Μετά από μια ακόμη παρέμβαση του Δία, η λύση που δόθηκε ήταν η Περσεφόνη να ζει έξι μήνες στον επάνω κόσμο, μαζί με τη μητέρα της τη Δήμητρα, η οποία τότε επέτρεπε στη γη να ανθίζει και να καρποφορεί, και έξι μήνες στον κάτω κόσμο μαζί με τον άντρα της τον Πλούτωνα, οπότε η γη παρέμενε χωρίς λουλούδια και καρπούς εξαιτίας της θλίψης της Δήμητρας. Επομένως, εδώ στο ποίημα, το γεγονός ότι ο Δίας βλέπει την κόρη του σημαίνει πως έχει έρθει η άνοιξη.

Στην τρίτη στροφή του σονέτου, όμως, το κλίμα αλλάζει με εντυπωσιακό τρόπο, καθώς αποκαλύπτεται ότι η αγαπημένη του ποιητή έχει πεθάνει, κι έτσι αυτός δεν μπορεί να βιώσει ό,τι βιώνει όλος ο υπόλοιπος κόσμος με τον ερχομό της Άνοιξης. Και η μουσική ακολουθεί πιστά, αλλάζοντας τα πάντα: πάει το τριμερές μέτρο, πάει ο χορευτικός ρυθμός, πάνε οι γρήγορες νότες, πάνε οι χαρούμενες και γρήγορα εναλλασσόμενες συγχορδίες, πάνε οι αρμονικές συνηχήσεις, πάνε όλα. Και στη θέση τους έχουμε μακρόσυρτες νότες που συγκρούονται μεταξύ τους δημιουργώντας έντονες και σπαρακτικές διαφωνίες:

Για μένα, όμως, αλίμονο, ξανάρχονται

οι πιο βαριοί στεναγμοί μέσ’ απ’ τα βάθη της καρδιάς

που τα κλειδιά της τα κρατά εκείνη, ψηλά στους ουρανούς.

Στην τελευταία στροφή, τα χορευτικά στοιχεία επανέρχονται, δημιουργώντας μια συναισθηματική τρικυμία, ένα σκαμπανέβασμα, αυτό που οι αγγλόφωνοι λένε, πολύ γλαφυρά, emotional rollercoaster, καθώς ο ποιητής μιλά πάλι για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της άνοιξης, τα οποία όμως γι’ αυτόν δεν μεταφράζονται πλέον σε αγαλλίαση, αλλά απλώς του θυμίζουν τον πόνο του. Και το μουσικό υλικό της τρίτης στροφής επιστρέφει ξανά, μόνο που αυτή τη φορά είναι ακόμα πιο σπαρακτικό και οι ακόμα πιο έντονες διαφωνίες κορυφώνονται λίγο πριν το τέλος, το οποίο τέλος είναι υποχρεωτικά (λόγω της εποχής) αρμονικό, οδηγώντας έτσι τον ακροατή στην πολυπόθητη, πλέον, κάθαρση:

Κι έτσι, το τραγούδι των πουλιών, τα ανθισμένα λιβάδια,

οι γλυκιές κι απαλές κινήσεις των ωραίων γυναικών,

είναι για μένα μια ερημιά γεμάτη πίκρα κι άγρια θηρία.

Τα μαδριγάλια του Μοντεβέρντι τα γνώρισα σε βάθος χάρη  σε έναν πολύ καλό μου φίλο, τον βαρύτονο Βαγγέλη Μανιάτη — πρώτα στη χορωδία Fons Musicalis του Κωστή Κωνσταντάρα, όπου κάναμε κι οι δυο τα πρώτα μας ενήλικα χορωδιακά βήματα (εκείνος τραγουδούσε και ως παιδί), και  αμέσως μετά ως μέλη ενός ερασιτεχνικού φωνητικού συνόλου που ειδικευόταν σε τέτοια κομμάτια. Η κοινή μας χορωδιακή πορεία συνεχίστηκε και αργότερα (για παράδειγμα στην ΠολυΦωνία του Νίκου Κοτροκόη), αλλά αυτό ειδικά το μαδριγάλι το τραγουδήσαμε πολλές φορές με το φωνητικό σύνολο Εμμέλεια του Βαλέρι Ορέσκιν, και πάντοτε, σε κάθε πρόβα και σε κάθε συναυλία που το τραγουδούσαμε, ακολουθούσαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής. Ακόμα και τώρα, μου είναι αδύνατον να ακούσω αυτό το κομμάτι χωρίς να δακρύσω.

Θα σας προτείνω δύο εκτελέσεις, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Η πρώτη είναι σημαντικά πιο γρήγορη, με συνοδεία basso continuo, και εκτός από το ότι είναι πολύ καλή (λογικό, αφού είναι με τους Les Arts Florissants), την προτείνω γιατί είναι από ζωντανή εμφάνιση και μπορείτε να παρακολουθείτε τους μουσικούς και τους τραγουδιστές επί τω έργω, κάτι που βοηθά πολύ στο να μπείτε στο κλίμα. Η δεύτερη είναι σε σημεία πολύ πιο «απλωμένη» αλλά πανέμορφη, με ένα εξαιρετικό φωνητικό σύνολο που ειδικεύεται στην ιταλική αναγεννησιακή μουσική, τους La Venexiana. Καλή ακρόαση.

[ Eικ.: William Adolphe Bouguereau (1825-1905), Philomèle, 1861· λεπτ. ]