Πιουμόν
Νομίζω το βλέμμα μου μπροστά στη γιατρό που σε κοίμισε πρέπει να ήταν κάπως χειρότερο σε τρόμο κι από το βλέμμα που είχες εκείνη τη μέρα που σε βρήκαμε μια σταλιά και σ’ έβαλε ο Πάνος στα χέρια μου και κάθισες. Φοβισμένο, κατσιασμένο και ατάιστο, μου έκατσες τόσο εύκολα και με κοίταξες τόσο αποφασισμένα, και κάπως έτσι σού βγήκε το παρατσούκλι σου: σε έλεγα «ζιγκολάκι».
Θυμάμαι τα πάντα. Το πείραγμα που σου έριχνε ο Κυριάκος επειδή ήσουν όλο αυτιά, ένα σωματάκι τόσο δα με δυο τεράστια αυτιά σαν δορυφορικά πιάτα, θυμάμαι τα χαζά μαλακά σου νύχια όταν ήσουν μωρό, τους εμετούς από τα παράσιτα και τους μύκητες που σου γιατρέψαμε πλάθοντας άπειρα μπαλάκια από τυρί με το φάρμακό σου μέσα, θυμάμαι την πρώτη φόρα που είδες ολόκληρο τον εαυτό σου στον καθρέφτη κι έκανες μια γελοία στροφή για να δεις και την ουρά και τον λερωμένο σου κώλο που σου σκούπιζα ευλαβικά μέχρι να μάθεις να καθαρίζεσαι μόνος σου, αφού μάλλον δεν είχες μαμά να σου δείξει. Θυμάμαι κάθε σου σκανταλιά, θυμάμαι την πρώτη φόρα που κατάφερες κι ανέβηκες μόνος σου στο κρεβάτι μου, την πρώτη φόρα που άκουσες ηλεκτρική σκούπα, την πρώτη φόρα που είδες βροχή, και το μοναδικό χιόνι που πρόλαβες να χαζέψεις από το αγαπημένο σου παράθυρο στα λίγα χρόνια που έζησες δίπλα μας.
Κακόμοιρο ορφανό Πιουμονάκι. Σε είπαμε έτσι γιατί όταν ήμουν μικρή, πολύ μικρή όμως, το αγαπημένο μου παραμύθι είχε πρωταγωνιστή ένα γάτο, τον Πιουμόν, ένα θεόρατο γάτο που τρομοκρατούσε τα μικρά γατάκια, αλλά κατά βάθος είχε καλή ψυχή. Μόνο στο μέγεθος του έμοιασες. Έγινες κι εσύ ένας μεγάλος μεγάλος γάτος, κι ήσουν της μάνας μου το μωρό, του πατέρα μου ο καλύτερός του φίλος κι εμένα ο έρωτας μου. Ποτέ δεν θα μάθεις όμως ότι ήσουν για όλους μας μια γιατρειά. Γιατί εμείς οι άνθρωποι, ένα κατεξοχήν προβληματικό είδος, καμαρώνουμε πως σώσαμε εσένα το ορφανό το βρόμικο το Πιουμονάκι κι έτσι ψηλώνουμε δυο πόντους τον εγωισμό μας και γινόμαστε μέσα από εσένα καλύτεροι. Το μόνο που με τρελαίνει είναι πως δεν θα μάθεις ποτέ πως εσύ, που καμιά φόρα μάς κοίταζες σαν να ήμαστε οι τρεις αγαπημένοι υπηρέτες σου, εσύ είσαι που μας έσωσες.
Τη μάνα μου που έχει μέσα της τόση αγάπη να δώσει και που έχασε δικούς της αγαπημένους τόσο νωρίς και δύσκολα.
Τον πατέρα μου, που δεν έκλαιγε ποτέ μέχρι χθες και που πριν σε γνωρίσει γέλαγε σπάνια και που ήξερες, άτιμο πλάσμα, να πηγαίνεις να τον αγκαλιάζεις αυτόν πιο πολύ, γιατί αυτός πιο πολύ είχε ανάγκη τις δικές σου αγκαλιές.
Κι εμένα, που λες και γεννήθηκα με νεύρα και θλίψη από τις πολλές μου σκέψεις, αυτοκαταστροφική κι επιθετική μέσα στην υπερβάλλουσα ευαισθησία μου, εμένα με έσωσες τόσες φορές, όταν, με ένα ένστικτο που ποτέ δεν θα μάθω, ερχόσουν και με ζέσταινες ή απαιτούσες να ασχοληθώ μαζί σου ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να πάψω να ασχολούμαι με τον εαυτό μου.
Ήσουν για εμάς πάντοτε αυτό που έπρεπε να είσαι και δεν ζήσαμε ούτε πέντε χρόνια μαζί, δεν σε είδαμε να γερνάς και δεν μας είδες να γινόμαστε κι εμείς καλύτεροι. Μα δεν θα το μάθεις ποτέ αυτό.
Κι είμαι τόσο θυμωμένη.
Γιατί από όλες τις απώλειες είναι εκείνες οι πρόωρες που δεν αντέχω, το ξέρεις ότι το ξέρω καλά. Είμαι τόσο πολύ θυμωμένη, δεν καταλαβαίνεις ποσό θυμωμένη είμαι, δεν με είχες δει τόσο θυμωμένη. Είμαι τόσο θυμωμένη που θέλω να πω σε όλους να μην ξαναδώσουν την καρδιά τους γιατί μετά αυτός ο πόνος δεν αντέχεται, ρε Πιουμον, δεν αντέχεται, γιατί δεν μπορώ να θυμώσω μαζί σου, δεν μπορώ να τα βάλω με κανέναν και δεν είσαι κι εσύ εδώ να παίξουμε και να σου πω και καμιά μαλακία και να απορώ τι θα ’λεγες αν μιλούσες τη λαλιά μας. Είμαι τόσο θυμωμένη που θέλω να πάρω το φαγητό σου και να το μοιράσω σε όλα εκείνα τα αδέσποτα της γειτονιάς που σε απειλούσα ότι θα φέρω στο σπίτι για να αμφισβητήσουν την παντοδυναμία σου.
Κι είμαι τόσο πληγωμένη μα και τόσο ευγνώμων που εύχομαι σε όλους τα ίδια, την ίδια αγάπη.
Βγάζει νόημα αυτό; Δεν βγάζει ρε συ.
Αλλά, βγάζει δεν βγάζει, έτσι είναι.