Πήραν την Πόλη, πήραν την...
Και πάλι στην ίδια θέση, ξανά και ξανά, να γράφω για ένα τόσο δυσάρεστο, ειδεχθές, αποτροπιαστικό έγκλημα που συντελέστηκε πριν λίγες ώρες στην Πόλη. Ένας ακόμη άνανδρος τρομοκράτης αποφάσισε να αφαιρέσει τη ζωή τουλάχιστον πέντε ανθρώπων που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή δίπλα του και να τραυματίσει πάνω από τριάντα άλλους. Άνθρωποι αθώοι που περπατούσαν δίπλα του, στον δρόμο, λίγο πριν βγουν στην Ιστικλάλ, τον παλιό Μεγάλο Δρόμο του Πέραν.
Είχα τόσο πολλά που ήθελα να γράψω σήμερα: για μία συναυλία που έγινε χθες στο Ζωγράφειο, για τους μουσικούς που παίζουν στο Μετρό, για ένα από τα καλύτερα άρθρα από τον Ηρακλή Μήλλα που διάβασα τα τελευταία χρόνια και δημοσιεύθηκε στη πολίτικη εφημερίδα Απογευματινή προτρέποντάς σας να το διαβάσετε, και άλλα πολλά. Όλα επισκιάστηκαν. Αισθάνεσαι πως δεν αξίζει να γράψεις ούτε αράδα για οτιδήποτε άλλο. Θα πρέπει να γράψεις και πάλι για τον θάνατο και τον φόβο, για την απώλεια και την τρομοκρατία, για τους ανθρώπους που αγωνιούν για άλλους ανθρώπους. Ίσως τελικά και να το έχω ανάγκη να γράψω γι’ αυτά, όχι για να παρηγορηθώ, αλλά για να κάνω κοινωνούς κι άλλους, πολλούς, όλους εκείνους που θεωρούν την Πόλη —και δικαίως τη θεωρούν— το αγαπημένο τους μέρος.
Λοιπόν, η Πόλη δεν είναι πλέον αυτό, είναι ένα μέρος βουτηγμένο στον φόβο και στον τρόμο, και αυτό θα γίνει ορατό πάρα πολύ σύντομα, άμεσα, τώρα. Θα πάρει χρόνο για να ξαναγίνει η «Πόλη των Πόλεων», δυστυχώς. Δεν γράφω αυτές τις γραμμές επειδή φοβάμαι — όσο περίεργο κι αν σας φαίνεται, δεν φοβάμαι. Δεν το παίζω ατρόμητος, αλλά έχω μάθει στη ζωή μου να σκέφτομαι με ψυχραιμία και λογική. Λυπάμαι όμως γιατί, έχοντας ζήσει εδώ τρία και κάτι χρόνια τώρα, αγαπώ την Πόλη, έχω κάνει φίλους για τους οποίους νοιάζομαι, έχω φοιτητές που μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες και προβληματισμούς και προσπαθούμε μαζί να γίνουμε καλύτεροι και να μάθουμε. Κάποιοι δεν θέλουν να μας το επιτρέψουν αυτό: δεν θέλουν να μας επιτρέψουν να γίνουμε καλύτεροι. Θέλουν να βυθίσουν την Πόλη, και κατ’ επέκταση την Τουρκία, πιο βαθιά στον βούρκο του φόβου, να μας τραβήξουν κι εμάς στο σκοτεινό και μαύρο σύμπαν στο οποίο ζουν, εκεί όπου υπάρχει μονάχα θάνατος και καταστροφή.
Ο βομβιστής, κατά τα φαινόμενα, ήταν μέλος του Ισλαμικού Κράτους. Αυτή τη φορά δεν θα κατηγορηθούν οι Κούρδοι για το χτύπημα. Οι άνθρωποι όμως πέθαναν, όποιος και να ήταν ο θύτης: το Ισλαμικό Κράτος, παράνομες οργανώσεις, το ίδιο το κράτος. Όλοι αυτοί έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης στους θανάτους όλων των ανθρώπων που έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή σε πλακόστρωτα και λεωφόρους τουρκικών πόλεων, και όχι σε πεδία μαχών.
Ψάχνω να βρω έναν αισιόδοξο τρόπο να κλείσω αυτό το κείμενο, να περάσω ένα μήνυμα ότι δεν φοβόμαστε και ότι δεν θα μας κάνουν να κλειστούμε στα σπίτια μας και να αισθανόμαστε πολιορκημένοι στον τόπο όπου ζούμε. Δυστυχώς, δεν μου έρχεται κανείς. Αντ’ αυτού, ίσως να αξίζει να αποτίσει κανείς φόρο τιμής και μνήμης σε εκείνους που πέθαναν τόσο άδοξα, τόσο άδικα. Ανάμεσα σε αυτούς τους νεκρούς θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς που ζούμε εδώ, οποιοσδήποτε τυχαίνει κι αυτές τις μέρες βρίσκεται εδώ. Η ζωή δείχνει να μην έχει σημασία για τους άκριτους δολοφόνους, για ανθρώπους με αδειανό βλέμμα και θάνατο μέσα στην ψυχή.
Συλλυπητήρια στις οικογένειες των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους, και ελπίζω οι τραυματίες να είναι γρήγορα καλά.
Κρίμα…