Πίσω από κλειστές πόρτες

C
Amagi

Πίσω από κλειστές πόρτες

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της B. A. Paris, «Πίσω από κλειστές πόρτες» («Behind Closed Doors»), ένα καθηλωτικό ψυχολογικό θρίλερ που μέσα σε πέντε μόλις μήνες πούλησε πάνω από 750.000 αντίτυπα στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ η φήμη του εξαπλώθηκε από στόμα σε στόμα σε ολόκληρο τον κόσμο. Τον Ιούλιο κυκλοφόρησε στην Ισλανδία, όπου εκτοξεύτηκε κατευθείαν στο #1 των bestseller, τον Αύγουστο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, όπου μπήκε αμέσως στις λίστες των bestseller των New York Times και της USA Today, ενώ μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχει εκδοθεί συνολικά σε 33 γλώσσες. Στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει στις 21 Οκτωβρίου, σε όλα τα βιβλιοπωλεία, από τις Εκδόσεις Bell (μετάφραση Βεατρίκη Κάντζολα Σαμπατάκου).

 

Πρώτο Κεφάλαιο

ΠΑΡΟΝ

Το μπουκάλι της σαμπάνιας χτυπάει κατά λάθος στη μαρμάρινη επιφάνεια του πάγκου της κουζίνας κάνοντάς με να αναπηδήσω. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στον Τζακ ελπίζοντας να μην έχει προσέξει πόσο νευρική είμαι. Με πιάνει να τον κοιτάζω και χαμογελάει. 

«Τέλεια», λέει μαλακά.

Με παίρνει από το χέρι και με οδηγεί εκεί που περιμένουν οι καλεσμένοι μας. Καθώς περνάμε από το χολ, βλέπω τον ανθισμένο κρίνο που μας έφεραν η Νταϊάν και ο Άνταμ για τον κήπο μας. Έχει ένα τόσο όμορφο ροζ χρώμα! Ελπίζω ο Τζακ να τον φυτέψει σε κάποιο σημείο που θα μπορώ να τον βλέπω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου. Και μόνο η σκέψη του κήπου φέρνει στα μάτια μου δάκρυα που σπεύδω να συγκρατήσω. Απόψε διακυβεύονται τόσα πολλά... Πρέπει να συγκεντρωθώ στο εδώ και το τώρα.

Στο σαλόνι, καίει σταθερά μια δυνατή φωτιά στο παλιό τζάκι. Έχουμε μπει για τα καλά στο Μάρτιο, αλλά κάνει ακόμα λίγη ψύχρα και ο Τζακ θέλει να νιώθουν οι καλεσμένοι μας όσο το δυνατόν πιο άνετα.

«Το σπίτι σας είναι πραγματικά το κάτι άλλο, Τζακ», λέει ο Ρούφους με θαυμασμό. «Δε συμφωνείς, Έστερ;»

Δε γνωρίζω ούτε τον Ρούφους ούτε την Έστερ. Ήρθαν πρόσφατα στην περιοχή και απόψε είναι η πρώτη φορά που τους συναντώ, γεγονός που με κάνει να νιώθω πιο νευρική απ’ όσο ήδη είμαι. Αλλά δεν έχω την πολυτέλεια να απογοητεύσω τον Τζακ, έτσι φορώ ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου και μέσα μου προσεύχομαι να με συμπαθήσουν. Η Έστερ δεν ανταποδίδει το χαμόγελο• μάλλον είναι επιφυλακτική μέχρι να σχηματίσει άποψη για μας. Αλλά δεν την αδικώ. Από τότε που έγινε μέλος του κύκλου των φίλων μας, πριν από ένα μήνα, σίγουρα θα έχει βαρεθεί να ακούει ότι η Γκρέις Έιντζελ, σύζυγος του λαμπρού δικηγόρου Τζακ Έιντζελ, είναι ένα τέλειο υπόδειγμα γυναίκας που έχει τα πάντα –το τέλειο σπίτι, τον τέλειο σύζυγο, την τέλεια ζωή. Αν ήμουν στη θέση της Έστερ, κι εγώ θα ήμουν επιφυλακτική απέναντί μου.

Η ματιά μου πέφτει στο κουτί με τα ακριβά σοκολατάκια που μόλις έβγαλε από την τσάντα της και η καρδιά μου φτερουγίζει από λαχτάρα. Πριν προλάβει να τα δώσει στον Τζακ, την πλησιάζω διακριτικά και ενστικτωδώς τα προσφέρει σ’ εμένα.

«Ευχαριστώ, φαίνονται υπέροχα», λέω με ευγνωμοσύνη αφήνοντάς τα στο τραπεζάκι για να μπορέσω να τα ανοίξω αργότερα, όταν σερβίρουμε τον καφέ.

 

Η Έστερ διεγείρει την περιέργειά μου. Είναι το εντελώς αντίθετο της Νταϊάν –ψηλή, ξανθιά, λεπτή, συγκρατημένη– και δεν μπορώ να μη νιώσω σεβασμό για κείνη: είναι ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε στο σπίτι μας και δεν εκστασιάστηκε για το πόσο ωραίο είναι. Ο Τζακ επέμεινε να διαλέξει το σπίτι μόνος του, λέγοντάς μου ότι θα ήταν το γαμήλιο δώρο μου, έτσι το είδα για πρώτη φορά όταν γυρίσαμε από το μήνα του μέλιτος. Αν και μου είχε πει ότι θα ήταν τέλειο για μας, δεν είχα συνειδητοποιήσει πλήρως τι εννοούσε μέχρι που το είδα. Χτισμένο σε ένα μεγάλο κτήμα στην άκρη του χωριού, προσφέρει στον Τζακ την απομόνωση που επιθυμεί, καθώς επίσης και το προνόμιο να διαθέτει το ωραιότερο σπίτι στο Σπρινγκ Ίτον. Και το ασφαλέστερο. Διαθέτει ένα πολύπλοκο σύστημα συναγερμού, ενώ ατσαλένια ρολά προστατεύουν τα παράθυρα του ισογείου. Πρέπει να φαίνεται περίεργο που συχνά μένουν κλειστά στη διάρκεια της ημέρας, αλλά, σε όποιον ρωτάει, ο Τζακ απαντάει ότι, με μια δουλειά όπως η δική του, η ασφάλεια είναι μια από τις προτεραιότητές του.

 

Έχουμε πολλούς πίνακες στους τοίχους του σαλονιού μας, αλλά τους επισκέπτες μας συνήθως προσελκύει ο μεγάλος κόκκινος καμβάς που κρέμεται πάνω από το τζάκι. Η Νταϊάν και ο Άνταμ, παρότι τον έχουν ξαναδεί, δεν μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό να πλησιάσουν να του ρίξουν άλλη μια ματιά και ο Ρούφους τους μιμείται, ενώ η Έστερ προτιμά να καθίσει σε έναν από τους δερμάτινους κρεμ καναπέδες.

«Είναι εκπληκτικό», λέει ο Ρούφους κοιτάζοντας γοητευμένος τα εκατοντάδες μικροσκοπικά σημαδάκια που απαρτίζουν ως επί το πλείστον τον πίνακα.

«Λέγεται Πυγολαμπίδες», διευκρινίζει ο Τζακ καθώς αφαιρεί το σύρμα από το μπουκάλι της σαμπάνιας.

«Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο».

«Η Γκρέις το ζωγράφισε», τον πληροφορεί η Νταϊάν. «Το πιστεύεις;»

«Πρέπει να δείτε και τα άλλα έργα της Γκρέις». Ο Τζακ βγάζει σχεδόν αθόρυβα το φελλό από το μπουκάλι. «Είναι πραγματικά μοναδικά».

Ο Ρούφους κοιτάζει ολόγυρα στο δωμάτιο με ενδιαφέρον. «Εδώ είναι;»

«Όχι, φοβάμαι ότι είναι κρεμασμένα αλλού μέσα στο σπίτι».

«Και είναι μόνο για τα μάτια του Τζακ», αστειεύεται ο Άνταμ.

«Και της Γκρέις. Έτσι δεν είναι, αγάπη μου;» λέει ο Τζακ χαμογελώντας μου. «Για τα μάτια μας μόνο».

«Ναι, έτσι είναι», συμφωνώ στρέφοντας το κεφάλι μου από την άλλη.

Καθόμαστε στον καναπέ μαζί με την Έστερ και η Νταϊάν αφήνει ένα επιφώνημα ευχαρίστησης καθώς ο Τζακ γεμίζει ψηλά ποτήρια με σαμπάνια. Στρέφει μετά το βλέμμα της πάνω μου.

«Νιώθεις καλύτερα τώρα;» με ρωτάει. «Η Γκρέις δεν μπόρεσε να έρθει να φάμε μαζί χτες το μεσημέρι γιατί ήταν άρρωστη», εξηγεί στην Έστερ.

«Μια απλή ημικρανία ήταν», διαμαρτύρομαι.

«Δυστυχώς η Γκρέις υποφέρει συχνά από ημικρανίες». Ο Τζακ με κοιτάζει συμπονετικά. «Όμως ποτέ δεν κρατούν πολύ, δόξα τω Θεώ».

«Είναι η δεύτερη φορά που με στήνεις», επισημαίνει η Νταϊάν.

«Συγγνώμη», απολογούμαι εγώ.

«Τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν το ξέχασες», με πειράζει. «Τι θα έλεγες αν συναντιόμασταν την επόμενη Παρασκευή για να πατσίσουμε τις δύο εξόδους που χάσαμε; Θα είσαι ελεύθερη, Γκρέις; Δε θα θυμηθείς ξαφνικά την τελευταία στιγμή ότι έχεις οδοντίατρο, έτσι;»

«Όχι, κι ελπίζω να μην έχω ούτε ημικρανία».

Η Νταϊάν στρέφεται στην Έστερ. «Θα ήθελες να έρθεις μαζί μας; Θα πρέπει να συναντηθούμε σε κάποιο εστιατόριο στην πόλη, επειδή εργάζομαι».

«Ευχαριστώ, θα το ήθελα πολύ». Μου ρίχνει μια ματιά, ίσως για να βεβαιωθεί ότι δε με πειράζει που θα έρθει κι εκείνη, κι εγώ της χαμογελώ, νιώθοντας τρομερά ένοχη, αφού ήδη ξέρω ότι δεν πρόκειται να πάω.

Ο Τζακ ζητάει την προσοχή όλων και κάνει μια πρόποση για την Έστερ και τον Ρούφους. Εκείνος και ο Άνταμ γνώρι­σαν τον Ρούφους στη λέσχη του γκολφ πριν από δύο εβδομά­δες και τον κάλεσαν να παίξει μαζί τους. Όταν διαπίστωσε ότι ο Ρούφους έπαιζε εξαιρετικά, αλλά όχι τόσο εξαιρετικά ώστε να τον νικήσει, ο Τζακ τον κάλεσε μαζί με τη σύζυγό του, την Έστερ, για δείπνο. Καθώς τους παρατηρώ μαζί, βλέπω ξεκά­θαρα ότι ο Τζακ κάνει ό,τι μπορεί για να εντυπωσιάσει τον Ρούφους, πράγμα που σημαίνει ότι είναι σημαντικό να κερδί­σω κι εγώ τη συμπάθεια της Έστερ. Δε θα είναι εύκολο όμως, αφού, σε αντίθεση με την Νταϊάν, που ξεχειλίζει από θαυμα­σμό, η Έστερ μοιάζει να είναι πιο δύσκολος άνθρωπος.

Ζητώντας συγγνώμη, αποσύρομαι στην κουζίνα για να φέ­ρω τα καναπεδάκια που έφτιαξα νωρίτερα και να προσθέσω τις τελευταίες πινελιές στο δείπνο. Οι κανόνες του σαβουάρ βιβρ –που ο Τζακ επιμένει σχολαστικά να τηρώ– επιβάλλουν να μην καθυστερήσω πολύ, έτσι χτυπώ γρήγορα τα ασπράδια των αυγών που περιμένουν σε ένα μπολ ώσπου να γίνουν μια σφιχτή και αφράτη μαρέγκα και την προσθέτω στη βάση σου­φλέ που έφτιαξα νωρίτερα.