Πίσω από τα μάτια της
[ Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα «Πίσω από τα μάτια της» της Σάρα Πίνμπορο, που θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Η Σάρα Πίμπορο είναι συγγραφέας και σεναριογράφος, με πάνω από 20 μυθιστορήματα στο ενεργητικό της. Το «Πίσω από τα μάτια της» έχει ήδη πουληθεί σε 19 χώρες και έχει αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές ].
«Όχι ονόματα, εντάξει; Ούτε δουλειές. Καμία κουβέντα για την καθημερινότητα. Να μιλήσουμε για αληθινά πράγματα».
«Σοβαρά είπες τέτοιο πράγμα;»
«Ναι. Δηλαδή όχι», απαντώ. «Εκείνος το είπε».
Το πρόσωπό μου φλέγεται. Είχε ακουστεί ρομαντικό στις τέσσερις και μισή το απόγευμα πριν από δύο ημέρες, συντροφιά με το πρώτο παράνομο απογευματινό ποτηράκι, όμως τώρα ακούγεται σαν ατάκα βγαλμένη από φτηνιάρικο σίριαλ. Τριαντατετράχρονη γυναίκα εμφανίζεται σε μπαρ, όπου τη ρομαντζάρει ο άντρας των ονείρων της, που αποδεικνύεται ότι είναι το καινούργιο της αφεντικό. Μου έρχεται να ξεράσω, πιο κλισέ πεθαίνεις. Τι μπλέξιμο κι αυτό.
«Βέβαια, αυτός τι θα έλεγε;» Η Σόφι γελάει και αμέσως προσπαθεί να συγκρατηθεί. «Καμία κουβέντα για την καθημερινότητα. Για παράδειγμα, κάτσε να σκεφτώ κάτι, α, ναι, την ασήμαντη λεπτομέρεια ότι είμαι παντρεμένος». Παρατηρεί το ύφος που έχω πάρει. «Συγγνώμη. Το ξέρω πως δε γελάμε με τέτοια πράγματα, όμως είναι αστείο, αν το καλοσκεφτείς. Εντωμεταξύ, καλά, ξέρω πως έχεις σκουριάσει κομματάκι στο όλο θέμα με τους άντρες, αλλά πώς είναι δυνατόν να μην κατάλαβες από αυτή την κουβέντα πως ο τύπος ήταν παντρεμένος; Το ότι ήταν το καινούργιο σου αφεντικό σ’ το χαρίζω. Αυτό ήταν σκέτη γκαντεμιά».
«Δεν είναι καθόλου αστείο», λέω αλλά χαμογελάω. «Τέλος πάντων, εσύ είσαι η εξπέρ στους παντρεμένους, όχι εγώ».
«Γεγονός».
Ήξερα ότι η Σόφι θα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα. Έχουμε γούστο όταν κάνουμε παρέα. Γελάμε. Είναι ηθοποιός στο επάγγελμα –αν και αφήνουμε ασχολίαστο το γεγονός ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχει υποδυθεί μόνο δύο πτώματα σε τηλεοπτικές σειρές– και, παρά τις διάφορες σχέσεις που έχει κάνει, είναι παντρεμένη με έναν μουσικό παραγωγό εδώ και κάτι αιώνες. Γνωριστήκαμε σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης από τη νικοτίνη και, παρότι οι ζωές μας ήταν πολύ διαφορετικές, δεθήκαμε. Επτά χρόνια μετά, εξακολουθούμε να πίνουμε τα κρασάκια μας.
«Τώρα όμως έγινες σαν κι εμένα», λέει, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. «Πλαγιάζεις με παντρεμένους. Ήδη αισθάνομαι λιγότερο άσχημα για τα χάλια μου».
«Δεν πλάγιασα μαζί του. Και δεν ήξερα ότι ήταν παντρεμένος». Αυτό το δεύτερο δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Μέχρι το τέλος της βραδιάς, το είχα υποψιαστεί. Ο τρόπος που κόλλησε το σώμα του πάνω στο δικό μου όταν φιληθήκαμε, ζαλισμένοι από το τζιν. Το ξαφνικό τράβηγμα. Η ενοχή στο βλέμμα του. Η συγγνώμη. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Όλα τα σημάδια ήταν εκεί.
«Ό,τι πεις, Χιονάτη. Απλώς χαίρομαι που παραλίγο να το κάνεις. Πόσος καιρός έχει περάσει από την τελευταία φορά, είπαμε;»
«Αυτό δε θέλω να το συζητήσω καθόλου. Το να πέσω σε ακόμα χειρότερη κατάθλιψη δε θα με βοηθήσει να βγω από αυτό το λούκι», λέω, προτού πιω κι άλλο κρασί. Χρειάζομαι κι άλλο τσιγάρο. Ο Άνταμ είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και κοιμάται βαθιά, δεν πρόκειται να κουνηθεί πριν φτάσει η ώρα για πρωινό και σχολείο. Μπορώ να χαλαρώσω. Δε βλέπει εφιάλτες. Δεν υπνοβατεί. Δόξα τω Θεώ γι’ αυτά τα μικρά δώρα.
«Και, τέλος πάντων, για όλη αυτή την κατάσταση φταίει η Μικαέλα», συνεχίζω. «Αν είχε ακυρώσει το ραντεβού μας πριν φτάσω στο μπαρ, δε θα κάναμε τώρα αυτή την κουβέντα».
Πάντως η Σόφι έχει ένα δίκιο. Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που φλερτάρισα έστω με έναν άντρα, κι ακόμα περισσότερος από τότε που μέθυσα και φίλησα κάποιον. Η ζωή της είναι διαφορετική. Μονίμως περιτριγυρίζεται από καινούργιους και ενδιαφέροντες ανθρώπους. Δημιουργικούς τύπους που βλέπουν τα πράγματα πιο ελεύθερα, πίνουν ως αργά και ζουν σαν έφηβοι. Το να είμαι μια μόνη μητέρα στο Λονδίνο που παλεύει να τα φέρει βόλτα ως γραμματέας μερικής απασχόλησης ενός ψυχιάτρου δεν είναι ό,τι πιο ευνοϊκό για να το ρίχνω έξω και να βγαίνω κάθε βράδυ, ελπίζοντας να γνωρίσω κάποιον, πόσω μάλλον τον «Σωστό Άντρα», και ούτε που θέλω να σκέφτομαι το ενδεχόμενο να εγγραφώ σε κάποια ιστοσελίδα γνωριμιών. Κι επίσης, έχω αρχίσει να συνηθίζω που είμαι μόνη μου. Που έχω αφήσει κατά μέρος τα ραντεβού και όλα αυτά για λίγο καιρό. Για λίγο καιρό που σταδιακά εξελίσσεται σε αμετάκλητο τρόπο ζωής.
«Αυτό θα σου φτιάξει το κέφι». Ξετρυπώνει έναν μπάφο από την επάνω τσέπη του κόκκινου κοτλέ σακακιού της. «Πίστεψέ με, τα πάντα θα σου φαίνονται πιο αστεία μόλις κάνουμε κεφάλι». Διακρίνει τον δισταγμό στην όψη μου και χαμογελά πλατιά. «Έλα τώρα, Λου. Είναι ειδική περίπτωση. Ξεπέρασες κάθε προηγούμενο ρεκόρ σου. Χαμουρεύτηκες με το καινούργιο σου αφεντικό, που είναι και παντρεμένος. Τέλεια φάση. Πρέπει να βρω κάποιον να γράψει το σενάριο για την ταινία. Θα μπορούσα να σε υποδυθώ».
«Ωραία», λέω. «Θα χρειαστώ τα χρήματα τώρα που θα απολυθώ». Δεν μπορώ να αντισταθώ στη Σόφι, ούτε και θέλω, οπότε σύντομα βρισκόμαστε καθισμένες στο μικρό μπαλκόνι του ακόμα μικρότερου διαμερίσματός μου, εφοδιασμένες με κρασί, πατατάκια και τσιγάρα, περνώντας η μία στην άλλη τον μπάφο, χασκογελώντας.
Αντίθετα με τη Σόφι, η οποία με κάποιον τρόπο παραμένει περίπου έφηβη, το να κάνω κεφάλι δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μέρος της ρουτίνας μου –δεν υπάρχει ούτε ο χρόνος ούτε τα χρήματα όταν είσαι μόνη σου–, όμως το γέλιο είναι πάντοτε καλύτερο από το κλάμα, οπότε τραβάω μια γερή τζούρα από τον γλυκό, απαγορευμένο καπνό.
«Μονάχα σε σένα θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο», αποφαίνεται η Σόφι. «Τι έκανες, κρύφτηκες;»
Γνέφω καταφατικά, χαμογελώντας καθώς θυμάμαι την τραγελαφική κατάσταση, σαν να τη βλέπω μέσα από τα μάτια κάποιου τρίτου. «Δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Κρύφτηκα στην τουαλέτα και έμεινα εκεί. Όταν βγήκα, είχε φύγει. Αύριο ξεκινάει δουλειά. Τον ξεναγούσε ο δόκτωρ Σάικς στο γραφείο».
«Μαζί με τη γυναίκα του».
«Ναι, μαζί με τη γυναίκα του». Θυμάμαι πόσο ωραίοι έδειχναν μαζί εκείνη τη σύντομη φρικτή στιγμή που συνειδητοποιούσα τι συνέβαινε. Υπέροχο ζευγάρι.
«Και πόση ώρα έμεινες στην τουαλέτα;»
«Είκοσι λεπτά».
«Αχ, Λου».
Ακολουθεί παύση, κι ύστερα μας πιάνουν και τις δυο τα γέλια, το κρασί και το χόρτο βουίζουν στα κεφάλια μας, και για μερικές στιγμές μάς είναι αδύνατον να σταματήσουμε.
«Πολύ θα ήθελα να ήμουν από μια μεριά, να έβλεπα τη φάτσα σου», λέει η Σόφι.
«Εντάξει, εγώ μια φορά δεν ανυπομονώ καθόλου να δω τη δική του φάτσα μόλις δει τη δική μου».
Η Σόφι σηκώνει τους ώμους της. «Αυτός είναι ο παντρεμένος. Δική του είναι η ντροπή. Δεν μπορεί να σου πει το παραμικρό».
Μου δίνει άφεση αμαρτιών, κι όμως εγώ εξακολουθώ να αισθάνομαι τις τύψεις μου, που δε λένε να ξεκολλήσουν, να κρατούν παρέα στη σαστιμάρα μου. Εκείνη τη γροθιά που ένιωσα στο στομάχι καθώς αντίκριζα τη γυναίκα στο πλευρό του, προτού τραπώ σε φυγή. Την πανέμορφη σύζυγό του. Κομψή. Μελαχρινή, με σταρένια επιδερμίδα, έφερνε λιγάκι στην Αντζελίνα Τζολί. Είχε εκείνη τη μυστηριώδη αύρα. Εντυπωσιακά λεπτή. Καμία σχέση με εμένα. Η μορφή της έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό μου. Δε θα μπορούσα να τη φανταστώ να πανικοβάλλεται και να τρέχει να κρυφτεί στην τουαλέτα, όποιον κι αν έβλεπε μπροστά της. Με ενοχλούσε με έναν τρόπο που δε θα έπρεπε να με ενοχλεί, όχι ύστερα από ένα απόγευμα μέθης, κι όχι μονάχα επειδή η αυτοπεποίθησή μου έχει πιάσει πάτο.
Το θέμα είναι, μου άρεσε αυτός ο άντρας… μου άρεσε πραγματικά. Δεν μπορώ να το πω αυτό στη Σόφι. Δεν μπορώ να της πω ότι ούτε κι εγώ θυμόμουν από πότε είχα να μιλήσω έτσι σε έναν άντρα. Πόσο ευτυχισμένη αισθανόμουν που φλέρταρα με κάποιον ο οποίος ανταπέδιδε το φλερτ, ούτε πως είχα ξεχάσει πόσο τέλειο ήταν εκείνο το συναίσθημα, όταν νιώθεις ότι ίσως ξεκινά κάτι καινούργιο. Η ζωή μου, σε γενικές γραμμές, είναι μια ατελείωτη ρουτίνα. Ξυπνάω τον Άνταμ και τον πηγαίνω στο σχολείο. Όταν εργάζομαι και πρέπει να ξεκινήσω νωρίς, πηγαίνει στη φύλαξη. Όταν δεν εργάζομαι, μπορεί να περάσω καμιά ώρα χαζεύοντας φιλανθρωπικά καταστήματα, μήπως πετύχω εκεί κανένα επώνυμο ρούχο που θα ταίριαζε στο διακριτικά ακριβό στιλ της κλινικής. Ύστερα με περιμένει μαγείρεμα, καθάρισμα, ψώνια, μέχρι να γυρίσει ο Άνταμ στο σπίτι, και μετά έχουμε διάβασμα, τσάι, μπάνιο, παραμύθι, βαθύ ύπνο για εκείνον, κρασί κι ανήσυχο ύπνο για μένα. Όταν πηγαίνει στον πατέρα του κάποιο Σαββατοκύριακο, είμαι τόσο κουρασμένη που δεν έχω κουράγιο για τίποτε, αράζω στο σπίτι και βλέπω βλακείες στην τηλεόραση. Η σκέψη πως αυτή θα μπορούσε να είναι η ζωή μου ώσπου να γίνει ο Άνταμ τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνων ή κάπου εκεί κατά βάθος με τρομοκρατεί, οπότε αποφεύγω να το σκέφτομαι. Όμως εκείνη η συνάντηση με τον άντρα στο μπαρ με έκανε να θυμηθώ πόσο όμορφο ήταν να νιώθεις κάτι. Ως γυναίκα. Με έκανε να αισθανθώ ζωντανή. Μάλιστα είχα σκεφτεί να ξαναπεράσω από εκείνο το μπαρ, να δω μήπως είχε περάσει κι αυτός για να με βρει. Όμως, φυσικά, η ζωή δεν είναι ρομαντική κομεντί. Κι αυτός είναι παντρεμένος. Κι εγώ ηλίθια. Δεν αισθάνομαι πίκρα, μόνο λύπη. Και δεν μπορώ να τα πω όλα αυτά στη Σόφι, γιατί τότε θα με λυπηθεί και δεν το θέλω, άσε που είναι πολύ ευκολότερο να τα βρίσκω όλα αυτά αστεία. Είναι αστεία. Κι ούτε βέβαια κάθομαι στο σπίτι κάθε νύχτα και κλαίγομαι που είμαι μόνη, λες και καμιά γυναίκα δε θα μπορούσε να σταθεί χωρίς έναν άντρα δίπλα της. Σε γενικές γραμμές, είμαι ευχαριστημένη. Είμαι ενήλικη. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα. Όλο αυτό ήταν μόνο ένα λάθος. Πρέπει να το διαχειριστώ.
Πιάνω μια χούφτα πατατάκια και η Σόφι κάνει το ίδιο.
«Οι γυναίκες με καμπύλες είναι οι νέες αδύνατες», αποφαινόμαστε ταυτόχρονα, προτού μπουκώσουμε με τα πατατάκια τα στόματά μας, και παραλίγο να πνιγούμε, καθώς μας πιάνουν ξανά τα γέλια. Θυμάμαι τη σκηνή που κρύβομαι στην τουαλέτα για να μη με δει αυτός, πανικόβλητη και εμβρόντητη. Εντάξει, είναι αστείο. Η όλη φάση είναι αστεία. Βέβαια, ίσως να είναι λιγότερο αστείο αύριο το πρωί, όταν έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο, όμως για την ώρα μπορώ να γελάω. Αν δεν μπορείς να γελάσεις με τον εαυτό σου όταν τα σκατώνεις, με τι μπορείς να γελάσεις;
«Γιατί το κάνεις;» ρωτάω αργότερα, όταν το μπουκάλι του κρασιού στέκει άδειο ανάμεσά μας και η βραδιά οδεύει προς το τέλος της. «Γιατί ψάχνεσαι; Δεν είσαι ευτυχισμένη με τον Τζέι;»
«Φυσικά και είμαι», λέει η Σόφι. «Τον αγαπώ. Άλλωστε δεν είναι να πεις ότι το κάνω και συνέχεια».
Αυτό είναι μάλλον αλήθεια. Η Σόφι είναι ηθοποιός· κάποιες φορές υπερβάλλει για να σκαρώσει μια πιο ενδιαφέρουσα ιστορία.
«Έστω, όμως γιατί να το κάνεις;» Παραδόξως, είναι ένα θέμα το οποίο δεν έχουμε συζητήσει ιδιαίτερα. Εκείνη ξέρει πως αισθάνομαι άβολα με αυτό, όχι επειδή το κάνει –δε μου πέφτει λόγος– αλλά επειδή γνωρίζω και συμπαθώ τον Τζέι. Είναι καλός άνθρωπος. Χωρίς αυτόν, η Σόφι θα την έτρωγε άσχημα. Τρόπος του λέγειν.
«Έχω εντονότερες ερωτικές διαθέσεις απ’ ό,τι αυτός», απαντά τελικά. «Άλλωστε το σεξ δεν είναι η ουσία του γάμου. Γάμος σημαίνει να είσαι μαζί με τον καλύτερό σου φίλο. Κι ο Τζέι είναι ο καλύτερός μου φίλος. Όμως είμαστε μαζί εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Το πάθος δε συντηρείται από μόνο του. Θέλω να πω, εξακολουθούμε να το κάνουμε, αραιά και πού, όμως δεν είναι όπως παλιά. Κι όταν έρχεται ένα παιδί, τα πράγματα αλλάζουν. Περνάς τόσα χρόνια βλέποντας τον άλλο ως γονιό και όχι ως εραστή, ώστε είναι δύσκολο να ανακαλύψεις ξανά εκείνο τον άνθρωπο».
Θυμάμαι τον δικό μου, βραχύβιο γάμο. Το πάθος δεν έσβησε στην περίπτωσή μας. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να φύγει έπειτα από τέσσερα χρόνια για να είναι με κάποια άλλη, την εποχή που ο γιος μας δεν είχε κλείσει καλά καλά τα δύο του χρόνια. Ίσως η Σόφι να έχει κάποιο δίκιο. Δε νομίζω ότι θεωρούσα ποτέ τον πρώην μου, τον Ίαν, τον καλύτερό μου φίλο.
«Απλώς μου φαίνεται κάπως στενάχωρο όλο αυτό». Αλήθεια.
«Είναι επειδή εσύ πιστεύεις στον πραγματικό έρωτα και στο ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όμως η ζωή δεν είναι έτσι».
«Πιστεύεις ότι αυτός σε έχει απατήσει;» ρωτάω.
«Το σίγουρο είναι ότι είχε τα φλερτ του», απαντά. «Θυμάμαι μια τραγουδίστρια με την οποία συνεργαζόταν πριν από καιρό. Νομίζω πως ίσως κάτι να έπαιξε με εκείνη, για ένα διάστημα. Όμως, ό,τι κι αν ήταν, δε μας επηρέασε. Όχι πραγματικά».
Το κάνει να ακούγεται τόσο λογικό. Εγώ το μόνο που σκέφτομαι είναι ο πόνος της προδοσίας που ένιωσα όταν έφυγε ο Ίαν. Το πώς αυτό που έκανε επηρέασε τον τρόπο που έβλεπα τον εαυτό μου. Πόσο άχρηστη ένιωθα τον πρώτο καιρό. Πόσο άσχημη. Ούτε βέβαια κι η σχέση του με εκείνη τη γυναίκα για χάρη της οποίας με παράτησε κράτησε πολύ, όμως αυτό δε με έκανε να νιώσω καλύτερα.
«Δε νομίζω ότι θα μπορέσω ποτέ να το καταλάβω», λέω.
«Όλοι έχουν μυστικά, Λου», απαντά εκείνη. «Θα έπρεπε να επιτρέπεται σε όλους να έχουν τα μυστικά τους. Είναι αδύνατον να ξέρεις τα πάντα για τον άλλο. Θα τρελαινόσουν αν το προσπαθούσες».
Αναρωτιέμαι, τώρα που έφυγε και συγυρίζω τον χαμό που άφησε πίσω της η βραδιά μας, μήπως ήταν ο Τζέι εκείνος που ξέφυγε πρώτος. Ίσως αυτό να είναι το μυστικό πίσω από τις περιπέτειες της Σόφι στα διάφορα ξενοδοχεία. Ίσως να τα κάνει όλα αυτά ώστε να νιώσει καλύτερα ή να εκδικηθεί κατά κάποιον τρόπο. Ποιος ξέρει; Μάλλον το αναλύω υπερβολικά. Το να αναλύω υπερβολικά τις καταστάσεις είναι το φόρτε μου. Ο καθένας όπως τη βρίσκει, υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Η Σόφι δείχνει ευτυχισμένη, κι αυτό μου φτάνει.
Η ώρα είναι μόλις λίγο μετά τις δέκα και μισή, όμως είμαι πτώμα, οπότε περνάω να ρίξω μια ματιά στον Άνταμ· είναι μια παρηγοριά το να τον βλέπω να κοιμάται ήσυχα, κουλουριασμένος στο πλάι, σκεπασμένος με το πάπλωμα με τους ήρωες από τον Πόλεμο των Άστρων, και τον αρκούδο του υπό μάλης. Κλείνω την πόρτα και τον αφήνω να συνεχίσει.
Έξω είναι ακόμα νύχτα όταν ξυπνάω στο μπάνιο, μπροστά στον καθρέφτη, και προτού συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι, νιώθω μια σουβλιά στο καλάμι μου, στο σημείο που χτύπησα σκοντάφτοντας στο μικρό καλάθι για τα άπλυτα που στέκει στη γωνία. Η καρδιά μου πεταρίζει, το μέτωπό μου ιδρώνει. Καθώς η πραγματικότητα κατακάθεται ολόγυρα, ο εφιάλτης γίνεται κομμάτια, αφήνοντας πίσω του μονάχα κάποια θραύσματα στο μυαλό μου. Ξέρω τι ήταν όμως. Είναι πάντοτε το ίδιο όνειρο.
Ένα αχανές κτίριο, κάτι σαν παλιό νοσοκομείο ή ορφανοτροφείο. Εγκαταλειμμένο. Ο Άνταμ είναι παγιδευμένος κάπου εκεί μέσα, κι εγώ ξέρω, απλώς το ξέρω, πως, αν δεν καταφέρω να τον βρω, τότε θα πεθάνει. Με φωνάζει τρομαγμένος. Κάτι κακό τον πλησιάζει. Τρέχω αλλόφρων στους διαδρόμους προσπαθώντας να φτάσω εκεί, ενώ από τους τοίχους και τα ταβάνια οι σκιές ξεδιπλώνονται σαν πλοκάμια, λες κι είναι μέρος κάποιου φρικτού κακού που ζει μέσα στο κτίριο, τυλίγονται ολόγυρά μου, με παγιδεύουν. Το μόνο που ακούω είναι τον Άνταμ που κλαίει καθώς παλεύω να ξεφύγω στο σκοτάδι, ενώ εκείνες οι κολλώδεις λωρίδες μοιάζουν αποφασισμένες να με κρατήσουν μακριά του, να με πνίξουν και να με παρασύρουν στο ατέρμονο σκοτάδι. Είναι ένα φρικτό όνειρο. Κολλάει πάνω μου σαν τις σκιές του ίδιου του εφιάλτη. Οι λεπτομέρειες μπορεί να αλλάζουν κάπως από νύχτα σε νύχτα, όμως το αφήγημα είναι πάντοτε το ίδιο. Όσες φορές κι αν το δω, δεν πρόκειται ποτέ να το συνηθίσω. Οι εφιάλτες δεν ξεκίνησαν όταν γεννήθηκε ο Άνταμ – πάντοτε έβλεπα εφιάλτες, όμως πριν από τη γέννηση του παιδιού πάλευα για τη δική μου επιβίωση. Τώρα που το βλέπω εκ των υστέρων, ήταν καλύτερα τότε, κι ας μην το ήξερα.
Οι εφιάλτες είναι η κατάρα της ζωής μου. Καταστρέφουν κάθε πιθανότητα να κοιμηθώ καλά, τη στιγμή που η ζωή μου ως μόνης μητέρας με καταπονεί ήδη αρκετά.
Αυτή τη φορά έχω περπατήσει περισσότερο απ’ όσο εδώ και καιρό. Συνήθως ξυπνάω σαστισμένη, όρθια, είτε δίπλα στο κρεβάτι μου είτε σε εκείνο του Άνταμ, συχνά στη μέση κάποιας ασυνάρτητης, έντρομης πρότασης. Συμβαίνει τόσο συχνά ώστε το παιδί έχει πάψει να αναστατώνεται αν το ξυπνήσω. Βέβαια, έχει πάρει τον πρακτικό χαρακτήρα του πατέρα του. Ευτυχώς πήρε και τη δική μου αίσθηση του χιούμορ.
Ανάβω το φως, κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βογκάω. Μαύροι κύκλοι έχουν σχηματιστεί κάτω από τα μάτια μου και είμαι σίγουρη πως το μακιγιάζ δεν πρόκειται να τους καλύψει. Όχι στο φως της ημέρας. Τέλεια. Υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως δεν έχει σημασία τι θα σκέφτεται για μένα ο άντρας από το μπαρ ή, αλλιώς, ο διάολε, είναι ο καινούργιος μου, παντρεμένος προϊστάμενος. Ευελπιστώ ότι θα αισθάνεται αρκούντως απαίσια ώστε να φροντίσει να με αποφεύγει όλη μέρα. Το στομάχι μου και πάλι δένεται κόμπος όμως, καθώς το κεφάλι μου πονάει από το υπερβολικά πολύ κρασί και τα υπερβολικά πολλά τσιγάρα. Σύνελθε, λέω στον εαυτό μου. Σε μια δυο μέρες όλα θα έχουν ξεχαστεί. Τράβα να κάνεις τη δουλειά σου.
Είναι μόλις τέσσερις το πρωί, πίνω λίγο νερό κι ύστερα σβήνω το φως και σέρνομαι πίσω στο κρεβάτι μου, ελπίζοντας πως θα καταφέρω να κλείσω λίγο τα μάτια μου μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι στις έξι. Αρνούμαι να θυμηθώ την αίσθηση των χειλιών του πάνω στα δικά μου και πόσο όμορφο ήταν, έστω και για λίγο, το να βιώνω εκείνο το θέριεμα του πάθους. Να αισθάνομαι εκείνη την επαφή με έναν άλλο άνθρωπο. Καρφώνω το βλέμμα μου στον τοίχο και σκέφτομαι να μετρήσω πρόβατα, όταν συνειδητοποιώ πως, κάτω από τον εκνευρισμό μου, αισθάνομαι και μια αναστάτωση που θα τον ξαναδώ. Τρίζω τα δόντια και αναθεματίζω την ηλιθιότητά μου. Εγώ δεν είμαι τέτοια γυναίκα.