Πίστη, θρησκεία, εκκλησία και κράτος
Αφορμή για τις σκέψεις που θα ακολουθήσουν είναι η συνεχώς αναζωπυρούμενη συζήτηση για τη σχέση μεταξύ εκκλησίας και κράτους, η οποία βέβαια δεν είναι ιδιαίτερο γνώρισμα της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, ούτε και φαινόμενο των καιρών μας, αλλά όμως έχει πάρει στον ελληνικό δημόσιο λόγο μια ιδιαίτερη μορφή που εμπεριέχει ένα μεγάλο ποσοστό αντιφάσεων.
Από τη μια μεριά τόσο η πολιτεία διά του συντάγματός της αλλά και η μη θρησκευτικά φανατισμένη πλειοψηφία των πολιτών ασπάζεται τη γενική αρχή ότι η ελευθερία της επιλογής των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η άσκηση θρησκευτικών πράξεων (εφόσον δεν περιέχουν στοιχεία κοινού ποινικού εγκλήματος) αποτελούν βασικό και αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα. Από την άλλη μεριά όμως επικρατεί σε ένα μεγάλο μέρος των πολιτών αλλά και των θεσμικών εκφραστών πολιτικών θέσεων, δηλαδή των πολιτικών κομμάτων και των εκπροσώπων τους, η άποψη ότι οι θεσμικοί εκφραστές των θρησκειών, δηλαδή οι εκκλησίες και οι ανάλογες οργανώσεις των μη χριστιανικών θρησκειών, πρέπει να αποβάλουν τον δημόσιο και πολιτικό χαρακτήρα τους και να θεωρούνται απλά ως «σύλλογοι» ατόμων με συγγενείς προσωπικές θρησκευτικές απόψεις. Ο γενικός τίτλος κάτω από τον οποίο διεξάγεται αυτός ο διάλογος είναι ο λεγόμενος «χωρισμός εκκλησίας και κράτους».
Το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών του χωρισμού είναι, όπως είπα, ότι η εκκλησία στον σύγχρονο φιλελεύθερο δυτικό κόσμο δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από μία ιδιωτική οργάνωση των πιστών, δηλαδή ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο θα μπορεί ή θα πρέπει για κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους να απολαμβάνει τα φορολογικά προνόμια μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης κοινωφελούς σκοπού, αλλά τίποτα περισσότερο, ιδιαίτερα δε δεν θα πρέπει να έχει κανένα δικαίωμα να ασκεί οποιουδήποτε είδους αστική νομοθετική ή διοικητική εξουσία, να συνεπιβάλλει την άποψή της στη νομοθεσία του κράτους και να χρηματοδοτείται κατευθείαν από τον κρατικό προϋπολογισμό όπως οι υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες. Οι αντίπαλοι του χωρισμού, στους οποίους ανήκει κατά τα φαινόμενα και η ίδια η εκκλησιαστική ιεραρχία (αυτό δεν είναι αυτονόητο), επιδιώκουν τη διατήρηση και ενίσχυση του status quo της εκκλησίας ως ημιαυτόνομης, αυτοδιοίκητης, από το κράτος χρηματοδοτούμενης αλλά οικονομικά μη υπόλογης στον δημόσιο έλεγχο δημόσιας Αρχής, και φέρουν ως κύριο επιχείρημα τη δήθεν συνταγματικά κατοχυρωμένη πρωτοκαθεδρία της «θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού» επικαλούμενοι το άρθρο 3 του συντάγματος και τον ιστορικό ρόλο που έπαιξε η εκκλησία στη διαμόρφωση και επιβίωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης και στη δόμηση και ανάπτυξη του νεοελληνικού κράτους.
Κατά τη γνώμη μου, και οι δύο πλευρές σφάλλουν: Οι υπέρμαχοι του χωρισμού δεν έχουν κατανοήσει ότι οι θεσμικοί εκφραστές των θρησκειών, δηλαδή οι χριστιανικές εκκλησίες και οι ανάλογες οργανώσεις άλλων θρησκειών, δεν μπορούν να είναι απλά κοινωφελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι δε αντίπαλοι του χωρισμού έχουν παρερμηνεύσει το άρθρο 3 του συντάγματος και επίσης δεν έχουν κατανοήσει όπως φαίνεται τη βαθιά σχέση που έχει αυτό το άρθρο με το άρθρο 13, το οποίο καθορίζει τη θέση της θρησκείας στην κοινωνία και το κράτος και ισχύει προφανώς και για την «επικρατούσα θρησκεία».
Αυτή η εσφαλμένη επιχειρηματολογία και των δύο πλευρών έχει βαθύτερα αίτια, τα οποία πηγάζουν από τη σύγχυση των εννοιών «πίστη» ή «θρησκευτική συνείδηση» (ο όρος που χρησιμοποιείται στο σύνταγμα), «θρησκεία» και «εκκλησία» ή, για να χρησιμοποιήσουμε πάλι τον συνταγματικό όρο, «οι λειτουργοί των θρησκειών», οι οποίες και από τις δύο πλευρές κατά τα φαινόμενα ταυτίζονται ή τουλάχιστον επικαλύπτονται κατά μεγάλο μέρος. Όμως το σύνταγμα διακρίνει καθαρά ανάμεσα σε αυτές τις τρεις διαστάσεις της θρησκευτικότητας. Για να καταλάβουμε το λάθος και των δυο πλευρών, θα πρέπει να αναλύσουμε αυτούς τους τρεις εντελώς διακριτούς όρους.
Η πίστη ή θρησκευτική συνείδηση είναι η άμεση και απόλυτα προσωπική σχέση ενός ανθρώπου με την υπερβατική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ως κάτι απόλυτα προσωπικό και συνδεδεμένο με τη φυσική ύπαρξη ενός ανθρώπου, η θρησκευτική συνείδηση είναι μία διανοητική κατάσταση που δεν μπορεί να ελεγχθεί και να χαλιναγωγηθεί άμεσα από την κρατική εξουσία ή οποιονδήποτε άλλο εξωτερικό παράγοντα, ατομικό ή συλλογικό. Η θρησκευτική συνείδηση, όπως και κάθε άλλη λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος, είναι ανεξάρτητη από οποιονδήποτε φυσικό εξαναγκασμό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η θρησκευτική συνείδηση δεν μπορεί να επηρεαστεί και να διαμορφωθεί, αλλά αυτή η επιρροή και η διαμόρφωση γίνονται μόνο μέσω της διανόησης και του λόγου, όχι όμως μέσω του νόμου και της φυσικής βίας.
Όμως, όπως κάθε διανοητική κατάσταση, έτσι και η προσωπική θρησκευτική συνείδηση μπορεί μέσω του ανθρώπινου λόγου να επικοινωνηθεί σε άλλους ανθρώπους και κάθε άνθρωπος μπορεί επικοινωνώντας με τους άλλους να προσαρμόσει τη δική του θρησκευτική συνείδηση στις συνειδήσεις των άλλων. Παρόλο λοιπόν που η θρησκευτική συνείδηση είναι κάτι αυστηρά προσωπικό, τόσο η διαμόρφωση όσο και η μεταβολή του περιεχομένου της υπόκεινται στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, οι προσωπικές συνειδήσεις των μελών μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ανθρώπων έχουν έναν κοινό πυρήνα, ο οποίος μπορεί ανάλογα με τις συνθήκες να περιβάλλεται από ένα ευρύτερο ή στενότερο πλαίσιο προσωπικών θρησκευτικών αντιλήψεων. Αυτόν τον κοινό πυρήνα θρησκευτικών απόψεων και δοξασιών ονομάζουμε θρησκεία. Σε αντίθεση με τη θρησκευτική συνείδηση, η θρησκεία είναι μία κοινωνική οντότητα, η πραγματικότητα της οποίας εξαρτάται μεν από την ύπαρξη ανθρώπων με κοινές θρησκευτικές αντιλήψεις, όμως υφίσταται ανεξάρτητα από την ύπαρξη συγκεκριμένων προσώπων. Ως κοινωνική οντότητα, η θρησκεία «επιζεί» από την εναλλαγή των γενεών και διά μέσου του ανθρώπινου λόγου διαμορφώνει τις θρησκευτικές συνειδήσεις των ανθρώπων που απαρτίζουν και συνεχίζουν μία κοινωνία. Η θρησκεία δεν έχει λοιπόν απλά τον χαρακτήρα ενός γεγονότος· έχει κατά κύριο λόγο μία κανονιστική φύση, γιατί περιέχει τα κριτήρια για την «ορθή» θρησκευτική συνείδηση ενός μέλους μιας κοινωνίας. Γι’ αυτό τον λόγο η θρησκεία εκφράζεται στον κοινωνικό χώρο ως λατρεία. Η λατρεία αποτελείται από το σύνολο των δημόσια, δηλαδή στον σε όλους προσβάσιμο χώρο, εκτελουμένων πράξεων, διά μέσου των οποίων τα μέλη μιας κοινωνίας εκφράζουν το κοινό περιεχόμενο των προσωπικών τους θρησκευτικών συνειδήσεων, δηλαδή της κοινής τους θρησκείας. Η θρησκεία και η με αυτή συνδεδεμένη λατρεία αποτελούν μέρος των ηθών και των εθίμων μιας κοινωνίας ανθρώπων.
Όμως ως έλλογα κοινωνικά όντα οι άνθρωποι διαμορφώνουν την κοινωνική τους ζωή στα πλαίσια ενός οργανωμένου καταμερισμού των απαραίτητων για την ανθρώπινη ζωή εργασιών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είναι απαιτούνται για την προστασία μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Μια κοινωνία με θεσμικά οργανωμένους μηχανισμούς συνοχής, προστασίας και σχεδιασμού της κοινωνικής της δομής είναι μία πολιτικά οργανωμένη κοινωνία, ένα κράτος. Ένα κράτος διαμορφώνει μία γενική ρυθμιστική δομή που καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων που το απαρτίζουν, αλλά και τις σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα και θεσμούς και ανάμεσα στους θεσμούς που συμπεριλαμβάνει. Αυτή η δομή απαρτίζει το σύστημα των νόμων ενός κράτους και τους μηχανισμούς δημιουργίας και επιβολής του, δηλαδή τις τρεις εξουσίες (νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική).
Είναι προφανές ότι σε μια κρατικά οργανωμένη κοινωνία τόσο η θρησκεία όσο και η λατρεία υπόκεινται σε έλεγχο και σε διαμόρφωση μέσω της κρατικής δομής. Η ιστορική εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στο κράτος και τη θρησκεία/λατρεία άρχισε με μια κατάσταση στην οποία η θρησκεία και η λατρεία ήταν μέρος της κρατικής δομής και της λειτουργίας της, όπως π.χ. στις ιεροκρατίες των Αιγυπτίων και των Βαβυλωνίων. Σε αυτή τη φάση δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην παράβαση κρατικών και θρησκευτικών εντολών. Το περιεχόμενο της θρησκείας είναι ταυτόσημο με τον νόμο και κάθε παράβαση είναι ταυτόχρονα και ιεροσυλία. Ήδη όμως από την εποχή του Χαμουραμπί αρχίζει να διαφοροποιείται η κρατική από τη θρησκευτική «νομοθεσία», κάτι που οδηγεί σε έναν πρώτο θεσμικό διαχωρισμό κράτους και θρησκείας. Στην πρώιμη κλασική εποχή αυτός ο διαχωρισμός έχει ήδη λάβει και θεσμική μορφή, με το σύστημα των ναών, ιερών και μαντείων που βρίσκονται διεσπαρμένα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο να έχει πάρει τον έλεγχο της θρησκείας και τη λατρείας. Όμως αυτός ο έλεγχος είναι ακόμα τοπικός, περιστασιακός και περιορίζεται κυρίως στη διαμόρφωση της λατρείας και στη συμβατικοποίησή της με τα υπόλοιπα ήθη και έθιμα των κοινωνιών.
Η επόμενη φάση αναδύεται αρχικά στο κράτος του Ισραήλ μετά την έξοδο από την Αίγυπτο και την τεσσαρακονταετή περιπλάνηση των Εβραίων στη έρημο. Στο κράτος των βιβλικών Εβραίων ο θεσμικός έλεγχος της θρησκείας οργανώνεται κεντρικά και παράλληλα με την κεντρική οργάνωση της κρατικής εξουσίας. Έκφραση αυτής της νέας σχέσης είναι το γεγονός ότι υπάρχει μόνο ένας Ναός στην πρωτεύουσα και ένας αρχιερέας, ο οποίος προΐσταται μιας κλειστής κάστας ιερέων, κύρια αποστολή των οποίων είναι να μεταφέρουν τις εντολές του Θεού στην κοσμική ηγεσία και να τις ερμηνεύουν, όπως και να ελέγχουν την ορθή εκτέλεση των λατρευτικών τύπων. Η εφαρμογή των Θείων εντολών σε πρακτική πολιτική είναι όμως αποκλειστική αρμοδιότητα του κοσμικού ηγέτη. Ένα παρόμοιο σύστημα κεντρικής πολιτικής και θρησκευτικής δυαρχίας αναπτύχτηκε αργότερα και στη Ρώμη, όμως μετά την οριστική κατάλυση της δημοκρατίας από τον Αύγουστο ο αυτοκράτωρ συγκεντρώνει στο πρόσωπό του και την ανώτατη θρησκευτική εξουσία παίρνοντας τον τίτλο του Μεγάλου Ποντίφικα, χωρίς όμως να επαναταυτιστεί η πολιτική και η θρησκευτική διοίκηση του κράτους. Η νέα σχέση μεταξύ θρησκείας και κράτους επιτρέπει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς ανεξιθρησκίας επάνω στη βάση της αναγνώρισης από κάθε επίσημη θρησκεία στο πρόσωπο του αυτοκράτορα του τύποις ανώτατου θρησκευτικού αρχηγού της, αργότερα μάλιστα και ως θεότητας. Αυτή η εξέλιξη προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση τόσο του αυστηρά μονοθεϊστικού Ιουδαϊσμού όσο και του αναπτυσσόμενου Χριστιανισμού και οδήγησε σε μια σειρά πολεμικών αντιπαραθέσεων και διωγμών, που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα από τη μια μεριά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, του Ναού των Εβραίων και τον εκτοπισμό τους από τα πάτρια εδάφη, και από την άλλη στην τελική επικράτηση του Χριστιανισμού ως κρατικής θρησκείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Και οι δύο εξελίξεις έχουν να κάνουν με μία καινοτομία, την οποία εισήγαγε ο Χριστιανισμός αλλά όχι ο Ιουδαϊσμός. Η καινοτομία αυτή είναι διπλή: Πρώτον, ο Χριστιανισμός ανοίγει τον μεταρρυθμισμένο Ιουδαϊσμό σε μη Εβραίους, βρίσκοντας μεγάλη απήχηση στους ηθικά αποπροσανατολισμένους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στα στρώματα εκείνα που είναι αποκλεισμένα από τον ηδονιστικό τρόπο ζωής της ύστερης αυτοκρατορίας — αλλά και σε μια αρκετά μεγάλη μερίδα διανοούμενων και πατρικίων. Δεύτερον, ο Χριστιανισμός είναι η πρώτη θρησκεία που αποκτά πολύ γρήγορα τη μορφή μιας πολιτικής οργάνωσης ανεξάρτητης τόσο από επιμέρους τοποθεσίες, όσο και από την οργανωτική δομή του κράτους. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με όλες τις μέχρι τότε γνωστές θρησκείες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Χριστιανισμός δεν είναι οργανωμένος ως σύστημα τόπων λατρείας, αλλά ως σύστημα ομάδων λατρείας. Ο τόπος λατρείας, o ναός, υφίσταται μεν, αλλά έχει δευτερεύουσα σημασία. Αυτό το σύστημα ομάδων λατρείας οργανώνεται πολιτικά με τη μορφή της Χριστιανικής εκκλησίας. Η μεγάλη καινοτομία του Χριστιανισμού έγκειται δηλαδή στο γεγονός ότι δημιουργεί μια ιεραρχικά δομημένη διοίκηση, η επιφορτισμένη τόσο με τον έλεγχο του τύπου της λατρείας, όσο και με τον έλεγχο και τον καθορισμό του περιεχομένου της θρησκείας. Η διοίκηση αυτή δεν είναι ούτε εθιμική και κληρονομική, όπως στους Ιουδαίους, ούτε διορίζεται από την κρατική κοσμική εξουσία. Η διοίκηση εκλέγεται από το σύνολο των πιστών, από τις ομάδες λατρείας. Η ιεραρχική δομή του Χριστιανισμού είναι με άλλα λόγια βασισμένη επάνω σε έναν καταστατικό χάρτη που καθορίζει τη σχέση ανάμεσα σε πιστούς και ιερείς. Αυτή η σχέση έχει επιζήσει από όλες τις ιστορικές μεταλλάξεις του Χριστιανισμού και είναι ορατή ακόμα και στην πιο «μοναρχιστική» εκδοχή του, τον Παπικό Καθολικισμό. Η αυτόνομη πολιτική οργάνωση του Χριστιανισμού ως εκκλησίας είναι τόσο βαθιά συνδεδεμένη με τη φύση του, ώστε αποτελεί και μέρος της ειδοποιού διαφοράς που τον χωρίζει από τις άλλες δυο μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον νεότερο Ιουδαϊσμό (που αναπτύχτηκε μετά την καταστροφή του Ναού και τον εκτοπισμό των Εβραίων από τη Γαλιλαία) και το Ισλάμ.
Με την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επίσημης, και αργότερα ως μοναδικής, θρησκείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανακύπτει το μέχρι τότε άγνωστο πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ δύο πολιτικά οργανωμένων κοινωνικών οντοτήτων, του κράτους και της εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Άγιος Αυγουστίνος χαρακτηρίζει τον επουράνιο κόσμο ως «Πολιτεία του Θεού» (civitas Dei) και την αντιπαραθέτει με την «επίγεια πολιτεία» (civitas terranea) της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, θέτοντας τη δεύτερη στην υπηρεσία της πρώτης. Η ιστορική εξέλιξη αυτής της σχέσης δεν ήταν ούτε ευθύγραμμη, ούτε πάντα ειρηνική, όμως το αργότερο με την επικράτηση των ιδεών του Thomas Hobbes υπερίσχυσε η αρχή του λεγόμενου «καισαροπαπισμού», δηλαδή η αρχή ότι η εκκλησία αποτελεί αυτοδιοίκητη πολιτική οντότητα μέσα στους κόλπους όμως του κοσμικού κράτους, το οποίο και ασκεί την εποπτεία επάνω στις κοσμικές λειτουργίες και στις δομές της. Ο Hobbes εκπροσωπούσε μια ριζοσπαστική εκδοχή του καισαροπαπισμού, που απαιτούσε να έχει η κοσμική εξουσία όχι μόνο τον εποπτεία της εκκλησίας αλλά και το απόλυτο δικαίωμα να καθορίζει την επιμέρους δομή της και να την ενσωματώνει εντελώς στη δομή της κρατικής εξουσίας. Κατά τον Hobbes, η εκκλησία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία αρχή του κράτους, παντελώς υποταγμένη στη θέληση του Λεβιάθαν.
Στη σημερινή εποχή η ριζοσπαστική άποψη του Hobbes έχει αντικατασταθεί από μια πιο ανεκτική και μετριοπαθή στάση του κράτους απέναντι στις διάφορες εκκλησιαστικές οργανώσεις, κάτι που είναι συνέπεια των εμπειριών του τριακονταετούς πολέμου και άλλων θρησκευτικών συρράξεων στην Ευρώπη. Όμως η αρχή της πολιτικής υποταγής στης εκκλησίας (ή των εκκλησιών) στον νόμο του κράτους παραμένει εν ισχύι και είναι η επικρατούσα σε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη, με μόνες εξαιρέσεις ίσως τη Γερμανία και την Ελβετία, όπου κράτος και εκκλησίες υπό μίαν άποψη «συνδιοικούν» (υπό την έννοια ότι το κράτος δεν αναμιγνύεται στις υποθέσεις της εκκλησίας και η εκκλησία στις υποθέσεις του κράτους, και το κράτος αναγνωρίζει σε ορισμένες περιπτώσεις την υπερίσχυση του εκκλησιαστικού δικαίου απέναντι στο κοσμικό δίκαιο — το γεγονός ότι στη Γερμανία το κράτος υποστηρίζει εκτελεστικά τις εκκλησίες εισπράττοντας για λογαριασμό τους τον λεγόμενο «εκκλησιαστικό φόρο» είναι μια πονεμένη ιστορία που δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ).
Το ισχύον ελληνικό σύνταγμα ακολουθεί σε γενικές γραμμές την επικρατούσα ευρωπαϊκή άποψη που βασίζεται στην αρχή του καισαροπαπισμού. Το άρθρο 13 του συντάγματος θέτει όλες τις «γνωστές θρησκείες και τους λειτουργούς τους» υπό την εποπτεία της πολιτείας και τους αναθέτει τις «ίδιες υποχρεώσεις» με αυτές που ισχύουν για τους λειτουργούς της «επικρατούσας θρησκείας». Από αυτή τη στάση της πολιτείας απέναντι σε όλες τις θρησκείες και τις πολιτικές οργανώσεις τους γίνεται φανερό ότι η αναφορά στη «θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού» ως «επικρατούσας» στο άρθρο 3 δεν έχει κανέναν ρυθμιστικό χαρακτήρα, διότι και γι’ αυτήν ισχύει η γενική απαγόρευση του προσηλυτισμού του άρθρου 13. Ο χαρακτηρισμός «επικρατούσα» μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως έκφραση αναγνώρισης τιμής ένεκεν, ενώ οι υπόλοιπες παράγραφοι αυτού του άρθρου δεσμεύουν κατά κύριο λόγο την εκκλησία και όχι την πολιτεία.
Είναι φρόνιμο να εγκαταλειφθεί η αρχή του καισαροπαπισμού σε μια μελλοντική αναθεώρηση του ελληνικού συντάγματος; Κατά την γνώμη μου κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό γιατί θα καθιστούσε την εκκλησία (και μαζί με αυτήν όλες τις άλλες πολιτικές οργανώσεις των υπολοίπων θρησκειών) συνάρχοντα του κράτους. Και αυτό γιατί, όπως είδαμε, λόγω του απόλυτα κοινωνικού χαρακτήρα της θρησκείας (και όχι της θρησκευτικής συνείδησης), η φύση της εκκλησίας είναι πολιτική. Η εκκλησία δεν είναι ένας απλός σύλλογος ομοϊδεατών, ούτε μια απλή πολιτιστική οργάνωση. Η αυτονόμησή της στα πλαίσια του λεγόμενου «χωρισμού εκκλησίας και κράτους» θα την καθιστούσε μια ανεξέλεγκτη πολιτική δύναμη, με δικό της δίκαιο και δικό της εκτελεστικό μηχανισμό και θα ανάγκαζε το κοσμικό κράτος να συνάψει μαζί της μία «υπερκρατική» συνθήκη κατά το πρότυπο των κονκορδάτων με την Καθολική εκκλησία. Μία θεσμικά ανεξάρτητη εκκλησία θα ήταν σε θέση, επικαλούμενη τις εγγυήσεις του συντάγματος, να κηρύττει ιδέες αντίθετες στο ίδιο το σύνταγμα. Ήδη η πολιτεία, αρνούμενη να ασκήσει σοβαρά τον εποπτικό της ρόλο, επιτρέπει στην εκκλησία να αναμιγνύεται στον κοσμικό πολιτικό διάλογο και να προσπαθεί να ασκήσει άμεση επιρροή. Ας αναλογιστούμε τι θα γίνει εάν η πολιτεία δεν έχει πλέον καμία εποπτική εξουσία επάνω στην εκκλησία. Το ότι ο χωρισμός λειτουργεί σε μερικά κράτη οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι εκεί υπάρχουν πολλές εκκλησίες με ίση σχεδόν εκπροσώπηση στον πληθυσμό και ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν είναι εκκλησιαστικά δεσμευμένο — κάτι που δεν ισχύει για την Ελλάδα.
Ας μην ακούσουμε λοιπόν τις σειρήνες του δήθεν μοντερνισμού, που στην πραγματικότητα είναι προπομποί ενός αόρατου σκοταδισμού. Η εκκλησία όχι μόνο πρέπει να μείνει κάτω από την άμεση εποπτεία του κράτους, αλλά και πρέπει να επαναπροσανατολιστεί από αυτό στην κύρια αποστολή της: την πνευματική υποστήριξη των ανθρώπων σύμφωνα με τις αρχές τής βαθιά ανθρωπιστικής θρησκείας που εκπροσωπεί.