Πίτα στο τηγάνι

L
Σταύρος Ασθενίδης

Πίτα στο τηγάνι

Έλα, καλώς τον, πέρνα μέσα, βρεγμένος είσαι; Άσχημος καιρός. Τρέμεις σύγκορμος. Νά, κάτσε εδώ στο ντιβάνι, δίπλα στην κουκουνάρα. Πεινάς; Να σου φτιάξω κάτι πρόχειρο; Από τότε που πέθανε κι ο παππούς σου δεν πολυμαγειρεύω, το ξέρεις, αλλά κάτι θα βρούμε να κάνουμε. Α, νά. Έχω φύλλο, να σου φτιάξω μια πίτα στο τηγάνι; Έτοιμο είναι, του ψυγείου, καλά τα φτιάχνουν τώρα, εγώ δεν μπορώ πια να ζυμώσω, πονάνε τα χέρια μου, τα πόζια μου, όλα, πέρασαν τα χρόνια, πού είναι που φτιάχναμε ψωμιά, πίτες, τραχανάδες… Τι θυμήθηκα τώρα, κάτσε ν’ ανάψω το γκάζι και θα σου πω, να κάψει λίγο το τηγάνι, θα βάλω και λίγο βούτυρο και μετά το φύλλο, έτσι, τσαλακωμένο, που λες, απ’ όλα φτιάχναμε, γεμάτο ήταν το σπίτι, γεμάτο από γεννήματα, όπως τότε που μας διώξανε, τότε, που ήρθε ο στρατός, πόλεμος ήταν, στρατός από δω, αντάρτες από κει, και μας είπαν πρέπει να φύγετε, το χωριό θ’ αδειάσει, πάρτε ό,τι μπορείτε να κουβαλήσετε, α στάσου να βρέξω λίγο το φύλλο με το βούτυρο να μαλακώσει, θα σπάσω και φέτα από πάνω, πιπεράτη είναι, μου την είχε φέρει η θεία σου, θα βάλω κι ένα ακόμη φύλλο από πάνω, λίγο να πάρει το κάτω, και θα τη φέρω τούμπα στο τηγάνι, και που λες πήραμε ό,τι μπορέσαμε, τι μπορέσαμε δηλαδή, κάτι κουβέρτες και λίγα ρούχα, κρύο έκανε και κάτι για το δρόμο να φάμε, πίτα, καλή ώρα, και έβρεχε, η μάνα σου κουβάλαγε στους ώμους την αδερφή της, τη θεια σου, μωρό ήταν, σ’ τα ’χει πει αυτά; Κάτσε να τη γυρίσω αυτήν, λίγο βούτυρο ακόμη, έτσι, τώρα θα χαμηλώσω τη φωτιά, να ’ρθει να λιώσει η φέτα. Νύχτα φτάσαμε στο ποτάμι, εκεί πριν τα Γιάννενα ήταν, φουσκωμένο, με βάρκες μάς περάσανε απέναντι, πώς δεν πνιγήκαμε, μούσκεμα από πάνω έως κάτω. Έτοιμη η πίτα. Μετά από λίγο καιρό φύγαμε κι από τα Γιάννενα, φτάσαμε στην Αθήνα, μας πετάξανε. Ποτέ δεν γυρίσαμε. Κάτσε να φας να στυλωθείς, κι όταν στεγνώσεις και ξυπνήσεις και φύγει το όνειρο και σηκωθείς, μου λέει εδώ η μάνα σου, φτιάξε μια πίτα και πήγαινέ τη. Πήγαινέ τη. Στους ανθρώπους αυτούς που έρχονται από μακριά. Γιατί, είτε ποτάμι είναι που περνάς, είτε θάλασσα, το νερό της προσφυγιάς δεν στεγνώνει εύκολα.

 (Στη γιαγιά την Πηνελόπη).                              

[ Εικονογράφηση: Diego Rivera, Γυναίκα που ανοίγει φύλλο (1924) ].