Το πνεύμα της γιορτής

L
Αλέξανδρος Μίχας

Το πνεύμα της γιορτής

Πάλι θα στολίσουμε; Πάλι θα τη βγάλουμε με το «Last Christmas»; Πάλι τα ίδια; Αυτά είναι για τα παιδιά, γι’ αυτούς που δεν έχουν άλλες έγνοιες, γι’ αυτούς που τους παρασύρει το ρεύμα της μαζικότητας. Εξάλλου, δεν χρειάζεσαι δέντρο, ούτε χαζοτράγουδα, ούτε τραπέζια-υπερπαραγωγή για να νιώσεις την κατάνυξη των Χριστουγέννων, όλα τα έχουν εντάξει στο καταναλωτικό πρότυπο.

Ελάτε, ας το παραδεχτούμε: Όλοι κάποια στιγμή (ή κάθε χρόνο) έχουμε επιφυλάξει για τον εαυτό μας τον ρόλο του Σκρουτζ στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», αυτού που καταπιέζεται από το τελετουργικό χαράς των Χριστουγέννων. Πρέπει να δείξουμε ότι μεγαλώσαμε, ότι σοβαρευτήκαμε, ότι έχουμε άποψη ή, έστω, άλλες δουλειές να κάνουμε. Υπάρχουν, άλλωστε, τόσο ωραίες μελαγχολικές τραγουδάρες στο πνεύμα των ημερών, τι τον θες τον George Michael πια, βάλε το «Christmas card from a hooker in Minneapolis» του Tom Waits και άσε τους άλλους να χαίρονται.

Μόνο που το βιβλίο του Ντίκενς δεν έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν ένα ωραίο παραμύθι, αλλά γιατί είπε την αλήθεια – έστω, τη μισή: Ότι μπορείς να δυσανασχετείς με τα Χριστούγεννα μόνο όσο έχεις τη δυνατότητα να τα γιορτάσεις με την καρδιά σου· ότι μπορείς να είσαι μίζερος μόνο όταν γύρω σου υπάρχει μια χαρά στην οποία μπορείς ανά πάσα στιγμή να βουτήξεις.

Και ποια είναι η μισή αλήθεια που είπε ο Ντίκενς; Η μισή αλήθεια είναι ότι η συνείδηση της ματαιότητας να μη γιορτάζεις μαζί με όλο τον πλανήτη μπορεί να επέλθει με ένα όραμα, με την επίσκεψη τριών πνευμάτων στον ύπνο σου. Στα χρόνια του Ντίκενς ίσως αρκούσε· τώρα δεν έχουμε χρόνο για τέτοια. Μέχρι να ντυθεί το πνεύμα πραγματικότητα και να μας δείξει την αλήθεια. Γιατί με ένα πένθος, μια μετακόμιση και μια καινούργια δουλειά, έχοντας μόλις πατήσει ανεπιστρεπτί το κατώφλι της τέταρτης δεκαετίας της ζωής σου, δεν στολίζεις, δεν ετοιμάζεις πολλά, δεν προγραμματίζεις να κάνεις τίποτα σπουδαίο. Ώσπου, αν ήσουν καλό (ή πολύ κακό) παιδί, μπορεί να σε βρει ένα πνεύμα σαν μετεξέλιξη αυτών του Ντίκενς

Τότε η σκηνή αλλάζει και βρίσκεσαι στις Βρυξέλλες το τελευταίο βράδυ του Νοεμβρίου, με ακατάλληλα ρούχα μέσα σε μια χιονοθύελλα. Από το βάθος ακούς μουσική να παίζει δυνατά, προς τα εκεί που σε πάνε τα βήματά σου – δεν ξέρεις πού πας κιόλας. Ώσπου το στενό σαν σε όνειρο σε οδηγεί στην Grand Place, στο κέντρο της οποίας έχει στηθεί ένα υπέροχο έλατο και πιο δίπλα μια τεράστια φάτνη· χιλιάδες φώτα έχουν τοποθετηθεί στα αετώματα των μπαρόκ κτιρίων, αλλάζοντας χρώματα διαρκώς, σαν μια υπαίθρια ντισκοτέκ· και από τα αόρατα μεγάφωνα, λες και πέφτουν μαζί με τις νιφάδες από τον ουρανό, κατεβαίνουν και στροβιλίζονται, ανάμεσα στους επισκέπτες κάθε φυλής, τα νέα χριστουγεννιάτικα τραγούδια της Sia· και ξαφνικά, εσύ που δεν ήθελες πολλά, αρχίζεις να κινείσαι στον (όχι σπουδαίο, αλλά ποιος νοιάζεται;) ρυθμό ενός πολύχρωμου πλήθους, τραβάς βίντεο για να τα στείλεις στους φίλους σου, γιορτάζεις την προσμονή των Χριστουγέννων σαν παιδί την τελευταία μέρα στο σχολείο πριν από τις χειμερινές διακοπές.

Τη μεθεπόμενη μέρα θα ξυπνήσεις ξανά στην γκρίζα Αθήνα, στην καθημερινότητα των πραγματικών προβλημάτων και των θεόρατων μπελάδων. Έχει αλλάξει κάτι πραγματικά; Όχι. Έχεις, όμως, αλλάξει εσύ: έχεις δει με τα μάτια σου ότι η χαρά δεν είναι παιδική, αλλά ανθρώπινη κατάσταση. Κι ας ξέρεις ότι φέτος αντικειμενικά δεν είσαι για πολλά, γιατί έτσι είναι η ζωή· υπόσχεσαι ότι θα γιορτάσεις όσο μπορείς και ότι του χρόνου θα βάλεις τα δυνατά σου για τη μεγάλη γιορτή. Αρκεί να είσαι γερός εσύ και οι δικοί σου άνθρωποι.

Πάλι θα στολίσουμε; Ναι, πάλι. Πάλι George Michael; Ναι, ξανά και ξανά, στο repeat. Πάλι τα ίδια; Ναι, και περισσότερο από πριν. Γιατί η αλλαγή της χρονιάς πρέπει να γίνει χαρούμενα. Το χρωστάς σε αυτούς που όχι από επιλογή, αλλά εκ των πραγμάτων θα περάσουν πιο βουβά αυτές τις μέρες. Έχεις κάπου 350 μέρες να είσαι ο μελαγχολικός ψαγμένος της υπόθεσης· μη φοβάσαι, όλοι γύρω σου έχουν πιει αρκετά για να μη θυμούνται ότι για δυο βδομάδες βούτηξες στην ελαφρότητα – και κάποιοι λίγοι που δεν έχουν πιει αρκετά, θα καταλάβουν τι χάνουν, πού θα πάει.

Και του χρόνου.