Ποίηση: Οδηγίες Χρήσεως [ 1 ]

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Ποίηση: Οδηγίες Χρήσεως [ 1 ]

Τ. Σ. Έλιοτ, «Οι φωνές της ποίησης», μτφρ. Άρης Μπερλής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013· Έζρα Πάουντ, «Ποιητική τέχνη», μτφρ. Ελένη Πιπίνη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016.

 

Ο τόμος «Οι φωνές της ποίησης» με τα οκτώ δοκίμια του Τ. Σ. Έλιοτ είναι ο τρίτος στη σειρά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης «Οι ποιητές μιλούν για την ποίηση», διευθυντής της οποίας είναι ο Νάσος Βαγενάς. Είχε προηγηθεί η συλλογή δοκιμίων του Χόρχε Λουίς Μπόρχες «Η τέχνη του στίχου» και εκείνη του Γ. Χ. Ώντεν με τον τίτλο «Ο ποιητής και η πολιτεία». Η έκδοση ωστόσο των δοκιμίων του Έλιοτ διαφέρει από αυτή των δύο άλλων ποιητών, καθώς τα δοκίμιά του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα ελληνικά περισσότερες από μία φορά στο παρελθόν, με πιο πρόσφατη και ολοκληρωμένη —αλλά ιδεολογικά προσανατολισμένη— την επιλογή του Στέφανου Μπεκατώρου «Δεν είναι η ποίηση που προέχει» στις εκδόσεις Πατάκη, και είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Αυτό που πρυτανεύει, καθώς φαίνεται, στο σκεπτικό των εξαιρετικών Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης δεν είναι μόνο η γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με άγνωστες ενδεχομένως πτυχές του έργου σημαντικών ποιητών, αλλά η δημιουργία μιας πλήρους σειράς κειμένων για την ποίηση γραμμένων από τους σημαντικότερους ξένους ποιητές· ο Έλιοτ λοιπόν δεν θα μπορούσε να λείπει, όσο γνωστός μας κι αν (πιστεύουμε ότι) είναι.

Τολμώ ωστόσο να πω πως η επιλογή από το ελιοτικό κριτικό έργο που έκαναν ο Νάσος Βαγενάς και ο Άρης Μπερλής (ο οποίος υπογράφει τη μετάφραση) είναι η καλύτερη που έχουμε δει μέχρι σήμερα. Παρουσιάζονται οκτώ όλα κι όλα δοκίμια, σε 250 σελίδες, που είχαν δημοσιευτεί από τον Έλιοτ σε περιοδικά ή είχαν δοθεί ως διαλέξεις στο μάκρος τεσσάρων δεκαετιών, από το 1917 έως το 1961, τα οποία εξηγούν, αναλύουν, σχολιάζουν, θέτουν ερωτήσεις και δοκιμάζουν απαντήσεις σχετικά με τη λειτουργία της ποίησης, της λογοτεχνίας και της κριτικής που παραμένουν πάντα γόνιμες, ζωτικές και ενεργές. Δυο-τρεις χαρακτηριστικοί τίτλοι: «Τι είναι κλασικό;», «Τι είναι η ελάσσων ποίηση;», «Οι τρεις φωνές της ποίησης». Ο Έλιοτ συζητά επίσης για τον ελεύθερο στίχο και τη μουσική της ποίησης, για τον Άμλετ, για τη σχέση θρησκείας και λογοτεχνίας και για τη λογοτεχνική κριτική, σε ένα εξαιρετικά σημαντικό δοκίμιο στο οποίο προσπαθεί να διασαφηνίσει τη λειτουργία, τη χρησιμότητα και τα είδη της κριτικής και να τοποθετήσει και τον εαυτό του ως κριτικό στη σωστή θέση. Ίσως το μόνο σημαντικό δοκίμιο που απουσιάζει από αυτή την εξαιρετική επιλογή είναι η «Παράδοση και το ατομικό τάλαντο», το οποίο όμως είναι ευτυχώς εύκολο να βρεθεί από τον Έλληνα αναγνώστη.

Το έργο του Τ. Σ. Έλιοτ υπήρξε τρίκλωνο, καθώς το χαρακτήριζε ο Σεφέρης, ποιητικό, κριτικό/θεωρητικό και θεατρικό. Πρώτα απ’ όλα βέβαια υπήρξε ποιητής και είναι γι’ αυτό κυρίως που διαβάζουμε και το υπόλοιπο δημιουργικό του έργο. Τα κριτικά του δοκίμια ωστόσο, όσα παρουσιάζονται εδώ και τα δεκάδες ακόμα που σε όλη του τη ζωή δημοσίευσε, έχουν και αυτοτελή αξία. Ν’α σε ποια κατηγορία τοποθετείται ο ίδιος:

Και τελικά φτάνουμε στον κριτικό που η κριτική του μπορούμε να πούμε ότι είναι παραπροϊόν της δημιουργικής του δράσης. Και, συγκεκριμένα, φτάνουμε στον κριτικό που είναι επίσης ποιητής. Να πούμε «ο ποιητής που έχει γράψει και λογοτεχνική κριτική». Προϋπόθεση για να ενταχθεί κανείς σε αυτήν την κατηγορία είναι, πρώτον, να είναι γνωστός κυρίως για την ποίησή του και, δεύτερον, το κριτικό του έργο να έχει αυτοτελή αξία, όχι απλώς επειδή ρίχνει φως στην ποίηση του συγγραφέα του.

Σήμερα που το ποιητικό έργο του Έλιοτ έχει δεχτεί φως και κάθε λογής ερμηνείες και, συνεπώς, δεν έχει πια ανάγκη από την κριτική συνηγορία του δημιουργού του, τα δοκίμιά του διαβάζονται αυτοτελώς και, παρά τις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει, διατηρούν ακέραια τη σημασία τους. Γιατί με τον Έλιοτ ισχύει το εξής παράδοξο, που δεν είναι ωστόσο άσχετο με την αντοχή του στον χρόνο: ως ποιητής και κριτικός υπήρξε πρωτεργάτης του μοντερνισμού, του λογοτεχνικού ρεύματος που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα και, στην ουσία, προετοίμασε τον δρόμο για τον μεταμοντερνισμό που ακολούθησε· αλλά, ως στοχαστής και θεωρητικός, χαρακτηρίζεται κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά συντηρητικός. Το αποτέλεσμα αυτού του παράδοξου συγκερασμού είναι ότι οι κρίσεις του, για την ποίηση κυρίως, δεν έχουν χάσει στο παραμικρό την οξυδέρκεια και τη δραστικότητά τους: σε κάθε αποστροφή του Έλιοτ αναγνωρίζει ο σημερινός αναγνώστης τη σοφία του έμπειρου τεχνίτη που δεν ξεπερνιέται από τον καιρό και τον βαθύ ανθρωπισμό του ενεργού πνευματικού ανθρώπου. «Η λογοτεχνική κριτική», σημειώνει ο ίδιος, «θα έπρεπε να ολοκληρώνεται με κριτική που ασκείται από μια συγκεκριμένη ηθική και θεολογική σκοπιά». Αυτή η διπλή κίνηση είναι που δίνει αξία και διάρκεια στο κριτικό έργο του Τ. Σ. Έλιοτ.

* * *

Το 1915, στα τριάντα του χρόνια και με τρεις-τέσσερις ποιητικές συλλογές ήδη στο ενεργητικό του, συνέλαβε την ιδέα και ξεκίνησε να συνθέτει το πιο φιλόδοξο ποιητικό έργο του 20ού αιώνα (από όσα ξέρουμε τουλάχιστον, καθώς οι φιλοδοξίες των ποιητών δεν φαίνεται να γνωρίζουν όρια): ένα σύγχρονο έπος «πραγματικά ΕΚΤΕΝΕΣ, ατελείωτο, λεβιαθανικό», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος, με το οποίο ασχολήθηκε επί πέντε σχεδόν δεκαετίες, επενδύοντας σε αυτό όλη του την ποιητική ενέργεια — για να καταλήξει στα τελευταία χρόνια της ζωής του να το θεωρεί μια μεγάλη αποτυχία ή, έστω, μια τσαπατσουλιά, σύμφωνα με άλλον δικό του χαρακτηρισμό. Νομίζω πως, αν υπάρχει ένας ποιητής τον οποίο μπορεί κανείς να διαβάζει μια ζωή ολόκληρη χωρίς στο τέλος να καταλήξει αν πρόκειται για μεγάλο ποιητή ή όχι, αυτός θα είναι ο Έζρα Πάουντ. Γιατί ο Πάουντ είναι πιθανότατα ο ποιητής για τον οποίο κατεξοχήν εκφέρονται θετικές ή αρνητικές κρίσεις από αναγνώστες που δεν έχουν διαβάσει το έργο του: ο καθένας έχει κάτι να πει για τα «Κάντο» και συχνά δεν πέφτει έξω, ακόμα κι αν, στην πραγματικότητα, το μόνο που έχει διαβάσει από αυτά είναι εκείνο το «With Usura» και ορισμένα αποσπάσματα από τα τελευταία, σπαρακτικά και περισσότερο ευανάγνωστα, Κάντο.

Είτε πάντως συμφωνήσει κανείς με τον ίδιο τον Πάουντ, και χαρακτηρίσει αποτυχημένο το έργο ζωής του Αμερικανού ποιητή, είτε συμφωνήσει με τον Έλιοτ που τον ονόμασε «τον μεγαλύτερο τεχνίτη» της μητρικής τους γλώσσας, δανειζόμενος ένα στίχο του Δάντη, οφείλει να παραδεχτεί πως είναι ο πιο κατάλληλος για να μας πει δυο-τρία πράγματα για την ποίηση. Η τρομακτική ευρυμάθεια και γλωσσομάθειά του, η φιλοδοξία της σύλληψης και το μέγεθος του εγχειρήματός του, η επιμονή και η προσήλωση στην κατασκευή του, η μαχητικότητα και η διδακτική διάθεση του λόγου του, η πρωτοτυπία πολλών απόψεών του, η συναναστροφή του με ορισμένους από τους σημαντικότερους ποιητές της εποχής του, συνιστούν εξαιρετικά δομικά υλικά τόσο για την άσκηση κριτικής σε επιμέρους όψεις του ποιητικού φαινομένου όσο και για τη σύνθεση μιας συνολικής υπεράσπισης της ποίησης.

Ο τόμος δοκιμίων του Έζρα Πάουντ με τον τίτλο «Ποιητική τέχνη», τέταρτος στη σειρά «Οι ποιητές μιλούν για την ποίηση» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο περιλαμβάνει το εκτενές «Αλφαβητάριο της ανάγνωσης», ενώ το δεύτερο έντεκα διαφορετικά δοκίμια για την ποίηση και για συγκεκριμένους ποιητές, στο ακριβές περιεχόμενο των οποίων δεν χρειάζεται να επιμείνουμε, καθώς το ενδιαφέρον τους για τον σημερινό αναγνώστη δεν βρίσκεται στην προ εκατονταετίας διατυπωμένη κρίση του Πάουντ για τον Τζόυς, φέρ’ ειπείν, αλλά στις διάσπαρτες απόψεις και θέσεις του συγγραφέα για την ποίηση και τη λογοτεχνία. Οι τίτλοι τους αρκούν για έναν πρώτο προσανατολισμό: «Ο σοβαρός καλλιτέχνης», «Η αποστολή του δασκάλου», «Η παράδοση», «Η Αναγέννηση», «Ειρωνεία, Λαφόργκ, σάτιρα», «Το σκληρό και το μαλακό στη γαλλική ποίηση», «Ο Σουίνμπερν και οι βιογράφοι του», «Ο ύστερος Γέητς», «Οδυσσέας», «Τζόυς», «Τ. Σ. Έλιοτ».

Ο πεζός λόγος του Πάουντ χαρακτηρίζεται συχνά, όπως και η ποίησή του, από αποσπασματικότητα και παρατακτική ανάπτυξη των επιχειρημάτων, καθώς η μία θέση ή ανάλυση ακολουθεί την άλλη χωρίς να συνδέονται υποχρεωτικά και στενά μεταξύ τους, δημιουργώντας έτσι ένα συναρπαστικό κολάζ που αιχμαλωτίζει την προσοχή του αναγνώστη, ο οποίος διαβάζει κάθε τόσο φράσεις εξαιρετικής λάμψης και βάθους, όπως: «Η λογοτεχνία είναι ειδήσεις που ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ειδήσεις», ή: «Δεν υπάρχει γλώσσα που να περιέχει το σύνολο της ανθρώπινης σοφίας, και καμιά γλώσσα δεν είναι ΙΚΑΝΗ να εκφράσει όλες τις μορφές και τις κλίμακες της ανθρώπινης κατανόησης του κόσμου». Κι άλλη μία: «Κάθε προσπάθεια να είναι κανείς ποιητικός οδηγεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε αποτυχία».

Το εξαιρετικό «Αλφαβητάριο της ανάγνωσης» δεν μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά. Έχει προηγηθεί μια μετάφρασή του από τη Μαρία Λαϊνά και, αν δεν κάνω λάθος, άλλη μία παλαιότερα — δυστυχώς όμως εδώ που γράφω δεν έχω τη δυνατότητα να ελέγξω την ορθότητα της ανάμνησής μου. Γεγονός που με οδηγεί στην επισήμανση ενός σημαντικού, κατά τη γνώμη μου, αν και σχολαστικής φύσεως ίσως, μειονεκτήματος της έκδοσης: την έλλειψη, καταρχάς, κάποιων βασικών έστω σημειώσεων για τα εκατοντάδες πρόσωπα και έργα που αναφέρονται στα κείμενα του Πάουντ και, επίσης, την απουσία χρονολόγησης των επιμέρους δοκιμίων (μαθαίνουμε μόνο ότι περιέχονται στον τόμο «Literary Essays» που εκδόθηκε το 1968, αλλά προφανώς δεν πρωτοδημοσιεύτηκαν εκεί). Ο αναγνώστης δεν πρέπει, νομίζω, κι ας είναι αυτό για τους περισσότερους ευκολότατο στην ηλεκτρονική εποχή μας, να υποχρεώνεται να ψάξει μόνος του πότε έγραψε και δημοσίευσε ο συγγραφέας καθένα από τα κείμενα που περιέχονται στον τόμο· ούτε η πληροφορία αυτή είναι, θεωρώ, ασήμαντη.

Στην προηγούμενη μετάφραση του «Αλφαβηταρίου της ανάγνωσης» από τη Μαρία Λαϊνά, στην οποία ήδη αναφέρθηκα, διαβάζουμε στο σύντομο προλογικό σημείωμα της μεταφράστριας: «Η Αλφαβήτα της Ανάγνωσης χωρίζεται σε δύο μέρη. Από το δεύτερο μετέφρασα μονάχα το Πραγματεία για το μέτρο, γιατί το υπόλοιπο το φτιάχνουν προπάντων αποσπάσματα από το έργο των Άγγλων ποιητών που έχουν αναφερθεί στο πρώτο μέρος, με εκτεταμένα σχόλια και υποσημειώσεις». Από την έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης απουσιάζουν επίσης, και πολύ σωστά σύμφωνα και με τη δική μου γνώμη, και το δεύτερο μέρος του δοκιμίου και η σύντομη Πραγματεία για το μέτρο. Ο αναγνώστης, ωστόσο, μένει με την εσφαλμένη εντύπωση πως έχει διαβάσει το πλήρες έργο του Πάουντ. Μια σημείωση θα αρκούσε.

Το είπα όμως ήδη, οι παρατηρήσεις αυτές είναι, πιθανότατα, σχολαστικές. Η ουσία παραμένει πως έχουμε στη διάθεσή μας έναν χορταστικό τόμο, 340 σελίδες εξαιρετικών δοκιμίων ενός μεγάλου (αυτή είναι η προσωπική μου κρίση που απέφυγα να την αναφέρω εξαρχής) συγγραφέα, για τον οποίο μπορούμε να επαναλάβουμε τη φράση που κλείνει το βιβλίο: «Ο άνθρωπος ξέρει να γράφει». Ο Πάουντ το λέει για τον Έλιοτ.

Το επαναλαμβάνουμε χωρίς δισταγμό και για τον ίδιο.