Ποίηση: Οδηγίες Χρήσεως [ 2 ]

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Ποίηση: Οδηγίες Χρήσεως [ 2 ]

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Η τέχνη του στίχου», μτφρ. Μαρία Τόμπρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006· Γ. Χ. Ώντεν, «Ο ποιητής και η πολιτεία», μτφρ. Ελένη Πιπίνη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012.

 

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες προσκλήθηκε στο Χάρβαρντ, το φθινόπωρο του 1967, για να δώσει μια σειρά ομιλιών, με τον τίτλο «Η τέχνη του στίχου», στο πλαίσιο των «Διαλέξεων Νόρτον» του Πανεπιστημίου. Ο θεσμός αυτός, των «Norton Lectures», από το 1926 που ξεκίνησε μέχρι σήμερα, έχει φιλοξενήσει δεκάδες ποιητές, συγγραφείς, κριτικούς, φιλολόγους και άλλους δημιουργούς, μεταξύ των οποίων τον Τ. Σ. Έλιοτ, τον Ρόμπερτ Φροστ,  τον Στραβίνσκι, τον ε. ε. Κάμμινγκς, τον Οκτάβιο Πας, τον Τσέσλαφ Μίλος, τον Ίταλο Καλβίνο, τον Τζον Κέιτζ, την Τόνι Μόρισον, πέρυσι μόλις, και ένα σωρό άλλους. Και ο Μπόρχες, όπως και όλοι οι προηγούμενοι και επόμενοι από αυτόν ομιλητές, προσκλήθηκε από το Πανεπιστήμιο με την ιδιότητα του συγγραφέα, του ποιητή πιο συγκεκριμένα. Ο ίδιος όμως, κατά την πάγια τακτική του, προέταξε στις διαλέξεις που εκφώνησε την ιδιότητά του του αναγνώστη και όχι εκείνη του ποιητή:

«Θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως αναγνώστη», θα δηλώσει στην τελευταία από τις έξι διαλέξεις του που εξέδωσαν οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης προσεκτικά μεταφρασμένες στα ελληνικά από τη Μαρία Τόμπρου. «Όπως γνωρίζετε, έχω τολμήσει την περιπέτεια της γραφής· αλλά πιστεύω πως αυτά που έχω διαβάσει είναι πολύ πιο σημαντικά απ’ αυτά που έχω γράψει. Γιατί κάποιος διαβάζει αυτά που του αρέσουν — ωστόσο γράφει, όχι αυτά που θα ήθελε να γράψει, αλλά αυτά που είναι ικανός να γράψει». Και ως αναγνώστης όμως και ως συγγραφέας, ο Μπόρχες είναι την ποίηση που τοποθετεί στο κέντρο του ενδιαφέροντός του — ένας λόγος παραπάνω, μαζί με την εκπληκτική ευρυμάθειά του, την απολαυστική απλότητα της ομιλίας του και την επίμονη τριβή του με την τέχνη, για να τον διαβάσουμε με προσοχή:

Βρήκα χαρά σε πολλά πράγματα — στο κολύμπι, στο γράψιμο, σε μια ανατολή ή δύση του ήλιου, στον έρωτα, και ούτω καθεξής. Αλλά κατά κάποιον τρόπο το κεντρικό γεγονός της ζωής μου αποτέλεσε η ύπαρξη των λέξεων και η δυνατότητα να υφαίνω αυτές τις λέξεις σε ποίηση. Στην αρχή, φυσικά, υπήρξα μόνο αναγνώστης. Ωστόσο πιστεύω πως η ευτυχία ενός αναγνώστη υπερβαίνει την ευτυχία του συγγραφέα, γιατί ένας αναγνώστης δεν χρειάζεται να σκοτίζεται, ούτε να αγχώνεται: επιδιώκει απλώς την ευτυχία. Και η ευτυχία, όταν είσαι αναγνώστης, είναι συχνή.

Οι διαλέξεις του Μπόρχες έχουν πολλά να διδάξουν και στον επίδοξο συγγραφέα που σκοτίζεται και αγχώνεται για την τέχνη του και στον αναγνώστη που αναζητά και βρίσκει την ευτυχία στη γραμμένη σελίδα του βιβλίου του. Η «Τέχνη του στίχου» αποτελεί, κατά τον επιμελητή του τόμου Κάλιν-Αντρέι Μιχαϊλέσκου, μια εισαγωγή στη λογοτεχνία, στο λογοτεχνικό γούστο και στον ίδιο τον Μπόρχες.

Ξεκινά, στην πρώτη του διάλεξη, επιχειρώντας να ορίσει το ποιητικό φαινόμενο, για να καταλήξει πως η ζωή ολόκληρη, τελικά, είναι φτιαγμένη από ποίηση, η οποία παραμονεύει στη γωνία και μπορεί να μας αιφνιδιάσει ανά πάσα στιγμή — όπως περίπου το διατυπώνει και ο Τίτος Πατρίκιος στο πρόσφατο εκτενές ποιήμά του με τον δηλωτικό τίτλο «Σε βρίσκει η ποίηση». Στην επόμενη διάλεξη θα μιλήσει για τη μεταφορά, το βασικότερο ίσως εργαλείο κάθε ποιητή (αφού όλη η λογοτεχνία είναι φτιαγμένη από τεχνάσματα), ενώ το θέμα της τρίτης είναι η αφηγηματική ποίηση, το έπος με άλλα λόγια και η εγκατάλειψή του από τους συγγραφείς της εποχής μας, ή ίσως η μετάλλαξή του στο μυθιστόρημα — ένα λογοτεχνικό είδος οι προοπτικές του οποίου δεν είναι, κατά τον Μπόρχες, πολύ θετικές:

Πιστεύω πως το μυθιστόρημα καταρρέει. Πιστεύω πως όλα αυτά τα πολύ τολμηρά και ενδιαφέροντα πειράματα με το μυθιστόρημα —για παράδειγμα, η ιδέα του χρόνου που μεταβάλλεται, η ιδέα της ιστορίας που λέγεται από διαφορετικούς χαρακτήρες—, όλα αυτά οδηγούν στη στιγμή όπου θα νιώσουμε ότι το μυθιστόρημα δεν είναι πια μαζί μας.

Η τέταρτη διάλεξη του Μπόρχες είναι αφιερωμένη στη μουσική των λέξεων (ή, ίσως, στη μαγεία των λέξεων) και στη δυνατότητα μετάφρασης της ποίησης. Η επόμενη έχει τον τίτλο «Σκέψη και ποίηση» και εξετάζει την ενότητα ήχου, μορφής και περιεχομένου στο ποίημα, ενώ κάνει και μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διάκριση των ποιητικών τρόπων, παρόμοια με αυτή που έχει προτείνει και αναπτύξει και ο Οδυσσέας Ελύτης όταν, στο δοκίμιό του για τον Ρωμανό τον Μελωδό, μιλά για πρισματική και επίπεδη ποίηση. Ο Μπόρχες αναφέρεται σε ποιήματα γραμμένα με λέξεις κοινές και με λέξεις που εξέχουν. Η τελευταία διάλεξη, «Το πιστεύω ενός ποιητή», είναι, όπως φαίνεται και από τον τίτλο της, η πιο προσωπική — η ουσία της ωστόσο βρίσκεται, θα λέγαμε, σε μια φράση που οι ακροατές του Μπόρχες την είχαν ακούσει ήδη από την πρώτη μέρα των ομιλιών:

Κοντεύω τα εβδομήντα. Αφιέρωσα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στη λογοτεχνία, και μπορώ να σας προσφέρω μόνο αμφιβολίες.

Ό,τι ακριβώς ζητούν, δηλαδή, οι εραστές της ποίησης.

 

Ο Γ. Χ. Ώντεν πάντως εμφανίζεται πιο σίγουρος στις διατυπώσεις του όταν μιλά για την ποιητική τέχνη, στα επτά δοκίμιά του που βρίσκουμε στον τόμο των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης «Ο ποιητής και η πολιτεία», σε μετάφραση της Ελένης Πιπίνη, παρόλο που και αυτός επίσης φροντίζει να μετριάσει την καθολικότητα των απόψεών του και να μας δώσει συγχρόνως και το μέτρο με το οποίο οφείλουμε, ενδεχομένως, να τις αξιολογήσουμε:

Με ενδιαφέρει πάντα η άποψη του ποιητή για τη φύση της ποίησης, αν και δεν την παίρνω υπόψη μου πολύ στα σοβαρά. Ως αντικειμενικές προτάσεις, οι ορισμοί του δεν είναι ποτέ ακριβείς. Αντίθετα, είναι πάντοτε ατελείς και μονόσημοι. Κανένας από αυτούς δεν θα άντεχε σε μια σοβαρή ανάλυση. Σε στιγμές κακίας μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι όλο κι όλο αυτό που στην πραγματικότητα λένε είναι: «Διάβασέ με, μη διαβάσεις τους άλλους».

Ο Γ. Χ. Ώντεν είναι ένας από τους τρεις ποιητές που δεσπόζουν στην αγγλική ποίηση κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα — οι άλλοι δύο είναι ο Γ. Μπ. Γέιτς και ο Τ. Σ. Έλιοτ. Και μόνο αυτή η διαπίστωση θα αρκούσε, προφανώς, για να προσδώσει ενδιαφέρον και βαρύτητα στις απόψεις του για την ποίηση. Γεννήθηκε στο Γιορκ της Αγγλίας το 1907 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εξέδωσε το πρώτο από τα συνολικά δεκαέξι ποιητικά του βιβλία το 1930. Έλαβε μέρος στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, έζησε στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου, ταξίδεψε στην Κίνα και στην Ισλανδία και από το 1939 εγκαταστάθηκε μόνιμα στις ΗΠΑ. Πέθανε ωστόσο στην Ευρώπη, στη Βιέννη, το 1973. Θεωρείται ο επιφανέστερος ποιητής της γενιάς του και αναμφίβολα ένας από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα. Αντιρομαντικός, πολιτικός, στοχαστικός, ερωτικός, με γλώσσα απαλλαγμένη από κάθε επιτήδευση, κοσμοπολίτης, με ηθική πάνω απ’ όλα στόχευση, είναι ένας δημιουργός στου οποίου το έργο εμπεριέχεται, κατακτημένο και χωνεμένο, μεγάλο μέρος της προγενέστερης ποιητικής δημιουργίας και ο οποίος είναι ταυτόχρονα σταθερά προσηλωμένος στη μορφική ποικιλία και απολύτως μοντέρνος στη θεματική και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί.

Είναι ένας ποιητής που με κάθε νέο του ποίημα έθετε εξαρχής το ζήτημα της μορφής. Αν και έχει γράψει εξαιρετικά ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, αγαπούσε και δοκιμαζόταν, και πειραματιζόταν, κυρίως στις αυστηρές μορφές.

Ο ποιητής που γράφει σε ελεύθερο στίχο [διαβάζουμε σε ένα δοκίμιό του] μοιάζει με τον Ροβινσώνα Κρούσο στο ερημικό νησί του. Πρέπει να κάνει τα πάντα μόνος του: το μαγείρεμα, το πλύσιμο και το μαντάρισμα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αυτή η ανδρική ανεξαρτησία παράγει στίχους πρωτότυπους και εντυπωσιακούς. Συνηθέστερα όμως, το αποτέλεσμα είναι άθλιο — βρόμικα σεντόνια στο άστρωτο κρεβάτι και άδεια μπουκάλια στο ασκούπιστο πάτωμα.

Τα δοκίμιά του χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από διδακτική διάθεση, καθώς δίνει συχνά την εντύπωση πως απευθύνεται ταυτόχρονα και στους αναγνώστες της ποίησης γενικά, και της ποίησής του ειδικότερα, αλλά και σε επίδοξους ομοτέχνους του. Εξάλλου, όπως δηλώνει στο δοκίμιο με τον τίτλο «Ο ποιητής και η πολιτεία», θεωρεί πως μια συστηματική εκπαίδευση στην τέχνη της ποίησης θα ήταν χρήσιμη για κάθε νέο ποιητή, καθώς θα τον βοηθούσε να απαλλαγεί από την αισθητική αβεβαιότητα, την εκκεντρικότητα και τον εγωισμό, που συχνά χαρακτηρίζουν τους αυτοδίδακτους δημιουργούς — εκείνους δηλαδή για τους οποίους ο Σεφέρης είχε κάποτε αναφωνήσει, ή, πιθανότερο, αναστενάξει, πως είμαστε όλοι τραγικά αυτοδίδακτοι. «Στην πράξη, κάθε επίδοξος ποιητής περνά την περίοδο της μαθητείας του σε κάποια βιβλιοθήκη», στο ουτοπικό Κολέγιο για Βάρδους της ποίησης του Ώντεν, ωστόσο, η διδασκαλία θα περιλάμβανε, καταρχάς, τη διδασκαλία γλωσσών (της μητρικής βέβαια, μιας αρχαίας γλώσσας και δύο επιπλέον σύγχρονων), την αποστήθιση χιλιάδων στίχων ποίησης, την άσκηση στην παρωδία γνωστών έργων, μαθήματα προσωδίας, ρητορικής, γλωσσολογίας και γενικών γνώσεων και, τελευταίο, τη φροντίδα ενός κατοικίδιου ζώου και την καλλιέργεια ενός μικρού κήπου.

Το θεματικό εύρος των δοκιμίων του Ώντεν είναι μεγάλο, καθώς καταπιάνεται συστηματικά με την ανάγνωση, τη γραφή, την κριτική, τη θέση του ποιητή στην πολιτεία, το χιούμορ και τη σάτιρα, τον χριστιανισμό, τη γλώσσα, την έμπνευση, την παράδοση και την πρωτοτυπία, την ποιητική μορφή, τη φαντασία. Στο κέντρο, ωστόσο, του ενδιαφέροντός του βρίσκεται πάντα η ποίηση, που για τον Ώντεν ταυτίζεται με τη ζωή:

Η ποίηση μπορεί να κάνει εκατό και ένα πράγματα, να ψυχαγωγήσει, να θλίψει, να ενοχλήσει, να διασκεδάσει, να διδάξει — στην πραγματικότητα, μπορεί να εκφράσει οποιαδήποτε συναισθηματική κατάσταση και να περιγράψει οποιοδήποτε γεγονός μπορεί να φανταστεί κανείς, αλλά υπάρχει ένα και μόνο πράγμα που πρέπει να κάνει κάθε ποίημα. Πρέπει, δηλαδή, να υμνεί όλα όσα μπορεί, επειδή υπάρχουν και συμβαίνουν.