Πολλαχώς λέγεσθαι
Πριν από λίγες μέρες δημοσιεύτηκε στη στήλη «Απόψεις» μιας έγκριτης εφημερίδας με μεγάλη δημοκρατική και δημοσιογραφική παράδοση ένα μικρό κείμενο ενός καταξιωμένου ιστορικού και καθηγητή σε γνωστό πανεπιστήμιο την ΗΠΑ, στο οποίο ο συγγραφέας εξέθεσε μερικές απόψεις του που αφορούσαν τη σχέση της επτάχρονης δικτατορίας με την εξέλιξη της μεταδικτατορικής Ελλάδας κατά το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα, εξέλιξη που έφερε τη χώρα στον πυρήνα των ευρωπαϊκών αλλά και στον κύκλο των πιο δημοκρατικών χωρών του πλανήτη, παράλληλα με μία πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη. Η αφορμή γι’ αυτή τη δημοσίευση ήταν, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, η διεξαγωγή ενός επιστημονικού συνεδρίου επάνω σε αυτό το θέμα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Η δημοσίευση αυτή όχι μόνον δεν πέρασε απαρατήρητη αλλά δημιούργησε μεγάλο θόρυβο και έγινε αντικείμενο ευρέως και έντονου σχολιασμού στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο οποίος έλαβε μάλιστα διαστάσεις έντονης διαμάχης ανάμεσα σε εκείνους που διαφώνησαν κάθετα και ίσως προσβλήθηκαν από ορισμένες διατυπώσεις του συγγραφέα και εκείνους που υποστήριξαν, παρά τις επιμέρους διαφωνίες τους, το δικαίωμά του στην ελεύθερη έκφραση της επιστημονικής του άποψης – ακόμα και αν αυτή δεν έγινε απολύτως κατανοητή από τον μη μυημένο στις μεθόδους της ιστορικής επιστήμης. Και, όπως συμβαίνει συχνά, η αντιπαράθεση αυτή έφτασε μέχρι το σημείο της απαξίωσης της επιστημονικής επάρκειας του συγγραφέα και της κατηγορίας ότι με το δημοσίευμά του επιδίωξε την ανασκευή της ιστορικής αλήθειας και, αν όχι την καταξίωση της δικτατορίας, τουλάχιστον την απαξίωση της λεγόμενης μεταπολίτευσης.
Κατά τη γνώμη μου ο σάλος που προκλήθηκε δεν οφείλεται ούτε στην επιστημονική ανεπάρκεια του συγγραφέα, ούτε στην αναθεωρητική του πρόθεση, ούτε όμως και στην ανικανότητα κατανόησης εκ μέρους του αναγνωστικού κοινού. Και επίσης κατά τη γνώμη μου το άρθρο αυτό δεν έπρεπε να δημοσιευτεί, με αυτή τη μορφή τουλάχιστον, σε μία καθημερινή εφημερίδα ειδήσεων, ακόμα και σε στήλη που φιλοξενεί απόψεις και τοποθετήσεις μη επαγγελματιών δημοσιογράφων και αναλυτών. Πριν σπεύσετε να με κατηγορήσετε ως υπέρμαχο της προληπτικής λογοκρισίας, εξηγώ τον λόγο:
Ο λόγος αυτός είναι η αγνόηση του γεγονότος ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε διαφοροποιούνται στη σημασία τους ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο εκφράζονται. Το φαινόμενο αυτό είναι το περίφημο «πολλαχώς λέγεσθαι», την ανάλυση του οποίου ο Αριστοτέλης έθεσε ως μεθοδολογική αρχή κάθε επιστημονικού και φιλοσοφικού στοχασμού. Η συνέπεια του πολλαχώς λέγεσθαι των λέξεων σημαίνει ότι η αλήθεια που εκφράζεται με αυτές, παρόλο που ως αλήθεια είναι κατά τη φύση της ενιαία και αδιαίρετη, έχει πολλές διαφορετικές «υποστάσεις» και μάλιστα τόσες, όσα και τα συγκεκριμένα πλαίσια μέσα στα οποία εκφράζεται. Αυτό σημαίνει από την άλλη μεριά ότι για να μπορέσει να εκφραστεί μια αλήθεια και για να είναι δυνατός ο έλεγχος της ισχύος των επιχειρημάτων και των ισχυρισμών διαμέσου των οποίων εκφράζεται, πρέπει να υφίσταται εκείνο το πλαίσιο κανόνων που αρμόζει στην συγκεκριμένη υπόστασή της. Η αλήθεια της δικαιοσύνης απαιτεί, π.χ., το νομικό και δικανικό πλαίσιο, η αλήθεια της πίστης και της θρησκείας το πλαίσιο της εκκλησίας, η αλήθεια του ωραίου το πλαίσιο της τέχνης και η επιστημονική αλήθεια το πλαίσιο της θεσμοθετημένης ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας. Από αυτό καθίσταται σαφές ότι η έκφραση μιας αλήθειας σε πλαίσιο διαφορετικό από αυτό που αρμόζει στην υπόστασή της ή σε ένα πλαίσιο μη σωστά δομημένο, ανοίγει διάπλατα τις πύλες σε κάθε είδους παρεξήγηση και παρερμηνεία.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μία πηγή παρερμηνείας και επικριτικών αντιδράσεων, που έφτασαν σχεδόν μέχρι το σημείο να κατηγορηθεί ο συγγραφέας ως απολογητής της δικτατορίας, ήταν ο θέση του ότι «οι πραξικοπηματίες συνέβαλαν τελικά στον πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας». Προφανώς πρόκειται για μία θέση που μπορεί να εκφραστεί και να υποστηριχτεί στα πλαίσια ενός επιστημονικού συνεδρίου, όπου θα της ασκηθεί αυστηρή επιστημονική κριτική και θα ελεγχθεί η ορολογική επάρκεια του ρήματος «συμβάλλω» όσον αφορά ιστορικές διεργασίες και γεγονότα. Όμως στον κοινό δημόσιο λόγο που χρησιμοποιούμε όλοι, το ρήμα «συμβάλλω» δεν έχει την ουδέτερη σημασία που ίσως μπορεί να του προσδώσει ο ιστορικός στα πλαίσιο του επιστημονικού διαλόγου, αλλά εμπεριέχει επιπλέον την ιδέα τής –συνήθως καλής– πρόθεσης και εν μέρει την ιδέα της άμεσης ποιητικής αιτίας. Ο αναγνώστης που ερμηνεύει την παραπάνω πρόταση με αυτό τον τρόπο δεν είναι κατ’ ανάγκη κακόβουλος ή εμμονικά προσηλωμένος στην ιδέα της κατηγορικής διαφοράς ανάμεσα στη δικτατορία και την επακολουθήσασα μεταπολίτευση. Ο κοινός αναγνώστης ερμηνεύει την πρόταση όπως θα καταλάβαινε οποιαδήποτε θα περιέγραφε μια καθημερινή συμβολή κάποιου σε κάτι: ο γιατρός συμβάλλει στην ανάρρωση του ασθενούς, ο δάσκαλος στη μόρφωση της μαθήτριας, ο μπακάλης της γειτονιάς στο να είναι γεμάτο το ψυγείο μου – ως κάτι θετικό και αιτιακά συνδεδεμένο με αυτό που ακολουθεί.
Θα ήταν λοιπόν καλύτερο, αντί ο συγγραφέας να είχε προβάλει μόνο τη δική του θέση στην επιφυλλίδα της εφημερίδας, να είχε κάνει μία παρουσίαση και ανασκόπηση όλου του συνεδρίου και να είχε δείξει στο αναγνωστικό κοινό πώς τοποθέτησε στην όλη συζήτηση που έγινε εκεί τη δική του θέση και ποιες άλλες θέσεις παρουσιάστηκαν και με ποια επιχειρήματα. Έτσι ο μη ειδικός αναγνώστης θα είχε τη δυνατότητα να κατανοήσει τις διαφορές ανάμεσα στην «κοινή» και την ειδική επιστημονική σημασία των όρων, ούτως ώστε η επιμέρους θέση του συγγραφέα να προκαλούσε λιγότερες παρανοήσεις και παρερμηνείες.
«Όμως ξεκίνησε μια συζήτηση, που έπρεπε να είχε αρχίσει εδώ και καιρό», θα πείτε. Ίσως να έχετε δίκιο. Όμως η συζήτηση ξεκίνησε στραβά και οπωσδήποτε δεν θα έχει το αποτέλεσμα που θα συνέδεε κανείς με μία δημόσια συζήτηση που αποσκοπεί στην κατανόηση της φύσης της δικτατορίας και της διαφοράς της από την εποχή που ακολούθησε την κατάρρευσή της.
[ Εικόνα: Pieter Schoolwerth, «Blue Model of a Couple Arguing About Football in Berlin», 2016 ].