Πολυτέλειες
ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Στη γειτονιά μου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, από τον Ιούνιο μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου είμαστε όλοι οι κάτοικοι διά της βίας υποχρεωμένοι να ακούμε ώς τη μία μετά τα μεσάνυχτα (τουλάχιστον) τα συγκρουόμενα μουσικά προγράμματα από δυο-τρεις ταβέρνες. Η ένταση, το ωράριο (χώρια τα τραπεζοκαθίσματα), είναι όλα εκτός νομοθετικού πλαισίου, κι αυτό δεν απασχολεί βεβαίως κανέναν (αρκετοί κάτοικοι καλούσαν κάθε βράδυ το περυσινό καλοκαίρι την Αστυνομία· ούτε μια βραδιά δεν άλλαξε κάτι, και φέτος τα πράγματα είναι χειρότερα). Το ζήτημα έχει ενταχθεί στην κατηγορία «προβλήματα πολυτελείας», συγκρινόμενο με ό,τι κατά περίσταση κρίνει ή επινοεί ο καθένας ως μέτρο, οι ενοχλούμενοι περιγράφονται σαν βολεμένοι, παράξενοι, γραφικοί, μίζεροι εχθροί του δικαιώματος στη διασκέδαση — λήξις.
Πριν από ένα μήνα, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είχε καταληφθεί από ένα σχήμα κάποιων αγνώστου ταυτότητος και προελεύσεως υπερασπιστών των δικαιωμάτων των προσφύγων. Ο δημόσιος διάλογος γλίστρησε μονομιάς στο βολικό δίπολο: οι ευαίσθητοι προστάτες της αντισυμβατικότητας από τη μία, που αφουγκράστηκαν όσα υπέροχα ειπώθηκαν και έγιναν από τους καταληψίες, οι βολεμένοι, παράξενοι, γραφικοί εχθροί του δικαιώματος στη διαμαρτυρία από την άλλη — λήξις. Λήξις που θα κοστίσει στο υπουργείο Παιδείας 40.000 ευρώ, αλλά αυτό κι αν είναι πρόβλημα πολυτελείας μπροστά στην προστασία της ελεύθερης έκφρασης.
Εδώ και μια εβδομάδα, η Θεσσαλονίκη είναι (με εξαιρέσεις κάποιων ημερών) δίχως αστική συγκοινωνία, και, όπως όλα δείχνουν, αυτό θα συνεχιστεί για καιρό. Το πρόβλημα είναι σκανδαλωδώς μεγάλο, θα ήταν όμως εξαιρετικά μικρός κόπος να υπάρξει κάποια μέριμνα ώστε οι επισκέπτες της πόλης να είναι εγκαίρως ενημερωμένοι για την κατάσταση, προτού φτάσουν —ας πούμε— στη στάση του Αεροδρομίου. Δήμος, φορείς Τουρισμού, ο ίδιος ο ΟΑΣΘ, δεν φρόντισαν να βάλουν ένα μπανεράκι στις ιστοσελίδες στις οποίες κατά τεκμήριο θα κατευθυνθεί ο ταξιδιώτης αναζητώντας πληροφορίες για τον προορισμό (πόσο μάλλον δεν φρόντισαν να διευκολύνουν με κάποιο έκτακτο μέτρο τη μετακίνηση των ταξιδιωτών αυτών). Πρόβλημα πολυτελείας κι αυτό, με το οποίο ασχολούμαστε οι βολεμένοι — τι δουλειά έχουμε στ’ αεροδρόμια, και γιατί μας νοιάζει πώς θα διευκολυνθούν οι ξένοι; Δεν κοιτάμε τους δικούς μας ανθρώπους;
Η δαιμονοποίηση τέτοιων στοιχειωδών απαιτήσεων δεν έχει αθώα κίνητρα, δεν εκκινεί από ανιδιοτέλεια ή αφέλεια. Ούτε είναι απλώς μια προσπάθεια να χαμηλώσει ο πήχης στα αίτημα για τήρηση της νομιμότητας (προσπάθεια προ πολλού ξεπερασμένη από την ίδια την πραγματικότητα άλλωστε…). Είναι, αντιθέτως, μια μεθοδική προσπάθεια να διακριθούν και να σχηματοποιηθούν ομάδες πολιτών στις οποίες η εξουσία, τη στιγμή που θα επιλέξει ως καταλληλότερη, θα αποδώσει με ηχηρό τρόπο χαρακτηριστικά εχθρών του υψιπετούς οράματος σωτηρίας που η ίδια καλείται να υπηρετήσει, θα τους υποδείξει ως αμετανόητους μπουρζουάδες που «ενώ ο κόσμος καίγεται» ασχολούνται με ασημαντότητες. Είναι, δηλαδή, μια ιδιόρρυθμη επιχείρηση προγραφής.