Πονοκέφαλος

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Πονοκέφαλος

Είναι κάποιες, οι περισσότερες δηλαδή, ημέρες που το πρόγραμμα της δουλειάς είναι πραγματικά ασφυκτικό. Διαδρομές προς κάθε σημείου του νομού, όλα σημειωμένα έτσι ώστε να βγουν τα δρομολόγια με ακρίβεια λεπτού. Σκέψεις και άγχος αν τα αεροπλάνα ή τα πλοία θα έρθουν στην ώρα τους, αν το κέντρο της πόλης θα είναι προσπελάσιμο, αν όλα θα πάνε όπως τα έχω σχεδιάσει από το προηγούμενο βράδυ. Όσο, όμως, κι αν προσπαθώ να προβλέψω ή να προλάβω πιθανές αναποδιές, αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό.

 

Αφίξεις, περιμένοντας ένα ζευγάρι από την Ιταλία. Η πτήση έχει φτάσει εδώ και ώρα, αλλά οι επιβάτες μου αργούν υπερβολικά να βγουν. Μετά από σχεδόν μία ώρα από την προσγείωση, κι ενώ έχω αρχίσει να πιστεύω ότι θα πρέπει να τους φωνάξουν από τα μεγάφωνα, έρχονται προς το μέρος μου. Προηγείται ο κύριος, εμφανώς εκνευρισμένος, και ακολουθεί η κυρία με ένα πλατύ χαμόγελο και μια τσάντα με ψώνια. Δεν μιλούν λέξη αγγλικά, η συνομιλία μας είναι πολύ αστεία, εγώ τους μιλώ στα γαλλικά, εκείνοι απαντούν στα ιταλικά — όπως και να έχει, συνεννοηθήκαμε. Από όσα μπορώ να καταλάβω, καθώς και από τον τόνο της φωνής του κυρίου, η κυρία πρέπει να πέρασε αρκετό χρόνο στα μαγαζιά και ο ίδιος είχε χάσει την υπομονή του. Παίρνουμε τον δρόμο προς την πόλη, ο κύριος ζητά διάφορες πληροφορίες (ας το αφήσουμε, καλέ μου, μόνο με σκίτσα θα βρούμε άκρη), ταυτόχρονα η κυρία μιλά δυνατά στο κινητό της με εκείνο τον καταιγιστικό ρυθμό που μιλούν οι Ιταλοί, κι εγώ σκέφτομαι πως ένα παυσίπονο θα το πάρω μόλις τους αφήσω, δεν γίνεται αλλιώς. Μέσα σε αυτή την πολύ συναρπαστική ατμόσφαιρα, και μετά από αρκετή κίνηση, φτάνουμε στο ξενοδοχείο τους. Με τόση καθυστέρηση, έχω αποχαιρετήσει το μικρό διάλειμμα που θα προλάβαινα να κάνω πριν την επόμενη διαδρομή. Ανοίγω το πορτμπαγκάζ και βλέπω τη μέχρι εκείνη τη στιγμή ξένοιαστη σε βαθμό αναισθησίας κυρία να κοιτά τις αποσκευές με τρόμο και να φέρνει τα χέρια της στο πρόσωπό της. Ω, ναι, την τρίτη τους βαλίτσα δεν την πήραν ποτέ από το αεροδρόμιο, πρέπει να γυρίσει ο ένας από τους δύο για να την αναζητήσει. Τους εύχομαι καλή τύχη, αλλά πρέπει να φύγω, οι επόμενοι επιβάτες δεν φταίνε σε τίποτα να πληρώσουν την αφηρημάδα τους.

 

Η οικογένεια που περιμένω να έρθει με το Δελφίνι από την Αίγινα και να κατευθυνθούμε στο αεροδρόμιο φτάνει με μισή ώρα καθυστέρηση, και, καθώς είναι και πρωί και η κίνηση αυξημένη, δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι τελικά θα πετάξουν για την Μπολόνια. Κατεβαίνουν αγχωμένοι, το 18 μηνών αγοράκι τους δυσανασχετεί γιατί το ξύπνησαν και η κυρία δεν μπορεί να τρέξει γιατί είναι 7 μηνών έγκυος. Ο κύριος τρέχει με τον μικρό αγκαλιά, εγώ σέρνω τη βαλίτσα επίσης τρέχοντας και η κυρία περπατά όσο πιο γρήγορα μπορεί μουρμουρίζοντας. Μετά τα πρώτα 10 λεπτά της διαδρομής, αρχίζει η κίνηση. Η κυρία, από όσο καταλαβαίνω, τα βάζει με τον κύριο, ο μικρός κλαίει και προσπαθεί να λύσει τη ζώνη του ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου. Στο φανάρι τού ρίχνω το βλέμμα, «Κάτσε, πουλάκι μου, ήσυχο μην ανοίξω εγώ την πόρτα και φύγω», τη στιγμή που ο μπαμπάς του με ρωτά για εκατοστή φορά αν θα προλάβουμε. Τον διαβεβαιώνω ότι θα φτάσουμε μισή ώρα πριν την πτήση τους, να μην ανησυχεί. «Δεν μπορεί να τρέξει, κιόλας», μου απαντά και δείχνει τη γυναίκα του, κι εγώ σκέφτομαι ότι πολύ θέλω να του πω καμιά κουβέντα που τα προγραμμάτισαν έτσι με έγκυο γυναίκα και μωρό παιδί, αλλά απλώς χαμογελώ με κατανόηση. Φτάνουμε στο αεροδρόμιο, το μωρό —που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήθελε να δραπετεύσει— τώρα δεν θέλει να αποχωριστεί το καθισματάκι, επικρατεί μια αναστάτωση και, τελικά, τους βλέπω να απομακρύνονται όσο πιο γρήγορα μπορούν. Εκείνο το παυσίπονο πού το είχα βάλει;

 

Στα στενά του Ψυρρή, μέρα μεσημέρι, για να παραλάβω ζευγάρι Αμερικανών που πηγαίνουν σε κρουαζιερόπλοιο και έχουν αποσκευές που αντιστοιχούν σε πενταμελή οικογένεια. Με το μισό αυτοκίνητο πάνω στο πεζοδρόμιο και την ευχή να μη με βρίζουν πολύ οι διερχόμενοι οδηγοί που μετά βίας χωρούν να περάσουν, μπαίνω στο ξενοδοχείο για να αναζητήσω τους επιβάτες μου. Αφού, μετά από λίγο, έχω καταφέρει να χτίσω τις βαλίτσες στο πορτμπαγκάζ, με πλησιάζει η κυρία με καπέλο που θα ταίριαζε περισσότερο στο Άσκοτ και όχι στου Ψυρρή και μου λέει:

«Έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα. Έχω χάσει τον άντρα μου. Έφυγε πριν από μία ώρα να πάει σε ένα φαρμακείο εδώ κοντά και δεν έχει γυρίσει ακόμη».

Θέλω πάρα πολύ να αστειευτώ και να της πω πως πολλές γυναίκες θα ζήλευαν την τύχη της, αλλά το ανήσυχο βλέμμα της δεν μου αφήνει πολλά περιθώρια. Τη ρωτώ αν έχει μαζί του το κινητό του τηλέφωνο, μα και φυσικά δεν το έχει, με παρακαλά να περιμένω λίγο πιο κάτω (στου Ψυρρή όλα αυτά) και να πάει να ψάξει να τον βρει. Η ώρα περνά, ο κύριος που είναι στο πάρκινγκ με κοιτά περίεργα γιατί του κλείνω κάπως την είσοδο, εγώ χαμογελώ και σκέφτομαι την κυρία με το εντυπωσιακό καπέλο να επιδίδεται στο κυνήγι του χαμένου συζύγου στα δαιδαλώδη στενά του Ψυρρή. Σχεδόν μία ώρα μετά, πλησιάζει η κυρία, πίσω της ακολουθεί ο ταλαιπωρημένος κύριος και την ακούω να μου λέει:

«Βρήκα αυτόν, δεν είναι ο δικός μου, αλλά μου κάνει», και ξεσπάμε όλοι μαζί σε γέλια.

Ο κύριος, που μολονότι πήγε υποτίθεται σε φαρμακείο δεν μου έφερε κάτι για τον πονοκέφαλο, ζητά συγγνώμη για την αναμονή, αλλά του άρεσε η βόλτα, λέει, τον παρέσυρε η θέα του Παρθενώνα και ξεχάστηκε. Αστειευόμενη, του προτείνω να μη λέει και πολλά γιατί τον βλέπω να κοιμάται στο κατάστρωμα το βράδυ. Φτάνουμε στο εντυπωσιακό τους κρουαζιερόπλοιο και με χαιρετούν με αγκαλιές και φιλιά.

Πάω για διάλειμμα. Τώρα! Να προλάβω την ημικρανία.