Το πορτρέτο μιας μεγαλοφυΐας [3]

C
Βασίλης Γουδέλης

Το πορτρέτο μιας μεγαλοφυΐας [3]

[ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ]

 

Μετά τον «Πολίτη Κέιν» το 1941, ο Όρσον Ουέλς θα στραφεί σε άλλες —φαινομενικά— προβληματικές: αλλά στην ουσία θα γυρίζει πάντα την ίδια ταινία, με κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια. Πάντως, μέχρι το τέλος της δημιουργικής του πορείας δεν θα κατορθώσει να φτάσει ποτέ στην κορυφή που βρίσκεται ο «Κέιν», αν και ελάχιστες από τις επόμενες ταινίες του μας αφήνουν αδιάφορους, καθώς υπάρχουν μέσα τους μεγαλοφυή δείγματα γραφής.

Και, επειδή μετά από ένα αριστούργημα το επόμενο βήμα είναι κρίσιμο, ο Ουέλς προσπαθεί να αποδείξει με τους «Υπέροχους Άμπερσονς», φιλμ του 1942 με σενάριο βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπουθ Τάρκινγκτον, ότι δεν ήταν ο σκηνοθέτης της μιας ταινίας.

Παρά ταύτα, το αποτέλεσμα, παρά τις σκηνοθετικές καινοτομίες (αν και όχι τόσο ρηξικέλευθες όσο εκείνες του «Κέιν») και παρά τους αυτοκαταστροφικούς, στα ίχνη του «Κέιν», ήρωες, το αποτέλεσμα είναι κατά πολύ κατώτερο. Όπως είχε πει ο Φρανσουά Τριφό: «Το φιλμ αυτό έγινε σε προφανή αντίθεση με τον “Κέιν”, σαν να ήταν το έργο ενός άλλου σκηνοθέτη, κάποιου που απεχθανόταν τον “Κέιν” και ήθελε να του δώσει ένα μάθημα μετριοφροσύνης».

Βρισκόμαστε στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και φιλμ όπως οι «Υπέροχοι Άμπερσονς» δεν έχουν απήχηση στο κοινό, το οποίο «βομβαρδίζεται» από προπαγανδιστικές πολεμικές ταινίες. Πολλοί σημαντικοί σκηνοθέτες εκείνη την περίοδο προτείνουν και αυτοί ανάλογες ταινίες και ο Ουέλς δεν ξεφεύγει από τον κανόνα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών των γυρισμάτων των «Άμπερσονς», σκηνοθετεί τις νύχτες μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, το «Ταξίδι στο Φόβο», το οποίο όμως προβλήθηκε με την υπογραφή του σκηνοθέτη Νόρμαν Φόστερ. Το αφελές σενάριο ήταν βασισμένο στο μυθιστόρημα του συγγραφέα κατασκοπευτικών έργων Έρικ Άμπλερ και η ταινία ήταν η πρώτη αληθινή αποτυχία του Ουέλς.

Και, ύστερα, από την αποτυχία στην ημιαποτυχία: το αντιναζιστικό φιλμ που ακολούθησε το «Ταξίδι στο Φόβο», ο «Ξένος» (1946), είναι ένα φιλμ αποκηρυγμένο από τον δημιουργό του. Πρόκειται για μία απολύτως σχηματική ταινία που δεν γνωρίζει, επίσης, επιτυχία — και ο Ουέλς πλέον αντιμετωπίζει προβλήματα με τους παραγωγούς του. Η μεγάλη σκιά του «Κέιν» φαινόταν να τον καταδιώκει αμείλικτη.

Θα επανέλθει στις καλλιτεχνικές και εμπορικές επιτυχίες το 1947, όταν γυρίζει το δεξιοτεχνικό φιλμ νουάρ «Η κυρία από τη Σαγκάη», όπου ο ίδιος κρατά τον ρόλο του ναυτικού Ο’Χάρα και η τότε σύντροφός του Ρίτα Χέιγουορθ τον ρόλο της μοιραίας γυναίκας που προσπαθεί να τον παγιδεύσει, φορτώνοντάς του ένα φόνο. Η ανθολογημένη σκηνή με τους πολλαπλούς καθρέφτες και τα ανάλογα είδωλα, τόσο γνώριμος συμβολισμός στον Ουέλς, αποζημιώνουν για τις όποιες ατέλειες του συνόλου.

Και έρχεται ο «Μάκβεθ» το 1948, που γυρίζεται με χαμηλό προϋπολογισμό και υλοποιεί σε κάποιο βαθμό το πνεύμα μιας θεατρικής του παράστασης του 1936, τονίζοντας έναν παρορμητικό, βάρβαρο ψυχισμό, σε μια πρωτόγονη και πρωτότυπη εκδοχή του σεξπηρικού έργου, γυρισμένο σε κλειστοφοβικούς χώρους. Και o «Οθέλος» που ακολουθεί (1952) είναι σκοτεινός και βίαιος με μια αεικίνητη κάμερα που επιζητεί τα πιο εντυπωσιακά πλάνα σε μια ρέουσα αντίληψη του χώρου και των συγκρούσεων. Ο κεντρικός ήρωας, ερμηνευμένος από τον ίδιο τον Ουέλς, είναι γήινος, πληθωρικός και ευάλωτος. Το φιλμ γυρίστηκε με πολλές δυσκολίες στην Ευρώπη και στο Μαρόκο.

Σε σενάριο του ίδιου του Ουέλς, που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, ο «Κύριος Αρκάντιν» είναι ένα δυνατό ψυχολογικό νουάρ, όπου, τηρουμένων των αναλογιών, ένας άλλος Κέιν γίνεται θύμα της αλαζονείας αλλά και της, καλά φυλαγμένης, ανυπεράσπιστης, βαθύτερης φύσης του. Ταινία υπαινικτική, αν και άνιση, γυρισμένη μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, πάλι με μικρό budget.

Το «Άγγιγμα του Κακού» είναι άλλο ένα κλασικό νουάρ που θα γυρίσει το 1958, με τον ίδιο να συμπρωταγωνιστεί δίπλα στον Τσάρλτον Ίστον, την Τζάνετ Λι και τη Μάρλεν Ντίντριχ, ως διεφθαρμένος, βάρβαρος αστυνομικός με νιτσεϊκά στοιχεία. Η ταινία αυτή, εκτός των άλλων, θα μείνει στην ιστορία του σινεμά για το απίστευτο, για τα δεδομένα της εποχής, μονοπλάνο της αρχής.

Μια κοινοποιημένη από παλιά επιθυμία του να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την εμβληματική «Δίκη» του Κάφκα πραγματοποιείται τελικά το 1962, όπου ο Ουέλς τη «διαβάζει» με τις δικές του εμμονές, που έχουν να κάνουν με την υπέρβαση της ατομικότητας από την οργανωμένη πράξη και τη συνακόλουθη μάταιη αναζήτηση της ταυτότητας. Αποτέλεσμα: μια αριστουργηματική ταινία, την οποία ο σκηνοθέτης θεωρούσε ως την καλύτερή του, ανώτερη ακόμα και από τον «Πολίτη Κέιν».

Tο 1965 στον «Φάλσταφ» ή «Οι Καμπάνες του Μεσονυχτίου» βρίσκουμε τον Ουέλς υπέρβαρο με άσπρα γένια και αχτένιστα μαλλιά να υποδύεται τον πότη και ηδονιστή ήρωα του Σέξπιρ, έναν ήρωα πέραν του καλού και του κακού, σε μια μεγαλόπνοη σύνθεση κωμικών και τραγικών στοιχείων, που λειτουργεί σαν ένα σχόλιο για την εξουσία, η οποία τελικά συντρίβει τον έκλυτο ήρωα.

Ο «Βυθός» και η «Άλλη Πλευρά του Ανέμου», που έμειναν ημιτελείς, ήταν οι επόμενες σκηνοθετικές χειρονομίες του Ουέλς. Σχεδόν άγνωστα τα στοιχεία της πρώτης, ενώ για τη δεύτερη ξέρουμε μόνο ότι πρόκειται για μια ιστορία ομοφυλοφιλίας.

To φιλμ «Η Αλήθεια και το Ψέμα» (1973) είναι ένα ψευδοντοκιμαντέρ που ανακεφαλαιώνει όλα τα θέματα-κλειδιά που διέτρεξαν το έργο του σκηνοθέτη: εξουσία, τέχνη, τσαρλατανισμός. Ο Ουέλς μάς μιλά για μεγάλες ιστορίες απάτης και προτείνει ένα κρίσιμο ερώτημα όσον αφορά την αληθινή δημιουργία και την κλοπή…

 

Εδώ ολοκληρώνεται το τριμερές αφιέρωμα στον μεγάλο Όρσον Ουέλς, στο βαρυσήμαντο έργο του οποίου κάναμε βιαστικές και μόνο επισκέψεις, εκ των πραγμάτων. Δεν τον θυμηθήκαμε μόνο επειδή φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τριάντα από το θάνατο, αλλά και γιατί όποιος αγαπά τον κινηματογράφο των υψηλών απαιτήσεων το κάνει χωρίς εξωτερικές αφορμές.