Πώς αναγνωρίζουμε έναν αληθινό βιβλιόφιλο

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Πώς αναγνωρίζουμε έναν αληθινό βιβλιόφιλο

Υπάρχουν ορισμένα ευκόλως αναγνωρίσιμα και αυτονόητα σημάδια που φανερώνουν με την πρώτη ματιά έναν αληθινό βιβλιόφιλο και τον διαχωρίζουν από τον κοινό αναγνώστη αλλά και από τον μονομανή συλλέκτη βιβλίων. Πρώτο από αυτά τα σημάδια είναι, προφανώς, η ποσότητα των βιβλίων που έχει συσσωρεύσει κάποιος στο σπίτι του. Είναι, επίσης, το είδος αλλά και το θεματικό εύρος των βιβλίων αυτών και, φυσικά, οι ώρες που αφιερώνει σε αυτά – ώρες για την ανάγνωση, το ξεφύλλισμα ή το ξεσκόνισμά τους, ώρες ρεμβασμού μπροστά στα ράφια της βιβλιοθήκης, ώρες για την καλύτερη διευθέτηση και την, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ανακατανομή τους στους περιορισμένους, αναπόφευκτα, χώρους ενός σπιτιού, ώρες που έχουν διατεθεί για τη συλλογή των υπαρχόντων βιβλίων αλλά και για τον προγραμματισμό των επόμενων αγορών και των επόμενων αναγνώσεων, ώρες τέλος αγωνιώδους αναζήτησης του βιβλίου εκείνου που τείνει διαρκώς να εξαφανίζεται τη στιγμή ακριβώς που το έχει απόλυτη ανάγκη.

Υπάρχουν, ωστόσο, και ορισμένες άλλες συμπεριφορές ή συνήθειες που αποτελούν εξίσου ασφαλείς δείκτες υψηλής βιβλιοφιλίας και βαθιάς φιλαναγνωσίας, αλλά απαιτούν ένα πιο εξασκημένο και ευαίσθητο μάτι για να τις αντιληφθεί ή, ίσως, μεγαλύτερη εξοικείωση με το άμεσο περιβάλλον τού εν λόγω αναγνώστη. Μία από αυτές τις ενδείξεις είναι η ύπαρξη σε μια βιβλιοθήκη αρκετών βιβλίων ή και περιοδικών για κάποιο λίγο ή πολύ εξειδικευμένο θέμα, όταν είναι φανερό πως η θεματική αυτή ενότητα δεν εμπίπτει στα γνωστά και συνήθη ενδιαφέροντα του κατόχου τού εν λόγω εντύπου υλικού. Πέντ’-έξι βιβλία περί της ανατροφής των παιδιών, φέρ’ ειπείν, στα ράφια ενός αμετανόητου εργένη χωρίς παιδιά ή τρία-τέσσερα βιβλία περί αρχιτεκτονικής κήπων σ’ ένα διαμέρισμα με μικρά μπαλκόνια στο κέντρο της πόλης, πέντε διαφορετικές ιστορίες της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων στη βιβλιοθήκη μιας συγγραφέως παιδικών βιβλίων ή τρεις ιστορίες του μπαλέτου στα δικά μου ράφια δεν μπορεί παρά κάτι να σημαίνουν.

Αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι ότι με τον ίδιο τρόπο που ένας έμπειρος και καλά εκπαιδευμένος μαχητής μόλις ακούσει τον ήχο όπλου που εκπυρσοκροτεί ρίχνεται στο έδαφος για να καλυφθεί, ακόμη κι αν αποδειχτεί τελικά πως τα πυρά δεν ήταν αληθινά, έτσι κι ένας αληθινός βιβλιόφιλος μόλις κάποιο θέμα ερεθίσει με κάποιον τρόπο την αντίληψή του θα σπεύσει αμέσως να προμηθευτεί τρία-τέσσερα, τουλάχιστον, σχετικά βιβλία. Δεν θα ρωτήσει φίλους και γνωστούς να τον ενημερώσουν γι’ αυτό το νέο γνωστικό αντικείμενο, δεν θα ψάξει στο ίντερνετ για πληροφορίες, δεν θα αναζητήσει εν τάχει τη συνοπτική γνώση που προσφέρει η εγκυκλοπαίδεια (ο Μπόρχες, όμως, αυτό θα έκανε). Ο παθιασμένος βιβλιόφιλος θα μπει σ’ ένα βιβλιοπωλείο και θα αγοράσει κάμποσα εξειδικευμένα βιβλία για το ανεξερεύνητο αυτό θέμα.

Ας μιλήσω όμως για τον εαυτό μου, γιατί δεν είναι ούτε ευγενικό ούτε και ασφαλές, ενδεχομένως, να σχολιάζουμε δημοσίως τις ιδιαιτερότητες των φίλων μας, όπως έκανα παραπάνω. Πάνε κοντά χρόνια χρόνια που κατά τη διάρκεια κάποιας έκθεσης σύγχρονης τέχνης είχε ξεσπάσει ένα σκάνδαλο (ήπιο οπωσδήποτε· πάει ο καιρός που ο απόηχος των καλλιτεχνικών σκανδάλων διαρκούσε μήνες και καταγραφόταν στις Ιστορίες της Τέχνης). Με αφορμή λοιπόν εκείνο το γεγονός, αφυπνίστηκε το ενδιαφέρον μου για τα σύγχρονα (ή περίπου) καλλιτεχνικά κινήματα και θέλησα να ενημερωθώ σχετικά. Θα περίμενε κανείς ότι θα έσπευδα να επισκεφτώ τα μουσεία και τις αίθουσες τέχνης, όπου θα ερχόμουν σε άμεση επαφή με τέτοιου είδους δημιουργήματα. Όχι εγώ όμως! Όχι ένας αληθινός βιβλιοφάγος. Εγώ, χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγα σ’ ένα ενημερωμένο, καθώς λέμε, βιβλιοπωλείο και γέμισα μία τσάντα με κάθε είδους βιβλία περί Εννοιολογικής τέχνης, περί Μινιμαλισμού, περί Μεταμοντερνισμού και ό,τι άλλο σχετικό κατάφερα να εντοπίσω. Όπως είχα κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα, που είχα θελήσει να αποκτήσω και θεωρητική γνώση για τα κρασιά που μου άρεσε να απολαμβάνω. Και λίγο καιρό πιο μετά για την ιστορία του Τύπου στην Ελλάδα ή για την ιστορική σχέση φιλελευθερισμού και αναρχισμού. Ας ομολογήσω επίσης —και ας είναι αυτή η τελευταία εκμυστήρευσή μου— ότι υπάρχουν, επίσης, στη βιβλιοθήκη μου έξι-εφτά βιβλία περί αυνανισμού, καθώς και πέντε βιβλία για το έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Το αν τελικά θα τα διαβάσει ή όχι τα βιβλία που με κάποια τέτοια αφορμή έσπευσε να αποκτήσει ο βιβλιόφιλος λίγη σημασία έχει· και εξαρτάται, όπως και η ανάγνωση οποιουδήποτε άλλου βιβλίου, από το πραγματικό του ενδιαφέρον για το νέο αυτό γνωστικό αντικείμενο, από τη διάθεση της στιγμής, καθώς και από το πόσο σύντομα θα υποπέσει στην αντίληψή του κάποιο άλλο άγνωστο ώς τότε θέμα για το οποίο θα θελήσει άμεσα (πώς αλλιώς;) να ενημερωθεί προμηθευόμενος ορισμένα σχετικά βιβλία — περί της ιταλικής όπερας, για παράδειγμα, ή περί του Μπάουχαουζ. Το σημαντικό εξάλλου είναι να υπάρχουν αυτά τα βιβλία στη βιβλιοθήκη του, να τα έχει, έστω μία φορά, προσεκτικά ξεφυλλίσει και να ξέρει ότι ανά πάσα στιγμή θα βρίσκονται εκεί όταν θα τα αναζητήσει — όπως περίπου και οι αληθινοί φίλοι.