Πώς συνέβη αυτό;

C
Χρήστος Γραμματίδης

Πώς συνέβη αυτό;

Αν ο «Δρόμος του χρήματος» («Margin Call», 2011) του Τζέι Σι Τσάντορ είναι η καλύτερη από τις πρόσφατες αμερικανικές ταινίες που ασχολούνται με την οικονομική κρίση (δεν έχω δει ακόμη το «The Big Short»), αυτό δεν οφείλεται στο ότι είναι πράγματι πολύ μεγάλη ταινία. Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ένας Σίντνεϊ Λιούμετ μικρού μπάτζετ. Αν όμως η μεγάλη αρετή του Λιούμετ, ακόμα και στις λιγότερο επιτυχείς ή υπερτιμημένες ταινίες του, ήταν ο άπλετος χώρος που παρείχε στους ηθοποιούς για να κάνουν το κομμάτι τους, τότε η σύγκριση με τον Τσάντορ είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένη. Τοποθετημένο σε μία μεγάλη επενδυτική τράπεζα της Νέας Υόρκης (με πρότυπο τη Lehman Brothers) και καλύπτοντας ένα εικοσιτετράωρο στην αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το φιλμ είναι πρωτίστως άξιο λόγω του καστ του. Ο μικρός θρίαμβος του Τσάντορ έγκειται στο ότι αυτός ο πρωτάρης καταφέρνει και παίρνει από ορισμένους ηθοποιούς πολύ περισσότερα από όσα κατάφεραν να πάρουν ασύγκριτα εμπειρότεροι σκηνοθέτες.

Και πρώτα-πρώτα ο σπουδαίος Κέβιν Σπέισι, ο οποίος πολύ έξυπνα αποφεύγει τη μανιέρα του κακού αφεντικού (τον τύπο του κομψού μαλάκα που έπαιξε από το πολύ καλό «Glengarry Glen Ross» μέχρι το αποτρόπαιο «Horrible Bosses»). Ο Σπέισι είναι αφοπλιστικός στο «Margin Call», κάνοντας μια υπέροχη, άνετη εναλλαγή μεταξύ των στοιχείων του ψυχρού κακού (ειδικότητά του) και πιο ζεστών, ανθρώπινων αποχρώσεων. Ο χαρακτήρας που υποδύεται μας συστήνεται καθώς θρηνεί για τον σκύλο του που πρόκειται να πεθάνει, και ο Σπέισι αρπάζεται από αυτό το ψήγμα ανάπτυξης χαρακτήρα και κάνει παπάδες: όταν βγάζει λόγο στους υπαλλήλους που γλίτωσαν την απόλυση και τους λέει ότι η απώλεια των πρώην συναδέλφων τους είναι κέρδος για τους ίδιους, η ρητορική είναι μόνο μηχανικά, επιφανειακά επιθετική — ο σπουδαίος ηθοποιός μάς πείθει ότι ο χαρακτήρας που υποδύεται δεν πιστεύει τίποτε από όσα λέει. Όταν ένας από υφισταμένους του (Ζάκαρι Κουίντο) τον καλεί νύχτα στο γραφείο για να του δείξει το πρόβλημα που εντόπισε με τους αλγόριθμους διαχείρισης κινδύνων της εταιρείας, ο Σπέισι μεταμορφώνεται από ανδρείκελο, από μεσαίο στέλεχος, σε φωνή της λογικής και συμβουλεύει τους ανωτέρους του να μην πλημμυρίσουν την αγορά με τα τοξικά τους προϊόντα. Έχει δίκιο — και εμείς, το κοινό, το ξέρουμε. Η έκκλησή του είναι βέβαια καταδικασμένη να πέσει στο κενό, κι αυτό τον κάνει τον βασικό χαρακτήρα του δραματικού πυρήνα του φιλμ.

Στο άλλο άκρο του φάσματος, σε ένα ρόλο κακιασμένου, διαβολικού αφεντικού που ο Σπέισι θα μπορούσε εύκολα να είχε παίξει, ο Τζέρεμι Άιρονς φτάνει με ελικόπτερο και αιωρείται αγέρωχα πάνω από τους υφισταμένους του, ακόμα και μετά την προσγείωση. Ο ήρωας που φτιάχνει συμπυκνώνει κάθε εύκολο και κλισέ αντι-εταιρικό συναίσθημα που μπορεί να φανταστεί κανείς, κι όμως είναι μια σπουδαία ερμηνεία. Όταν ζητά από τον χαρακτήρα του Κουίντο να του εξηγήσει το πρόβλημα σαν να μιλούσε σε ένα μικρό παιδί, βλέπουμε έναν μεγάλο ηθοποιό να απολαμβάνει το γκροτέσκο — και το απολαμβάνουμε κι εμείς.

Ο Κουίντο δίνει μία αξιοπρεπή ερμηνεία και είναι ενδιαφέρον το πώς ο χαρακτήρας του υποχωρεί καθώς η ταινία προχωρά: δεν είναι ο ήρωας, είναι ένας ανίσχυρος θεατής. Είναι αυτός που εντοπίζει πρώτος το πρόβλημα, αλλά ασκεί όλο και μικρότερη επιρροή στα τεκταινόμενα, καθώς σταδιακά εμπλέκονται οι ανώτεροί του.

Παίζοντας το δεξί χέρι του Σπέισι, ο Πολ Μπέτανι έχει ένα υπέροχο λεκτικό ντουέτο με τον πάντα άψογο Στάνλεϊ Τούτσι που υποδύεται έναν απολυμένο της εταιρείας που ψάχνει για ηθικά ερείσματα να κρατηθεί αλλάζοντας καριέρα. Ο Τούτσι έχει επίσης μια πολύ ωραία σκηνή απέναντι στην Ντέμι Μουρ, ο χαρακτήρας της οποίας σίγουρα δεν είναι κολακευτικός —μια μαυρόψυχη γυναίκα που έχει εγκαταλείψει την προσωπική της ζωή για την καριέρα—, αλλά πετυχαίνει μια ωραία, χαμηλότονη ερμηνεία και στέκεται επάξια ως η μόνη γυναίκα του καστ.

Ο Τσάντορ είναι καλός στο κάστινγκ και στον διάλογο (ήταν δικαίως υποψήφιος για Όσκαρ σεναρίου), αλλά δεν φαίνεται να έχει την αίσθηση για το πώς να κάνει αυτό το θεατρικό υλικό να λειτουργήσει στην οθόνη. Το «Margin Call» φαίνεται σαν να μην μπορεί να βγει από τον μικρόκοσμο της εταιρείας, και, παρόλο που η αίσθηση της απομόνωσης δεν είναι πάντα πρόβλημα σε αυτό το είδος του κινηματογράφου (βλέπε το προαναφερθέν σπουδαίο «Glengarry Glen Ross», το οποίο συρρικνώνει το σύμπαν στο μέγεθος ενός γραφείου και ενός κινέζικου εστιατορίου), το μονότονο των κάδρων εντός των γραφείων της εταιρείας είναι μάλλον εξαντλητικό παρά κλειστοφοβικά καθηλωτικό (ίσως ο Όλιβερ Στόουν βρήκε τη σωστή οπτική γλώσσα για να στήσει το λουξ παιχνίδι της εξουσίας στο άνισο αλλά αδίκως υποτιμημένο «Wall Street: Money Never Sleeps»). Το στυλ του Τσάντορ είναι απλώς λειτουργικό, εκτός από μια-δυο οπτικές μεταφορές (π.χ., ο Άιρονς όταν τρώει μόνος σε ένα άψογο λευκό τραπέζι με θέα στην πόλη).

Αλλά, ακόμα κι έτσι, το φιλμ είναι καλό. Κυρίως γιατί δεν είναι «σταλεγάκιας» ο Τσάντορ, δεν διδάσκει, μονάχα αναρωτιέται: «Πώς συνέβη αυτό;» Είναι μια πολύ σωστή ερώτηση, και, εφόσον η συντριπτική πλειοψηφία των αμερικανικών ταινιών για το θέμα είναι για γέλια, το «Margin Call» βρίσκεται σε μια κατηγορία μόνο του.