Προς τι ο ενθουσιασμός;

P
Πρόδρομος Πύρρος

Προς τι ο ενθουσιασμός;

Στην Ελλάδα, όπου η πόλωση είναι εγγενές χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής, λίγα είναι τα ζητήματα στα οποία υπάρχει μεγάλος βαθμός συμφωνίας ασχέτως ιδεολογικών, κομματικών ή άλλων διαφορών. Παλαιότερα ο αντιαμερικανισμός λειτουργούσε ως σημείο αναφοράς που ένωνε τη συντριπτική πλειοψηφία του έθνους. Κάτι όμως ο Ομπάμα (και κυρίως τα επικοινωνιακά του προσόντα), κάτι η ανάδειξη της Γερμανίας στο ρόλο του «κακού», μετέβαλαν μερικώς την κυρίαρχη άποψη για την Αμερική. Κάπως έτσι, μείναμε μετέωροι να βασιζόμαστε μόνο σε δύο σταθερές, που δεν φαίνεται να αμφισβητούνται προς το παρόν: η μία είναι ο αντισημιτισμός, που συνήθως ενδύεται τον μανδύα του αντισιωνισμού, και η άλλη τα θερμά αισθήματα μας προς το ομόδοξο ξανθό γένος και την ηγεσία του.

Το τελευταίο είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε την προηγούμενη εβδομάδα με την επίσκεψη Πούτιν στην Ελλάδα, όπου σύσσωμη σχεδόν η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία του τόπου διαγκωνίστηκε για μία συνάντηση, μία φωτογραφία, ένα ενσταντανέ με τον Ρώσο ηγέτη.

Από την άλλη μεριά, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Αθήνα ουδείς θεώρησε ότι θα έπρεπε να διαμαρτυρηθεί για τη σωρεία παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή την προσάρτηση της Κριμαίας. Μόνη εξαίρεση η ΜΚΟ Colour Youth, η οποία θέλησε να καταγγείλει το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατεί για τα LGBTQ άτομα στη Ρωσία ως αποτέλεσμα της ανοχής αλλά και την ενεργού συμμετοχής της κυβέρνησης Πούτιν.

Για να αντιληφθούμε τον βαθμό της απόκλισης που υπάρχει ανάμεσα στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αναφορικά με την εικόνα που έχουν οι μεν και οι δε για τη Ρωσία, αξίζει κανείς να μελετήσει τα πορίσματα δημοσκοπήσεων που έχει διεξαγάγει το Pew Research Centre. Η Ελλάδα είναι με 66% η τρίτη χώρα στον κόσμο σε θετικές γνώμες για τη Ρωσία (μετά την Κίνα και το Βιετνάμ), όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία είναι 20% και στην Ισπανία 18%. Είναι πολλοί και διαφορετικοί οι λόγοι για τους οποίους παρατηρείται αυτή η ελληνική «ιδιαιτερότητα». Οι εκ δεξιών βλέπουν στον Πούτιν τη νέα μεγάλη Αικατερίνη που, αφού τους χαρίσει τα χρέη, ίσως τους βοηθήσει να πάρουν ξανά την Πόλη, ενώ οι εξ αριστερών τον νέο Λένιν που, αφού αναβιώσει τη Σοβιετική Ένωση και μας χαρίσει τα χρέη, θα βοηθήσει την Αριστερά να κερδίσει επιτέλους τον Εμφύλιο.

Ασχέτως όμως αυτών, υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος για να επιδεικνύουν οι πάντες τέτοιον ενθουσιασμό για την επίσκεψη Πούτιν στην Ελλάδα; Ακόμη και αν (κακώς, κάκιστα) παραβλέψουμε την επίθεση του καθεστώτος στην ελευθερία της έκφρασης, τη στοχοποίηση πολιτικών αντιπάλων, το δημοκρατικό έλλειμμα, τη συστηματική παραβίαση του διεθνούς δικαίου που έφτασε στο αποκορύφωμα της με την επέμβαση στην Ουκρανία, τις σκιές που υπάρχουν πίσω από τη δολοφονία Πολιτκόφσκαγια και άλλων αντίστοιχων περιστατικών, αξίζει στο πλαίσιο μίας realpolitik προσέγγισης να υιοθετούμε μία τόσο ευμενή στάση προς το καθεστώς Πούτιν; Είναι η Ρωσία μία υπερδύναμη από την οποία αποκομίζουμε ή μπορούμε να αποκομίσουμε στο μέλλον σημαντικά οικονομικά οφέλη;

Κάθε άλλο! Τα τεράστια διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ρωσική οικονομία έχουν οδηγήσει σε διαδοχικές κρίσεις, είτε δημοσιονομικής είτε νομισματικής φύσης. Η ανάκαμψη δε της οικονομίας της δεν φαίνεται στον ορίζοντα όσο οι τιμές των πρώτων υλών και ιδίως του πετρελαίου παραμένουν χαμηλές. (Οι τιμές του πετρελαίου, για την ακρίβεια, είναι πιθανόν να παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα για αρκετό καιρό). Η απουσία οποιασδήποτε στρατηγικής επενδύσεων την εποχή των παχέων αγελάδων, όταν οι τιμές του πετρελαίου ξεπερνούσαν τα 100 δολάρια, υπονόμευσε τις προοπτικές ανάπτυξης της Ρωσίας. Συγχρόνως, και ενώ τα έσοδα από το πετρέλαιο διαμοιράζονταν μέσω μερισμάτων σε ένα κλειστό σύστημα εξουσίας, καμία προσπάθεια δεν επιχειρούνταν προκειμένου η οικονομία της να υπερβεί διαρθρωτικές αδυναμίες, τη γραφειοκρατία, την εκτεταμένη διαφθορά κ.ά., υποσκάπτοντας έτσι τις δυνατότητες ανάπτυξης άλλων τομέων. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η Ρωσία να διανύει τον δεύτερο χρόνο ύφεσης (τρίτο, αν συνυπολογίσουμε και τη σχεδόν μηδενική ανάπτυξη το 2014).

To 2014 o πρόεδρος Ομπάμα είχε εύστοχα χαρακτηρίσει τη Ρωσία «περιφερειακή δύναμη», προσθέτοντας ότι η στάση της στο ζήτημα της Ουκρανίας είναι δείγμα αδυναμίας και όχι ισχύος. Η αδυναμία αυτή θα γίνεται όλο και πιο εμφανής όσο η εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα μειώνεται. Ακόμη, η απώλεια της Ουκρανίας από τη σφαίρα επιρροής της ματαιώνει τα όποια σχέδια Πούτιν για τη δημιουργία μίας μεγάλης εσωτερικής αγοράς με τη Ρωσία στο επίκεντρο. Εντός λοιπόν αυτού του πλαισίου είναι εύκολο να εξηγηθεί γιατί ο Πούτιν προσπαθεί να καλύψει την προσωπική του αποτυχία με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα: ελλείψει άρτου, προσφέρει θέαμα. Από την πλευρά μας, δεν νομίζω ότι έχουμε να κερδίσουμε τίποτε συμμετέχοντας —ως κομπάρσοι μάλιστα— σε αυτό.