Πρώτα τα σκίζω κι έπειτα τα καίω

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Πρώτα τα σκίζω κι έπειτα τα καίω

Απ’ όλους τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που έχω γνωρίσει ώς σήμερα, πιο πολύ αγαπάω (αφού εξαιρέσουμε, εννοείται, τον Τομ Σόγερ) τους ιδιωτικούς ντετέκτιβ και, δευτερευόντως, μερικούς επιθεωρητές της αστυνομίας — ας σημειώσω ωστόσο, παρεμπιπτόντως, πως ο Τομ Σόγερ έχει διατελέσει μία φορά και ντετέκτιβ, σε μια περιπέτειά του που δημοσίευσε ο Μαρκ Τουέιν το 1896. Απ’ όλους, τώρα, τους ιδιωτικούς ντετέκτιβ, πιο πολύ αγαπάω, όπως κι όλοι μας, τους πότες και τους μελαγχολικούς· κι απ’ όλους αυτούς πάνω απ’ όλα αγαπάω τον Πέπε Καρβάλιο, τον πρωταγωνιστή των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Η προτίμησή μου αυτή δεν είναι βέβαια άσχετη με ορισμένες έμμονες συμπεριφορές και εκκεντρικές συνήθειες που σταθερά, από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα, εμφανίζει ο Καρβάλιο και οι οποίες είναι απαραίτητες σε ένα τόσο απαιτητικό επάγγελμα σαν το δικό του: μαγειρεύει με εξαιρετική τόλμη και συναρπαστική φαντασία, νομίζει πως δεν αγαπάει την ίδια γυναίκα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, καπνίζει και πίνει περισσότερο από τους περισσότερους συναδέλφους του, και συχνά περισσότερο από τους περισσότερους ανθρώπους, παραμένει εφηβικά αντικαπιταλιστής ενώ αυτοχαρακτηρίζεται μαρξιστής της γαστρονομικής φράξιας και τέλος —εδώ ήθελα προφανώς να καταλήξω— συνηθίζει να καίει τα βιβλία της βιβλιοθήκης του.

«Είναι η διαστροφή μου. Καίω βιβλία».

«Πώς είναι δυνατόν; Πώς μπορεί κανείς να κάψει ένα βιβλίο;»

«Πρώτα το σκίζω κι έπειτα το καίω».

Το πραγματικό ερώτημα βέβαια δεν είναι πώς, πότε ή πού καίει τα βιβλία του ο Ισπανός ιδιωτικός ντετέκτιβ, αλλά γιατί το κάνει αυτό. Άλλοτε τα ξεφυλλίζει προηγουμένως ψάχνοντας ανάμεσα στις σελίδες τους τις αιτίες που θα του αρκούσαν για να τα κάψει (έτσι κάνει με τον «Αλέξη Ζορμπά», για παράδειγμα), άλλοτε τα καίει επειδή δεν του χρειάζονται πια ή επειδή δεν τον δίδαξαν πώς να ζει όσο καλά ζουν οι υπερβολικά πλούσιοι πελάτες του, κάποτε, ίσως, επειδή αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι η μοναδική αφορμή για να τα ξαναπιάσει στα χέρια του. Στο τέλος πάντως απλώς τα καίει:

«Είναι καθαρή ρητορική πια. Τώρα πια καίω χωρίς να επιχειρηματολογώ. Καμιά φορά μάλιστα αγοράζω για να κάψω, αλλά χωρίς πάθος».

Παρόμοια παρόρμηση, να κάψω όλα μου τα βιβλία, με καταλαμβάνει κι εμένα καμιά φορά, το ομολογώ, ιδίως όταν χρειάζομαι επειγόντως κάποιο από αυτά (μόνο επειγόντως εξάλλου γίνεται να χρειάζεται κανείς ένα βιβλίο) και δεν καταφέρνω να το εντοπίσω ανάμεσα στα ράφια και τις στοίβες της βιβλιοθήκης μου. Μετά, μου περνάει. Τον περισσότερο καιρό ωστόσο, και μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια συστηματικής βιβλιοφιλίας, η διάθεσή μου προς τα βιβλία εκτελεί μία απλή αρμονική ταλάντωση, στο ένα άκρο της οποίας βρίσκεται η επιθυμία μου να διαβάσω και να σωρεύσω όσο το δυνατόν περισσότερα από δαύτα και στο άλλο η μανία μου να τα πετάξω όλα μες στο αναμμένο τζάκι (ή, έστω, να τα χαρίσω — καθώς ποτέ δεν ανάβω το τζάκι, ή πάντως όχι όταν με πιάνει αυτή η μανία). Στο ενδιάμεσο, συμβιώνω μαζί τους με εκατέρωθεν ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις.

Πρώτη φορά που πέρασε απ’ τον νου μου η τρελή σκέψη πως ίσως κάποτε να μη θέλω πια όσο περισσότερα βιβλία είμαι ικανός να αποκτήσω ήταν όταν διάβασα μια συνομιλία του Οδυσσέα Ελύτη με έναν Γάλλο ομότεχνό του, τον Ελιάρ νομίζω, ο οποίος υποστήριζε πως χαρίζει τα βιβλία του μέχρι να φτάσει στον ιδανικό αριθμό των χιλίων τόμων. Ήμουν σχεδόν έφηβος τότε και, εννοείται, μου φάνηκε εξωφρενική μια τέτοια δήλωση από έναν αναγνώστη: να ξεφορτώνεται τα βιβλία που στο μάκρος μιας ζωής είχε ένα-ένα αποκτήσει και, προφανώς, διαβάσει. Δυστυχώς, μετά από τόσα χρόνια δεν θυμάμαι πια, και ούτε κατάφερα να βρω πάλι, σε ποιο βιβλίο του Ελύτη είχα συναντήσει αυτό τον διάλογο· μα σπανίως περνούν λίγες ημέρες χωρίς να τον σκεφτώ και να τον επεξεργαστώ νοητικά ώς την πιο ακραία του συνέπεια.

Η αλήθεια είναι πως, από τα βιβλία που μια ζωή τώρα συγκεντρώνω στα ράφια της βιβλιοθήκης μου και, όσο προλαβαίνω, τα διαβάζω, λίγα συγκριτικά με το σύνολο είναι αυτά που αισθάνομαι ότι με έχουν αποφασιστικά και ξεχωριστά διαμορφώσει ή με κάποιον τρόπο σημαδέψει· λίγα είναι αυτά που μετά την ευφορία της πρώτης ανάγνωσης καταφέρνουν να διατηρήσουν θερμή και ζωντανή την αγάπη μου για πολλά χρόνια. Λίγα, για να το πω διαφορετικά, είναι αυτά που θα τα ξαναπιάσω στα χέρια μου για να τα διαβάσω μια δεύτερη και μια τρίτη φορά. Αυτό, εξάλλου, η επιθυμία και η έστω και αμυδρή πιθανότητα μιας δεύτερης ανάγνωσης, πρέπει να είναι το κύριο κριτήριο για να κρατήσεις ένα διαβασμένο βιβλίο στη βιβλιοθήκη σου. Συναισθηματικοί λόγοι (εκτός φυσικά ολίγων εξαιρέσεων), επιθυμία επίδειξης και κτητική διάθεση δεν θεωρούνται επαρκείς δικαιολογίες.

Περπατώντας, φέρ’ ειπείν, μπροστά στα ράφια, σκαλώνει το βλέμμα μου στο «Γέλιο στο σκοτάδι», το μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ με το ωραίο μαύρο-πράσινο εξώφυλλο των εκδόσεων «Άγρα» που θεωρείται μια πρώτη, αλλά όχι πρώιμη, δοκιμή του Ρώσου συγγραφέα στο θέμα της Λολίτας. Βιβλίο που το είχα διαβάσει, θυμάμαι, με απόλαυση πριν από οκτώ χρόνια και σήμερα δεν έχω την παραμικρή ανάμνηση από αυτό. Ευτυχώς ο ίδιος ο Ναμπόκοφ στην πρώτη παράγραφο του μυθιστορήματος μας αποκαλύπτει ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε:

«Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο Βερολίνο της Γερμανίας κάποιος ονόματι Αλμπίνους. Επρόκειτο για πλούσιο, αξιοσέβαστο, ευτυχισμένο άνθρωπο. Μια ωραία ημέρα εγκατέλειψε τη σύζυγό του για χάρη νεαρής ερωμένης. Ήταν ερωτευμένος· όχι όμως κι εκείνη. Η ζωή του τέλειωσε σε πλήρη καταστροφή».

Η συνέχεια είναι απολύτως εντός του θέματός μας:

«Αυτή είναι όλη η ιστορία διατυπωμένη σε γενικές γραμμές, που θα μας αρκούσαν αν δεν υπήρχε το όφελος και η απόλαυση της διήγησης. Και, παρότι μια ταφόπετρα, τυλιγμένη στα βρύα, έχει άφθονο χώρο για να περιλάβει τη συντμημένη εκδοχή μιας ανθρώπινης ζωής, η έκθεση της λεπτομέρειας είναι πάντα ευπρόσδεκτη».

Το όφελος και η απόλαυση της διήγησης και της ανάγνωσης, που επισημαίνει ο Ναμπόκοφ, δεν μου είναι σήμερα αρκετά, ομολογώ, για να πιάσω στα χέρια μου και να ξαναδιαβάσω το μυθιστόρημα αυτό. Όχι γιατί αμφιβάλλω για το ένα ή για το άλλο — έχοντας εξάλλου ήδη μια φορά διαβάσει το βιβλίο, τα θεωρώ και τα δύο βέβαια και εξασφαλισμένα. Ξέρω όμως πολύ καλά πως και το όφελος και η απόλαυση θα είναι πολλαπλά αν διαβάσω άλλη μια φορά την «Οδύσσεια», ας πούμε, ή το «Μπουβάρ και Πεκυσέ» του Φλοωμπέρ ή το «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» του Βιζυηνού κι ένα σωρό άλλα σίγουρα χαρτιά που έχω στη βιβλιοθήκη μου — παράλληλα, εννοείται, με τα καινούργια βιβλία που συχνότερα απ’ όσο αντέχει η τσέπη μου αγοράζω.

Η βιβλιοθήκη ενός πραγματικού αναγνώστη πρέπει, καθώς περνάνε τα χρόνια, να γίνεται όλο και μικρότερη: αυτό νομίζω εγώ. Νέα βιβλία, ή ακόμα και κάποια παλιά ξαναγορασμένα, μπορεί να πηγαίνουν και να ’ρχονται, μα ο σταθερός της πυρήνας θα γίνεται όλο και πιο στενός. Γιατί, πόσα βιβλία προλαβαίνεις τελικά να διαβάσεις καλά στο μάκρος μιας μόνο ζωής; Πέντε; Δέκα; Ένα ίσως;

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος το διατυπώνει ως εξής:

«Πόσο άλλαξε ο τρόπος που διαβάζω με το πέρασμα του χρόνου. Πάει πια εκείνη η λαιμαργία και η ακαταστασία των φοιτητικών μου χρόνων. Ένας ακατέργαστος άνθρωπος θα απορήσει αν του πω πως τώρα στα ώριμα χρόνια μου το ρεπερτόριό μου όλο και στενεύει ή, για να είμαι ειλικρινής μαζί σου, χάνει σε πλάτος όσο κερδίζει σε βάθος. Με επηρεάζει πάρα πολύ η συνείδηση της στενότητας του χρόνου. Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά, λέει, νομίζω, ο Ιπποκράτης. Δεν έχω πια καιρό, αγαπητέ μου, να σπαταλώ για δεύτερα πράγματα. Μόλις προφθαίνω να αγγίξω τα μεγάλα και τα αιώνια, εκείνα που την ώρα που θα πεθάνω θα λυπηθώ αν δεν τα έχω γνωρίσει».

Τα μεγάλα και τα αιώνια, λοιπόν. Και φυσικά τα αγαπημένα. Πόσα θα είναι αυτά; Δεν μπορεί, νομίζω, να είναι λιγότερα από εκατό βιβλία, μα δεν μπορεί και να ’ναι περισσότερα από χίλια. Με αυτά θα φτάσει ο ώριμος αναγνώστης στο αναπόφευκτο τέλος της ανάγνωσης.

 

[ Εικονογράφηση: Rose Brigid Ganly (1909-2002), The dramatist, 1945 ].