Το ψέμα του ολοκληρωτισμού

C
Δημήτρης Σκάλκος

Το ψέμα του ολοκληρωτισμού

Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα άφησαν πίσω τους εκατόμβες νεκρών, ποταμούς αίματος και εκατομμύρια κατεστραμμένες ζωές. Ωστόσο, η βίαιη και αναλώσιμη αντιμετώπιση της ανθρώπινης ζωής, αποτρόπαιη και αδιανόητη, δεν ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων. «Η Ιστορία είναι η αυτοβιογραφία ενός τρελού», έγραφε ο Ρώσος συγγραφέας Αλεξάντερ Χέρζεν, και πραγματικά στις οργανωμένες κοινωνίες ποτέ δεν έλειψαν η απάνθρωπα στυγνή και η αχρείαστα βίαιη εκμετάλλευση της ανθρώπινης ζωής. Ο ολοκληρωτισμός όμως προχώρησε βαθύτερα από κάθε άλλο αυταρχικό καθεστώς, μετατρέποντας τους δυστυχείς πολίτες σε ζωντανούς-νεκρούς. Από τον «Σοβιετικό άνθρωπο» πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα μέχρι τον «νέο άνθρωπο» του Τρίτου Ράιχ, ο ολοκληρωτισμός επιχείρησε να ελέγξει κάθε πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, επιδιώκοντας τη συντριβή κάθε εκδήλωσης ατομικότητας και έκφρασης δημιουργίας, με στόχο την επιβολή μιας ισοπεδωτικής και καταθλιπτικής ομοιομορφίας.

Ορισμένα από τα πλέον διεισδυτικά έργα της μυθοπλασίας του περασμένου αιώνα αναδεικνύουν αυτή τη διάσταση του ολοκληρωτισμού. Στο συγκλονιστικό Μία ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν περιγράφει τη συντριβή της προσωπικότητας των κρατουμένων σε ένα γκουλάγκ. Στη Δίκη του, ο Φραντς Κάφκα παρουσιάζει έναν άδικα κατηγορούμενο άνθρωπο απελπιστικά αβοήθητο μπροστά στα γρανάζια της απρόσωπης γραφειοκρατίας. Στο Σκοτάδι το Μεσημέρι, ο Άρθουρ Κέστλερ αναδεικνύει την οργανωμένη λειτουργία της χειραγώγησης στη σταλινική περίοδο των δικών της Μόσχας. Και βέβαια, στο εμβληματικό 1984, ο Τζορτζ Όργουελ επισημαίνει τον ρόλο των μηχανισμών της προπαγάνδας με τη χρήση της «διπλής γλώσσας», απογυμνώνοντας την εξουσία από κάθε ιδεολογικό επίχρισμα. Γιατί ο ολοκληρωτισμός δεν αρκείται στο να υπακούς στις βουλές του. Ακόμη χειρότερα και πέρα από κάθε όριο, επιθυμεί να συμφωνείς μαζί του.

Στην κατηγορία εκείνων των σπουδαίων έργων που ανατέμνουν το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού συγκαταλέγεται και ξεχωρίζει η Αιχμάλωτη σκέψη του νομπελίστα ποιητή και συγγραφέα Τσέσλαβ Μίλος. Η περιπετειώδης ζωή του Μίλος (1911-2014) αποτέλεσε το υπόστρωμα της σκέψης και του έργου του. Γεννημένος κοντά στο πολύπαθο λιθουανικό Βίλνιους και διωγμένος προκειμένου να επιβιώσει μαζί με την οικογένειά του, γνώρισε τη ναζιστική κατοχή αλλά και τη σοβιετική εισβολή στη Βαρσοβία. Αντίθετα όμως με ό,τι ενδεχομένως θα περίμενε κάποιος, ο Μίλος δεν επέτρεψε στον κυνισμό να κυριαρχήσει. Συνέδραμε την αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών και παράλληλα διέσωσε την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη αλλά και τύπωσε βιβλία χρησιμοποιώντας δυσεύρετο χαρτί. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διορίστηκε πολιτιστικός ακόλουθος στην πολωνική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον και στη συνέχεια ανακλήθηκε και στάλθηκε στο Παρίσι, όπου και το 1951 ζήτησε πολιτικό άσυλο. Μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1960 έπειτα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες και πήρε την αμερικανική υπηκοότητα το 1970. Δίδαξε σλαβικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, και το 1980 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας κάνοντας το έργο του παγκόσμια γνωστό.

Ίσως κανείς άλλος δεν περιέγραψε με τόση ενάργεια τους ψυχολογικούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς, καταναγκασμούς των διανοουμένων σε ένα τυραννικό καθεστώς, τα ηθικά διλλήματα που εγείρονται σε καθημερινή βάση και τους διαρκείς συμβιβασμούς στους οποίους εξαναγκάζονται, όπως ο Μίλος. Αυτό το έργο κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν· και η αυτοεξορία του συγγραφέα το καθιστούσε ακόμη δυσκολότερο. Γράφει στον πρόλογο της Αιχμάλωτης Σκέψης:

Καθώς οι νευρώνες της χώρας, ο ένας μετά τον άλλον, ελέγχονταν από τους πιστούς στη Μόσχα, ήμουν αναγκασμένος να εγκαταλείπω κι εγώ, τη μια μετά την άλλη, τις φιλοσοφικές μου πεποιθήσεις, αν ήθελα να μη βρεθώ στην άβυσσο· και για μένα άβυσσος ήταν ή εξορία, ό,τι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί, αφού θα με καταδίκαζε στη διανοητική στειρότητα και αδράνεια [σελ. 19].

Με τη φυγή του, ο συγγραφέας έπρεπε να γεφυρώσει το χάσμα της επικοινωνίας (η αποξένωση από τη μητρική γλώσσα ήταν σημαντικό εμπόδιο) και της εμπειρίας (καθώς οι κάτοικοι της Δύσης δεν μπορούσαν να αντιληφτούν την επίδραση αυτών των καθεστώτων στην ψυχή των ανθρώπων). Αυτή η μετέωρη στάση του Μίλος τον έθετε στο όριο δύο διαφορετικών κόσμων, προκαλώντας αμφίπλευρες εντάσεις. Για τον παλιό του φίλο Πάμπλο Νερούδα, ο Μίλος έγινε «ο άνθρωπος που το έσκασε» από τα αριστερά ιδανικά του, ενώ η μακαρθική Αμερική του ’50 τον υποπτευόταν για κατάσκοπο των Σοβιετικών. «Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Η ποινή που εκτίω είναι δίκαιη», καταλήγει στον επίλογο του βιβλίου.

Το έργο και η σκέψη του Μίλος είναι βαθιά επηρεασμένα από τον ίσως κορυφαίο Πολωνό συγγραφέα Τζόζεφ Κόνραντ. Στον πρόδρομο του μοντερνισμού, ο Μίλος βρίσκει την ανάδειξη του ατόμου, την απομυθοποίηση των ουτοπικών ιδεολογημάτων, το βάρος της Ιστορίας. Είναι άλλωστε ενδεικτικό πως, ο Μίλος στο ποίημά του Η συνθήκη της ηθικής (The Treatise on Morality, 1948), που αποτέλεσε το προσχέδιο της Αιχμάλωτης Σκέψης και μία λεπτή σάτιρα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, επαναλαμβάνει τον στίχο «For before us liesthe Heart of Darkness» («γιατί μπροστά μας βρίσκεται η Καρδιά του Σκότους»), παραπέμποντας στο κλασικό ομώνυμο έργο του Κόνραντ.

ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ ΩΣ ΤΕΧΝΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Εκεί όπου κάθε απόκλιση από την ενιαία σκέψη συνιστά ανεπίτρεπτη παρέκκλιση που επισείει ποινή, οι πολίτες αναπτύσσουν συχνά μεθόδους συγκάλυψης της πραγματικής σκέψης τους. Ο πολιτικός φιλόσοφος Λέο Στράους επισήμανε ότι διανοούμενοι υπό τον φόβο διώξεων ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη τεχνική γραφής, όπου οι απόψεις τους αποκαλύπτονται μόνο σε όσους μπορούσαν να διαβάσουν «ανάμεσα στις γραμμές» (Persecution and the Art of Writing, 1952). Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα αυτή η πρακτική είναι ο κανόνας στην καθημερινή συμπεριφορά των ατόμων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μίλος:

Είναι δύσκολο να χαρακτηρίσει κάποιος το πώς συμπεριφέρονται οι πολίτες στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης με άλλο ρήμα εκτός από το «υποκρίνονται». […] Σπάνια στην ιστορία του ανθρώπινου είδους η υποκριτική είχε γνωρίσει τέτοιες δόξες [σελ. 79-82].

Ο Μίλος παρομοιάζει την υποκριτική συμπεριφορά των πολιτών στο σιδηρούν παραπέτασμα με τη μουσουλμανική πρακτική του κετμάν στον 19ο αιώνα, δηλαδή την απόκρυψη των σκέψεων προκειμένου αυτές να μην εκτεθούν στην επικίνδυνη κατηγορία της αίρεσης. Το κετμάν στα κομουνιστικά καθεστώτα που ανατέμνει ο Μίλος παίρνει διάφορες μορφές. Για παράδειγμα, στο εθνικό κετμάν, ο εκθειασμός της Σοβιετικής Ένωσης αποκρύπτει τα πραγματικά αισθήματα για τη Ρωσία. Στο αισθητικό κετμάν, ο εξωτερικός θαυμασμός για την επίσημη κουλτούρα αντιπαραβάλλεται με τις ιδιωτικές αισθητικές απολαύσεις, στον βαθμό που αυτές είναι εφικτές. Στο επαγγελματικό κετμάν, η συμπόρευση με την εξουσία εξασφαλίζει την ανεμπόδιστη συνέχιση της πνευματικής ή επιστημονικής εργασίας (ο Μίλος μάς θυμίζει τους συγγραφείς περασμένων αιώνων που αφιέρωναν τα βιβλία τους στον βασιλιά ώστε να εξασφαλίζουν την ανοχή του). Στο ηθικό κετμάν, η συμμόρφωση με τις επιταγές του επίσημου δόγματος υποκρύπτει τον φόβο στις διαπροσωπικές σχέσεις.

ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΥΠΝΩΤΙΚΗ ΓΟΗΤΕΙΑ

Το κετμάν συμβολίζει την εξαπάτηση της εξουσίας, έναν τρόπο προσωπικής διαφυγής από τον σφικτό εναγκαλισμό της μοναδικής σκέψης. Υπάρχει όμως και η εξαπάτηση του εαυτού. Στο μυθιστόρημα Αδηφαγία (1932) του Πολωνού συγγραφέα Στανισλάβ Βίτκιεβιτς, οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες ήρωες δυστυχούν μπροστά στο παρηκμασμένο κλίμα της εποχής τους. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη δυστυχία τους, καταναλώνουν τα χάπια Μούρτι Μπινγκ, που τους προσφέρουν μια τεχνητή ευφορία και γαλήνη. Την ίδια όμως στιγμή αδιαφορούσαν για την απειλή των Σινομογγόλων που επέλαυναν και σύντομα βρίσκονται πλήρως υποταγμένοι στη στρατοκρατική εξουσία τους.

Ο Μίλος υποστηρίζει πως ο εφιάλτης του Βίτκιεβιτς (ο οποίος αυτοκτόνησε μόλις ο σοβιετικός στρατός πέρασε τα πολωνικά σύνορα) ζωντάνεψε στην κομουνιστική Ευρώπη των ημερών του. Η ιδεολογία του ολοκληρωτισμού λειτουργεί σαν άλλο χάπι Μούρτι Μπινγκ που επιτρέπει στον καταναλωτή του να «αναγεννηθεί». Ο θεατρικός συγγραφέας και κορυφαίος αντιφρονών Βάτσλαβ Χάβελ επισημαίνει αυτή την ιδεολογική παραίσθηση, υποστηρίζοντας ότι το κομουνιστικό καθεστώς διατηρούσε «μια κάποια υπνωτική γοητεία», γεγονός που το διαφοροποιούσε από τις κλασικές δικτατορίες.

Πρόκειται όμως για ένα μεγάλο ψέμα. Ένα κλειστό, αυτοαναφορικό γιγάντιο σύστημα ιδεών που επιβάλλεται με σιδηρά πειθαρχία:

Τα ανθρώπινα πάθη πνίγονται από τον δυνατό ήχο της «επίσημης» μουσικής του συστήματος, η οποία, κατά κάποιον τρόπο, παίζει τον ρόλο που έπαιζε η ορχήστρα των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης [σελ. 20].

Άραγε, «πόσο εύκολο είναι να αντιμάχεται κάποιος έναν κόσμο απόλυτων αληθειών;» αναρωτιέται ο Μίλος. «Τελικά υποκύπτει» (σελ. 268).  Όμως, το οικοδόμημα είναι σαθρό και δεν αντέχει στην παραμικρή διαφοροποίηση:

The most original set of views can change

When looked at from another angle

[Το πιο αυθεντικό σύστημα ιδεών μπορεί να αλλάξει

όταν ειδωθεί από άλλη πλευρά

(Η συνθήκη της ηθικής)].

Και τελικά η πραγματικότητα εκδικείται, καθώς διαψεύδει ξανά και ξανά τις αιτιάσεις ενός χυδαίου και ψευδεπίγραφου επιστημονισμού, όπως γράφει ο Μίλος με πικρή ειρωνεία:

Full of hope that in the spring

A lovely flower will be growing in this place.

But there ain’t no spring. It’s always December.

Let us not dispel any delusions, however.

[Γεμάτοι ελπίδα πως την άνοιξη

ένα όμορφο λουλούδι θα ανθίζει σε αυτό το μέρος.

αλλά δεν είναι άνοιξη. Είναι πάντοτε Δεκέμβρης.

ας μην αποδιώχνουμε τις αυταπάτες, παρ’ όλα αυτά.

(Η συνθήκη της ηθικής)].

Αυτή η ολοφάνερη σύγκρουση με την πραγματικότητα, η αναντιστοιχία της ψεύτικης υπόσχεσης του σοβιετικού κομουνισμού με τη μίζερη καθημερινότητα στη «φυλακή των λαών», οδήγησε στην κατάρρευση του ολοκληρωτικού οικοδομήματος, όπως ακριβώς περιέγραφε ο Μίλος. Θα χρειαζόταν ωστόσο να περιμένει περίπου σαράντα χρόνια πριν δικαιωθεί.

Η Αιχμάλωτη Σκέψη, αν και ποτέ δεν σταμάτησε να κυκλοφορεί, προκαλεί δικαιολογημένα σήμερα ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον. Στην εποχή της κυριαρχίας τής «μετα-αλήθειας» (post-truth politics), της ανόδου των έξαλλων λαϊκισμών και των μισαλλόδοξων εθνικισμών, των απειλών κατά της ανοιχτής κοινωνίας, ο κόσμος μας έχει μεγάλη ανάγκη από την κριτική, νηφάλια και θαρραλέα φωνή ανεξάρτητων διανοουμένων. «Ανθρώπων των Γραμμάτων» που δεν θα διστάσουν να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας χωρίς να υπολογίσουν το προσωπικό κόστος. Απέναντι στη διάχυτη σύγχυση των πνευμάτων, μόνο η αδέσμευτη σκέψη και η καθαρή ματιά μπορούν να προσανατολίσουν το άτομο μέσα σε ένα περιβάλλον χαοτικής αταξίας. Αυτό «το λιτό δώρο της ταπεινής γνώσης» («the humble gift of modest wisdom»), απαλλαγμένης από τη μέγγενη των κάθε λογής καταστροφικών ιδεοληψιών, που δεν υπόσχεται μαγικές λύσεις, αλλά υποδεικνύει την ασφαλέστερη οδό για την ανθρώπινη πρόοδο και ευημερία ― την οδό της ελευθεροφροσύνης.

Ο σημαντικός λογοτεχνικός κριτικός Έντουαρντ Σαΐντ γράφει πως, «Διανοούμενος είναι κάποιος που η θέση του είναι να θέτει δημόσια ενοχλητικά ερωτήματα, να αντιπαρατίθεται με την ορθοδοξία και το δόγμα […] είναι κάποιος που δεν μπορεί εύκολα να ενσωματωθεί από τις κυβερνήσεις ή τις επιχειρήσεις» (Representations of the Intellectual, 1994). Στις τελευταίες σελίδες της Αιώνιας Σκέψης, ο Μίλος αναρωτιέται:

Αξίζει, άραγε, να αρνηθεί κάποιος το μοναδικό ίσως καθήκον του ποιητή, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει μια θέση στην επίσημη ανθολογία των εκδόσεων;

Αφήνοντας παρακαταθήκη αυτό το σπουδαίο έργο, ο Μίλος απαντά αρνητικά στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε, τιμώντας τον κατά Σαΐντ τίτλο του διανοουμένου ― αλλά, ακόμη περισσότερο, κατακτώντας έναν υψηλότερο τίτλο: αυτόν του Ελεύθερου Ανθρώπου.