Psycho

C
Βασίλης Γουδέλης

Psycho

Ο κινηματογράφος δεν ήταν δυνατόν να μην ασχοληθεί και με μια νέα επιστήμη που εμφανίστηκε την ίδια περίπου περίοδο με την εφεύρεση των αδελφών Λιμιέρ, την ψυχανάλυση, και να δώσει τη δική του «καλλιτεχνική» αποτύπωση της ψυχικής ασθένειας, που κατέχει περίβλεπτη θέση στη θεματολογία του. Η ψυχιατρική —και ειδικά οι αναφορές στο «σκοτεινό» πρόσωπο της ασθένειας— αποδεικνύεται δελεαστική επιλογή για τις ανάγκες της κινηματογραφικής δραματουργίας και για τη συγκινησιακή διέγερση του θεατή. Το σινεμά παρουσιάζει την αρρώστια αποσπασματικά, αποδίδοντάς της χαρακτηριστικά που τρόπον τινά ελκύουν το ευρύ κοινό. Έτσι, αναπαρίσταται με τρόπο που κάποιες φορές συμβάλλει στην αρνητική κοινωνική αντίδραση, στη δημιουργία μυθολογίας γύρω από τη φύση και τις συνέπειες της ασθένειας και στην εδραίωση του κοινωνικού στίγματος για τους ψυχικά ασθενείς. Ο αμερικανικός κινηματογράφος αποτελεί ένα καλό πεδίο μελέτης του τρόπου με τον οποίο περνούν στη συλλογική συνείδηση τα κάθε λογής ψυχικά σύνδρομα, και, παρότι τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται μέσω αφελών προσεγγίσεων, σχηματοποιήσεων και ίσως δαιμονοποιήσεων, το αμερικανικό σινεμά, είτε μιλάμε για το Χόλιγουντ είτε για το ανεξάρτητο, έχει δώσει και συνεχίζει να δίνει αριστουργηματικά έργα, που πραγματεύονται με σοβαρότητα, υπευθυνότητα αλλά και χιούμορ την ψυχική νόσο σε όλες τις μορφές της.

Οι Αμερικανοί ερευνητές, Danny Wedding, Mary Ann Boyd και Ryan M. Niemiec, που προέρχονται από τον χώρο της ιατρικής, έχουν συνεργαστεί σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια στις ΗΠΑ με τίτλο Movies & Mental Illness: Using Films to Understand Psychopathology. Εδώ, θα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο τους.

Στις διαταραχές που έχουν να κάνουν με το άγχος, και πιο συγκεκριμένα με την αγοραφοβία, οι συγγραφείς αναφέρονται στην πολύ αξιόλογη ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ, «Επαγγελματίες απατεώνες» (2002), όπου ο Νίκολας Κέιτζ ερμηνεύει ένα χαρακτήρα που είναι αγοραφοβικός και μανιακός με την καθαριότητα, αλλά που είναι εντούτοις υποχρεωμένος να συναναστρέφεται πολλούς λόγω επαγγέλματος: είναι μικροαπατεώνας. Στις αγχώδεις διαταραχές συγκαταλέγονται και οι κρίσεις πανικού. Το σύνδρομο συναντάται ανάγλυφα σε μια πολύ αγαπημένη κωμωδία, το «Ανάλυσέ το» (1999), γυρισμένη από τον εκλιπόντα Χάρολντ Ράμις, που λίγα χρόνια πριν μας είχε χαρίσει την ανεπανάληπτη «Ημέρα της Μαρμότας». Εδώ, αφηγείται με σατιρική διάθεση απέναντι στον σκληρό κόσμο της μαφίας τις κρίσεις πανικού που παθαίνει ένας κατ’ ευφημισμόν σκληρός παράνομος (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) που αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια ενός ψυχαναλυτή (Μπίλι Κρίσταλ). Σύνδρομο που συνδέεται με το άγχος αποτελεί και η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, που αποτυπώνεται στην κωμωδία του Τζέιμς Μπρουκς «Καλύτερα δεν γίνεται» (1997), με έναν απολαυστικό Τζακ Νίκολσον στο ρόλο ενός αντικοινωνικού ατόμου, με μικροβιοφοβία και άλλους ψυχαναγκασμούς. Το μετατραυματικό στρες αποτυπώνεται κυρίως σε πολεμικές ταινίες αλλά και σε δράματα, όπως στη «Σχέση ζωής» (1993) του Πίτερ Γουίαρ, όπου περιγράφεται η προσπάθεια επανένταξης στην κοινωνία δύο διασωθέντων από αεροπορικό δυστύχημα. Η γενικευμένη αγχωτική διαταραχή είναι νεύρωση που κινηματογραφικά τη συναντάμε σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Γούντι Άλεν, με την περσόνα ενός Αμερικανού διανοούμενου, με ποικίλα ψυχωτικά σύνδρομα και νευρώσεις, αφορμή για μια κωμικοτραγική ενδοσκόπηση και για πνευματώδη σχόλια γύρω από τον έρωτα, την Τέχνη, την ύπαρξη και τη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα.

Ένα άλλο κεφάλαιο έχει σαν θέμα τον αυτισμό και τη νοητική υστέρηση. Ένα καλό παράδειγμα αυτιστικού ήρωα είναι ο ήρωας της ταινίας του Μπάρι Λέβινσον, «Ο άνθρωπος της βροχής» (1988), όπου ο Ντάστιν Χόφμαν υποδύεται έναν άνθρωπο κλεισμένο στον εαυτό του, που με τη δική του «υπερλογική» κερδίζει τυχερά παιχνίδια. Αυτή η ταινία, αλλά και μια σειρά άλλες, ωραιοποιούν το πρόβλημα, παρουσιάζοντας τους ήρωες εκ πρώτης όψεως μειονεκτικούς αλλά στην πραγματικότητα με ιδιαίτερες ικανότητες. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για έναν αντίστροφο ρατσισμό, καθότι οι ήρωες ανάλογων ταινιών σχεδόν πάντα παρουσιάζονται σαν ιδιαίτερα προικισμένα άτομα. Ο Φόρεστ Γκαμπ, κεντρικό πρόσωπο της ομώνυμης ταινίας του Ρόμπερτ Ζεμέκις (1994), εμπίπτει στην ίδια σχεδόν περίπτωση, αν και δεν παρουσιάζεται μονοσήμαντος: δεν είναι δηλαδή ούτε απολύτως νοητικά υστερημένος αλλά ούτε και ευφυής. Ο ελλειμματικός αυτός ήρωας γίνεται δημόσιο πρόσωπο και ο Ζεμέκις έχει έτσι την ευκαιρία να σχολιάσει την αμερικανική κοινωνία με έναν τρόπο σχεδόν πανούργο. Μήπως τελικά αυτός ο αφελής ήρωας είναι ένας σύγχρονος «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι;

Το σύνδρομο της ψυχογενετικής αμνησίας αποτελεί σεναριακό μοχλό σε ταινίες όπως «Ο μεγάλος δικτάτορας» (1940) του Τσάρλι Τσάπλιν, την πρώτη εξολοκλήρου ομιλούσα ταινία του Σαρλό, όπου γίνεται αιτία κωμικών και σατιρικών καταστάσεων, αλλά και στα «Ταξίδια του Σάλιβαν» (1941), σκηνοθετημένη από τον ιδιαίτερο δημιουργό κοινωνικών κωμωδιών, Πρέστον Στάρτζες, σε ένα πνεύμα πολιτικής αλληγορίας και κριτικής του λεγόμενου «αμερικανικού ονείρου». Για τη διασχιστική φυγή οι συγγραφείς φέρνουν ως παράδειγμα την περίπτωση του ήρωα των Σαμ Σέπαρντ και Βιμ Βέντερς στο «Παρίσι, Τέξας» (1984). Θυμόμαστε την ατέλειωτη πεζοπορία στην έρημο του αμερικανικού Νότου του εγκαταλελειμμένου ήρωα από τη γυναίκα του, σε μια ταινία όπου αν μη τι άλλο το φυσικό τοπίο της ερημίας συνδυάζεται αποκαλυπτικά με την ψυχική ερημία του πρωταγωνιστή.

Στη συνέχεια, οι μελετητές μιλούν για τη διαταραχή ταυτότητας και αναφέρονται σε ταινίες όπως το «Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ» (1931), του Ρούμπεν Μαμούλιαν, βασισμένο στο ομώνυμο, και θα λέγαμε αρχετυπικό, μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Όσο για το «Ψυχώ» (1960), το πολυσυζητημένο και καινοτόμο θρίλερ του Χίτσκοκ, επίσης δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Έχει χυθεί πολύ μελάνι για την ασθένεια του ήρωά του, Νόρμαν Μπέιτς, τη διαταραχή της προσωπικότητάς του που τον οδηγεί στο έγκλημα, παίζοντας τον ρόλο της αυταρχικής μητέρας του που δεν τον αφήνει να ενηλικιωθεί και καταστρέφει ό,τι επιθυμεί. Η σχιζοειδής διαταραχή της προσωπικότητας είναι μια άλλη μορφή της διαταραχής της προσωπικότητας. Μία από τις ταινίες που επισημαίνουν οι συγγραφείς της μελέτης, «Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί» (2001) των Αδελφών Κοέν, είναι ένα ιδιαίτερο, μεταμοντέρνο νουάρ με ήρωα έναν κουρέα που ζει σε μια μικρή πόλη του αμερικανικού Νότου στη δεκαετία του ’50. Ταινία με υπαρξιστικές διαστάσεις που παραπέμπει στον «Ξένο» του Καμί. Ιστριονική προσωπικότητα χαρακτηρίζει η ψυχιατρική τη διαταραχή της προσωπικότητας εκείνου που επιζητεί την προσοχή συνεχώς και είναι υπερβολικά συναισθηματικός. Δεν θα δυσκολευτούμε να αναγνωρίσουμε μια ανάλογη προσωπικότητα στην ηρωίδα του Τένεσι Ουίλιαμς, την Μπλανς Ντιμπουά, την ευαίσθητη, τραυματικά συναισθηματική ηρωίδα, που συγχέει τη ζωή με τη θεατρική σκηνή, στο κλασικό φιλμ του Ηλία Καζάν «Λεωφορείον ο Πόθος» (1951), που ερμήνευσε έξοχα η Βίβιαν Λι και που περιλαμβάνεται, φυσικά, στο βιβλίο.

Ένα άλλο κεφάλαιο της μελέτης αφορά τις διαταραχές στον ύπνο. Η πιο γνωστή είναι, βέβαια, η αϋπνία. Μια χαρακτηριστική ταινία με θέμα την αϋπνία είναι η νορβηγική «Insomnia» (1997), του Έρικ Σκόλντμπεργκ, στην οποία ο Κρίστοφερ Νόλαν έκανε ένα αξιοπρεπές remake πέντε χρόνια μετά. Η περιπέτεια ενός αστυνομικού που υποφέρει από αϋπνία και κάνει έναν εξ αμελείας φόνο αποδίδεται και στις δύο ταινίες με σκοτεινές ψυχογραφικές πινελιές, συμβολικά εγκαθιστώντας στο κέντρο της δράσης ως συμπρωταγωνιστή το ομιχλώδες τοπίο, το οποίο αποτελεί προέκταση του ψυχισμού του ήρωα.

Η κατάθλιψη είναι ένα σύμπτωμα που ανήκει στο κεφάλαιο των συναισθηματικών διαταραχών, ή διαταραχών της διάθεσης. Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά φιλμ είναι οι «Συνηθισμένοι άνθρωποι» (1980) του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Μια μάλλον υπερεκτιμημένη ταινία, η οποία παρακολουθεί μια φαινομενικά αρμονική μέση αμερικανική οικογένεια, στο βάθος, όμως, δυσλειτουργική και πάσχουσα από ορατά και αόρατα σύνδρομα. Το φίλμ του Τζον Κασαβέτη, «Μια γυναίκα εξομολογείται» (1974), έχει ως ηρωίδα μια γυναίκα που πάσχει από διπολική διαταραχή, που επίσης ανήκει στις συναισθηματικές  διαταραχές. Ο Κασαβέτης υπήρξε ένας εξαιρετικός ανατόμος του κλονισμένου ψυχισμού του μέσου Αμερικανού και εν προκειμένω περιγράφει με διεισδυτικότητα και λεπτές αποχρώσεις την περίπτωση της διπολικής πρωταγωνίστριάς του, σε μια αντισυμβατική δημιουργία. Για τις αυτοκτονικές τάσεις, που πηγάζουν και αυτές από τις συναισθηματικές  διαταραχές, θα συναντήσουμε τις «Ώρες» (2002), του Στίβεν Ντάλντρι. Με άξονα το μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ «Η κυρία Νταλαγουέι», η ταινία παρακολουθεί τη ζωή τριών γυναικών διαφορετικών εποχών, αλλά και της ίδιας της Γουλφ, που γράφει το βιβλίο της κλονισμένη ψυχικά, γεγονός που την οδήγησε στην αυτοκτονία.

 Ένα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου ασχολείται με τις διαταραχές που οφείλονται στη χρήση ουσιών. Πρώτη συνήθεια που ενοχοποιείται εδώ είναι ο αλκοολισμός. Ανάμεσα σε άλλες ταινίες, οι συγγραφείς του βιβλίου επισημαίνουν το «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» (1995), του Μάικ Φίγκις, την ιστορία ενός ανθρώπου που καταφεύγει στο αλκοόλ για να αυτοκτονήσει. Χωρίς να αιτιολογεί την απονενοημένη πράξη του, η ταινία τον παρακολουθεί στον μοιραίο του δρόμο δίνοντας την εντύπωση ότι τον φιλμάρει με κρυφή κάμερα. Η δεύτερη αιτία διαταραχής είναι τα ναρκωτικά. Επ’ αυτού οι συγγραφείς αναφέρονται σε διάφορες ταινίες. Ας παραθέσουμε μόνο το «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» (2000), του Ντάρεν Αρονόφσκι. Ο κόσμος των ψευδαισθήσεων που προσφέρουν οι ουσίες εδώ παίρνει τη μορφή της σύγχρονης βιομηχανίας ονείρων, που είναι ο αμερικανικός χώρος του θεάματος, με θύματά του διάττοντες αστέρες κάθε ηλικίας.

Εν κατακλείδι, το Movies & Mental Illness: Using Films to Understand Psychopathology είναι ένα βιβλίο αναφοράς για όσους ενδιαφέρονται να εξερευνήσουν με ποιους τρόπους έχει εμπνευστεί η αμερικανική σεναριογραφία από την περιοχή της ψυχικής ασθένειας, ένα υποδειγματικό εγχειρίδιο όσο και ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα.