Πυρετός το Σαββατόβραδο

L
Ρωμανός Γεροδήμος

Πυρετός το Σαββατόβραδο

Νέα Υόρκη, 2018. Σάββατο βράδυ. Σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο ενός ταλαιπωρημένου ξενοδοχείου στο Μανχάταν. Απέξω φωνές, φώτα, κόρνες, άστεγοι, καλοντυμένοι περαστικοί. Λονδίνο, 2002. Σάββατο βράδυ. Σε ένα «στούντιο» (τρώγλη) στο Νότινγκ Χιλ. Καλοκαίρι, το παράθυρο ανοιχτό, η σιντιέρα παίζει Kylie σε λούπα. Βοστώνη, 2013. Σάββατο βράδυ. Στη γκαρσονιέρα στο South End. Έχει πιάσει κρύο. Στη γειτονιά παντού μεγάλες κολοκύθες και στολίδια για το Halloween. Μπουένος Άιρες, 2017. Σάββατο βράδυ. Προπαραμονή Χριστουγέννων. Σε διαμέρισμα Airbnb στο Παλέρμο. Οι απέναντι κάνουν μεγάλο οικογενειακό πάρτι. Θυμίζει Αθήνα. Αθήνα, 1997. Ή μπορεί να είναι και 1992. Σάββατο βράδυ. Σε μεσοαστικό διαμέρισμα στο Νέο Ηράκλειο. Το αιώνιο δίλημμα του τι να κάνω. Και με ποιον. Μπόρνμουθ, 2003. Σάββατο βράδυ. Στο γραφείο στο κέντρο της πόλης. Απέξω οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας, όπως κάθε Σαββατόβραδο. Λονδίνο, 2018. Σάββατο βράδυ. Σε ένα διαμέρισμα κοντά στο ποτάμι. Απέξω ησυχία που περιοδικά διαταράσσεται από παρέες μεθυσμένων. Πιάνω το βιβλίο. Επιτέλους ήρθε η ώρα να διαβάσω το βιβλίο μου. Την περίμενα μέρες αυτή τη στιγμή. Ιερή στιγμή το Σαββατόβραδο. Πιάνω το βιβλίο, αλλά δεν πάει κάτω. Νιώθω πάλι αυτό το κενό, αυτόν τον κόμπο στο στήθος.

Πάντα είχα μία σχέση αγάπης-μίσους με το Σαββατόβραδο. Ανάμεικτα συναισθήματα απελευθέρωσης και ματαίωσης. Σαν το σκυλί που κυνηγάει το αυτοκίνητο και όταν το προφτάνει δεν ξέρει τι να κάνει. Η Παρασκευή είναι μέρα απολογισμού και χαρούμενης προσδοκίας για το διάλειμμα· διήμερο, μονοήμερο, έστω ολιγόωρο (για όσους από εμάς έχουν αυτήν την πολυτέλεια και όποτε την έχουμε). Η Κυριακή είναι χρόνος νεκρός· η νέα εβδομάδα έχει επισήμως ξεκινήσει, αλλά έχουμε περίοδο χάριτος, περίοδο προσαρμογής. Η Κυριακή είναι μια αργή βύθιση στην πραγματικότητα της καθημερινότητας· τα λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας πριν ο αφέτης πατήσει τη σκανδάλη. Το Σάββατο – και ειδικά το βράδυ του Σαββάτου - κουβαλάει όλο το βάρος και τις κοινωνικές προσδοκίες της εβδομάδας, δηλαδή της ζωής, δεδομένου ότι η ζωή μας είναι δομημένη σε εβδομάδες. Δεν είναι μόνο Σάββατο – είναι και βράδυ, και το βράδυ, ειδικά το βράδυ του Σαββάτου ο κόσμος διασκεδάζει. Το Σαββατόβραδο είναι μια μίνι Πρωτοχρονιά. Συμβολίζει το πέρασμα, το τέλος μιας περιόδου και την αρχή της επόμενης. Είναι η ευκαιρία σου να βγεις, να ξεσκάσεις, να γιορτάσεις, να κοινωνικοποιηθείς, να δεχτείς ή να πας σε φίλους. Εάν είσαι μόνος σου, εάν νιώθεις μόνος σου, ακόμη κι αν δεν είσαι μόνος σου, το Σαββατόβραδο είναι η δυσκολότερη στιγμή της εβδομάδας. Τις καθημερινές η ρουτίνα και οι υποχρεώσεις λειτουργούν ως κουβέρτα, ως προστασία. Είναι εύκολο να ξεχαστείς μέσα στο τρέξιμο της καθημερινότητας, στην πίεση της δουλειάς, όταν ξέρεις ότι όλοι οι άλλοι δουλεύουν, όπως κι εσύ. Το Σαββατόβραδο είναι η στιγμή της αλήθειας γιατί όλοι διασκεδάζουν και συνευρίσκονται – ή έτσι νομίζεις εσύ.

Σάββατο. Βράδυ. Πάρτι. Χορός. Φώτα. Ποτό. Ξενύχτι. Φίλοι. Θόρυβος. Άλλοι άνθρωποι.

Τι κάνεις όμως αν δεν θέλεις ή δεν μπορείς να παρακολουθήσεις αυτόν τον τρόπο ζωής; Εάν δεν διασκεδάζεις έτσι; Πώς διασκεδάζεις τον εαυτό σου; Πώς καταφέρνεις να επικοινωνήσεις με τους άλλους –να μοιραστείς τη ζωή σου– όταν η διάδραση μαζί τους σου απορροφάει όλη την ενέργεια; Διαβάζεις. Διαβάζεις το Πρόγευμα στο Τίφφανυς και συνειδητοποιείς ότι η βιοπάλη του βιβλίου –δηλαδή η δική σου βιοπάλη, οι ποντικοπαγίδες κάτω απ’ τον νιπτήρα, οι στενές έξοδοι κινδύνου στην αστική τρώγλη, η αγωνία τού αύριο– δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την αφίσα της ταινίας. Διαβάζεις τους Σκλάβους της Νέας Υόρκης και νιώθεις ότι είσαι κι εσύ μέρος ενός τεράστιου, διαχρονικού κύματος ανθρώπων, κυρίως νέων, που άφησαν το χωριό –το οποιουδήποτε είδους «χωριό», κυριολεκτικό ή μεταφορικό– για την ανωνυμία και τις (απατηλές) ευκαιρίες της μεγαλούπολης. Διαβάζεις και βλέπεις μπροστά σου τους ουρανοξύστες στις ασπρόμαυρες ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν, και τα πλήθη των μεταναστών στο Νησί της Ελπίδας, και το μικρό αλλά ζεστό διαμερισματάκι της Λούσι και του Ρίκυ, και το λίγο μεγαλύτερο αλλά εξίσου ζεστό διαμέρισμα στα Φιλαράκια· και τα χρόνια περνούν, και οι χαρακτήρες αλλάζουν· αλλά η ιστορία είναι πάντα η ίδια.

Μετακίνηση. Αναζήτηση. Προοπτική. Φιλοδοξία. Απληστία. Ελπίδα. Ανταγωνισμός. Συγχρωτισμός. Ελευθερία. Μοναξιά.

Διαβάζεις τον Φύλακα στη Σίκαλη και το Sex and the City (το βιβλίο, όχι την ταινία) και τα θυμάσαι όταν περιφέρεσαι άσκοπα στις λεωφόρους του Μανχάταν, και καμιά φορά όλο αυτό το βάρος στο στήθος ξεχειλίζει και αναμειγνύεται με την αβάσταχτη ομορφιά αυτής της πόλης το βράδυ, και όλο αυτό το κύμα γίνεται δάκρυα, και την ώρα που εσύ περπατάς στη φωτισμένη Houston και στην Bowery, ένα πλήθος από άντρες και γυναίκες με σμόκιν, παπιγιόν και βραδινά φορέματα ξεχύνονται σαν τις κατσαρίδες στο πεζοδρόμιο μέσα από μία διαλυμένη πόρτα ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου, κι εσύ χώνεσαι κόντρα στο ρεύμα ανάμεσά τους, αλλά δεν σε νοιάζει, άλλωστε κανείς δεν σε κοιτάει, κανείς δεν ασχολείται, γι’ αυτό άλλωστε είσαι εδώ, για την ελευθερία· που φέρνει μαζί της και τη μοναξιά.

Διαβάζεις το συγκλονιστικό The Lonely City της Olivia Laing και είναι σαν να διαβάζεις το ημερολόγιο σου, σαν να το έχεις γράψει εσύ· και συνειδητοποιείς ότι ο Θεός σε δουλεύει: ότι αυτή η αστική μοναξιά, αυτή η «κατάσταση έλλειψης», η αίσθηση ότι δεν καταναλώνεις αρκετή οικειότητα, είναι το καθολικότερο συναίσθημα. Δεν έχει σημασία αν είσαι έφηβος ή ηλικιωμένος, παντρεμένος ή εργένης, πλούσιος ή φτωχός. Η Laing γράφει ότι η μοναξιά στην πόλη είναι μια πόλη από μόνη της· μια όμορφη πόλη, μια πυκνοκατοικημένη κοινότητα. Διαβάζεις τα βιβλία της Sherry Turkle και συνειδητοποιείς ότι η επικοινωνία, η συζήτηση, είναι τέχνη και τεχνική, που μαθαίνεται και ξεχνιέται – ατομικά και συλλογικά. Μιλάς, αλλά δεν ακούς. Μιλάς, αλλά δεν ρωτάς. Χρησιμοποιείς το κινητό, όχι για να αντιμετωπίσεις τη ρίζα του κακού, αλλά για να την αποφύγεις. Κρύβεσαι.

Διαβάζεις και θυμάσαι τότε που ήσουν εντελώς μόνος σου στην πόλη, τότε που δεν υπήρχε Facebook και Twitter, και σκεφτόσουν ότι, αν χρειαστείς κάτι, οτιδήποτε, δεν υπάρχει απολύτως κανένας που θα μπορούσες να πάρεις τηλέφωνο χωρίς να ενοχλήσεις, χωρίς να χάσεις λίγη απ’ την αξιοπρέπειά σου, χωρίς να προκαλέσεις τη συγκατάβαση και τη λύπηση, εάν όχι την αδιαφορία. Κι ενώ δεν χρειαζόσουν πραγματικά κάτι, η σκέψη και μόνο ότι δεν υπήρχε κάποιος αρκούσε για να σου προκαλέσει πανικό. Μιλάει μόνη της η άστεγη ρακοσυλλέκτρια. Σου πιάνει την κουβέντα ο διπλανός στο καφέ. Σου κάνει ερωτήσεις ο περαστικός. Σου χαμογελάει ο τύπος στο μπαρ. Σου λέει τον πόνο της η νεαρή με τις μπούκλες στο φαρμακείο. Και δεν ξέρεις σε ποιες από αυτές τις περιπτώσεις η προσέγγιση οφείλεται σε απελπισία, σε πρακτική ανάγκη, σε επιλογή, σε σύμπτωση. Λογικά, στα επόμενα 30 δευτερόλεπτα θα φανεί. Και έχεις βρεθεί σε όλες αυτές τις καταστάσεις, και έχεις πιάσει κι εσύ την κουβέντα σε άλλους από αυτή την ανάγκη για την απειροελάχιστη ανθρώπινη επικοινωνία, αλλά προτιμάς ο άλλος να απευθύνεται σε σένα από επιλογή (άντε από σύμπτωση) κι όχι από απελπισία. Βέβαια τα πάντα από ανάγκη γίνονται, αλλά το θέμα είναι πόσο καλά κρύβεις την ανάγκη αυτή. Πόσο καλά την καλύπτεις με το περιτύλιγμα της περηφάνειας, της αυτοπεποίθησης, της επιτυχίας. Η ανάγκη και η απελπισία διώχνουν, σαν μια κακή μυρωδιά, σαν μούχλα που σιγά-σιγά επεκτείνεται. Και ξέρεις ότι, είτε είσαι απ’ τη μία πλευρά του τραπεζιού είτε απ’ την άλλη, αν η ερώτηση είναι από απελπισία και η απάντηση από φιλανθρωπία, η επικοινωνία θα λήξει νωρίτερα και από φρέσκο γάλα.

Διαβάζεις, και η ανάμνηση της ανάγνωσης μπλέκεται με την εμπειρία της ανάγνωσης, και δεν ξέρεις αν είσαι στο τώρα, στη Νέα Υόρκη του 2018 όταν θυμάσαι την ανάγνωση του βιβλίου στο Λονδίνο του 2002, ή στη Νέα Υόρκη του 1962 όταν διαδραματίζεται αυτό. Δεν έχει σημασία ποιό ήταν το βιβλίο· δεν έχει καν σημασία πότε και που ήσουν, γιατί όπου και να νομίζεις ότι ήσουν, στην πραγματικότητα ήσουν πάντα στη Νέα Υόρκη γιατί αυτή είναι η μόνη Πόλη του βιωματικού σου χρόνου· όπως ήταν κάποτε η Ρώμη για κάποιους άλλους πριν από σένα. Διαβάζεις και γράφεις, γιατί μόνο αυτά μπορείς να κάνεις. Το Σαββατόβραδο πέρασε. Σήμερα είναι Κυριακή και ευτυχώς αύριο είναι Δευτέρα.

* * *

Πάνω από ένας στους τέσσερις ενήλικες Αμερικανούς και σχεδόν ένας στους δύο ενήλικες Βρετανούς νιώθουν συχνά ή συνεχώς μοναξιά. Τον Ιανουάριο του 2018 η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι δημιούργησε θέση υφυπουργού Μοναξιάς αναγνωρίζοντας τη σχετική εκστρατεία και τις πολλαπλές έρευνες που δείχνουν ότι η μοναξιά οδηγεί σε κρίση δημόσιας υγείας.

[ Εικονογράφηση: Έντουαρντ Χόπερ, Night Windows (1928) ].