Quo vadis, Europa?

P
Δημήτρης Ζεγγίνης

Quo vadis, Europa?

Σήμερα έγινε το δημοψήφισμα στην Ιταλία και οι δεύτερες εκλογές στην Αυστρία και μέσα στο 2017 θα γίνουν εκλογές στις Γερμανία και Γαλλία — ευχόμαστε και σε εμάς. Αυτά σε συνέχεια του δημοψηφίσματος του Brexit στη Μεγάλη Βρετανία και τις διπλές εκλογές στην Ισπανία. Είναι πια εμφανές πως η Ευρώπη μπαίνει σε έναν καινούριο δρόμο. Το ποιος είναι αυτός ο δρόμος είναι το ζητούμενο. Πάντως είναι βέβαιο πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θ’ αλλάξει. Κι αυτό ανησυχεί τις ευρωπαϊκές γραφειοκρατικές και πνευματικές ελίτ. Νιώθουν πως μια σειρά από παραδοχές πλέον αμφισβητούνται, και η εικόνα της ΕΕ των τελευταίων 30 χρόνων, από την εποχή Ντελόρ και μετά, αλλάζει.

Πρόκειται για μια αλλαγή λόγου (discourse). Ως λόγο εννοούμε ένα σύστημα σκέψης και συμπεριφοράς στην πολιτική και στην κοινωνία με εξουσιαστικό χαρακτήρα. Κυρίαρχος λόγος είναι αυτός που έχει αποκλείσει στη συνείδηση των πολλών άλλα παραδείγματα, άλλους λόγους, και έχει κυριαρχήσει. Αυτή η κυριαρχία είναι πράξη εξουσίας και άρα εξ ορισμού πολιτική.

Η ενωμένη Ευρώπη έχει βασιστεί στα εξής:

Πρώτον, υπάρχει ένας τεράστιος γραφειοκρατικός μηχανισμός, με μικρή δημοκρατική νομιμοποίηση, ο οποίος ρυθμίζει την οικονομία και τη διοίκηση της Ένωσης, αλλά και των κρατών-μελών σε μικρό ή μεγάλο βαθμό αναλόγως του κράτους-μέλους. Δεύτερον, σκοπός αυτού του μηχανισμού από τη φύση του είναι η αναπαραγωγή του· όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Τρίτον, ο ρυθμιστικός ρόλος της Ένωσης επεκτείνεται, κι αυτό είναι κρίσιμο σημείο, στην κοινωνία. Ο εξουσιαστικός λόγος της Ένωσης διαμορφώνει ένα πλαίσιο πεποιθήσεων, αντιλήψεων και συμπεριφορών σε μια σειρά από θέματα. Αυτά εκτείνονται από τα θέματα κοινωνικής προστασίας και κράτους πρόνοιας και φτάνουν μέχρι τον τρόπο ζωής, τον πολιτισμό και το περιβάλλον. Η κυριαρχία που δημιουργείται εξ αυτού είναι η κυριαρχία της πολιτικής ορθότητας.

Ενώ λοιπόν θα λέγαμε πως η πολιτική της Ένωσης στην οικονομία είναι φιλελεύθερη, η τάση αναπαραγωγής του κρατικού μηχανισμού θέτει θέματα ως προς τον πραγματικά φιλελεύθερο χαρακτήρα της, όσον αφορά τις κρατικές δαπάνες και το μέγεθος της γραφειοκρατίας. Από την άλλη, η διαδικασία αναπαραγωγής του εθνικού κράτους, όσο και του υπερεθνικού των Βρυξελλών, βασίζεται στην «ανάγκη» του κράτους πρόνοιας. Εδώ είναι το παράδοξο. Το κράτος πρόνοιας στην Ευρώπη δημιουργήθηκε την εποχή της ευημερίας και αμφισβητείται τη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης, όταν θεωρητικά είναι περισσότερο αναγκαίο. Ο λόγος είναι πως γίνεται όλο και πιο φανερό στους πολίτες ότι υπάρχει για να αναπαράγει το κράτος κι όχι για να βοηθά τους έχοντες ανάγκη.

Εδώ πρέπει να προσθέσουμε το μεταναστευτικό. Η Ευρώπη προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη μετακίνηση πληθυσμών προς αυτήν με όρους προνοιακούς. Αντιμετωπίζει τους μετανάστες ως κοινωνική ομάδα χρήζουσα βοηθείας, όπως είναι οι άνεργοι, οι άστεγοι, τα ΑΜΕΑ κλπ. (μία παράμετρος του), και λιγότερο ως ένα διεθνές πρόβλημα γεωπολιτικών συσχετισμών και ασφάλειας (η άλλη παράμετρος του). Για τους λαούς της Ευρώπης, καλώς ή κακώς, αυτό δεν είναι κατανοητό. Δυσκολεύεται πλέον ο Ευρωπαίος φορολογούμενος να κατανοήσει γιατί τα χρήματα που με κόπο πλέον βγάζει και στα οποία φορολογείται πηγαίνουν για σκοπούς που δεν αφορούν τον ίδιο. Με λίγα λόγια, δυσκολεύεται να αποδεχθεί τις δαπάνες ενός αδηφάγου κράτους που με το πρόσχημα της πρόνοιας αντί να μειώνεται σε συνθήκες κρίσης βρίσκει καινούριους σκοπούς για να διατηρείται, και σε ορισμένες περιπτώσεις να μεγαλώνει.

Υπάρχει βέβαια και η φιλελεύθερη άποψη εδώ που λέει ότι η αλληλεγγύη, όταν βασίζεται στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι καθήκον μας ως κοινωνιών. Μόνο που το κράτος πρόνοιας απαιτεί πόρους, και οι πόροι πλέον λιγοστεύουν. Και εδώ ακριβώς αναπτύσσεται το βασικό σχίσμα ανάμεσα σε αυτούς που ακολουθούν τον κυρίαρχο λόγο στην Ευρώπη και σε αυτούς που τον αμφισβητούν. Είναι ένα παιχνίδι εξουσίας — όπως πάντα.

Σε αυτό το πλαίσιο βρίσκει πεδίο δράσης ο λαϊκισμός, δεξιός κι αριστερός. Η κινητικότητα των λαϊκιστών πανευρωπαϊκά δημιουργεί ταραχή στις ευρωπαϊκές ελίτ. Από τη μια υπάρχει το κυρίαρχο εξουσιαστικό μοντέλο των τελευταίων δεκαετιών όπως το αναφέραμε στην αρχή, κι από την άλλη η αναζήτηση μιας λύσης στα προβλήματα της κρίσης μέσω προσφυγής στο λαϊκό θυμικό. Σε περιόδους κρίσης, όταν αναζητείται ένας καινούριος λόγος πάντα κανείς προστρέχει στην πιο σταθερή και βαθιά από τις ταυτότητες του ανθρώπου: στην εθνική. Αυτό συμβαίνει γιατί η εθνική ταυτότητα συνδέεται με τον τρόπο ζωής του κάθε ανθρώπου. Συνδέεται με τις βασικές σταθερές του, τα ήθη και τα έθιμα του, τη γλώσσα, τη θρησκεία. Αυτά είναι τα θεμέλια στα οποία θα χτιστεί το νέο.

Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μια τέτοια διεργασία. Είναι λογικό να μεταφράζονται τα φαινόμενα της κρίσης (οικονομικής, μεταναστευτικής, κοινωνικής) στην καθημερινότητα της ζωής του μέσου Ευρωπαίου με όρους απώλειας των σταθερών του με την παραπάνω έννοια. Σε αυτό χτίζει ο λαϊκισμός. Όμως ο λαϊκισμός δεν έχει απάντηση. Πολλή φασαρία χωρίς ουσία. Από την άλλη, επειδή δεν μας αρέσει ο λαϊκισμός, δεν πρέπει να αγνοούμε τα αίτια που τον γεννούν. Η Ευρώπη πρέπει ν’ αλλάξει για να επιζήσει ως Ένωση. Και για να αλλάξει πρέπει να πετάξει τα βαρίδιά της.

Το παράδειγμα του λόγου που παρουσιάζει ο Φιγιόν στη Γαλλία είναι ενδεικτικό της κατεύθυνσης που θα μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα. Πρώτον, ενίσχυση της οικονομίας της αγοράς και μείωση των δαπανών του κράτους. Δεύτερον, ιδιαίτερη σημασία στην τάξη και ασφάλεια τόσο εσωτερικά όσο και στην προάσπιση των συνόρων. Εδώ περιλαμβάνεται και η αυστηρότητα στο μεταναστευτικό. Τρίτον, κράτος πρόνοιας γι’ αυτούς που πραγματικά το χρειάζονται, για αυτούς που βρίσκονται σε οικονομική ανέχεια. Τέταρτον, λιγότερα θεάματα. Η ευρωπαϊκή extravaganza της ατέρμονης πολυλογίας, των συνεδρίων, των εκδηλώσεων, των πανευρωπαϊκών μετακινήσεων ενός ατελείωτου θιάσου, που μέσω ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων διαβουλεύεται, προγραμματίζει και γυρίζει ατερμόνως γύρω-γύρω χωρίς να δίνει καμία λύση στα προβλήματα, δεν πάει άλλο. Πέμπτον, σεβασμός στις βασικές ευρωπαϊκές αξίες και στους πυλώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, την ελληνορωμαϊκή παράδοση, τη χριστιανική παράδοση, τον διαφωτισμό και τον φιλελευθερισμό.

Νομίζω πως αυτή είναι η κατεύθυνση που θα πάρουν τα πράγματα για την επόμενη δεκαετία στην Ευρώπη.