Ραντεβού στη ΔΟΥ
Μια μυρωδιά παλιού χαρτιού, κιτρινισμένου και εύθραυστου, στα όρια της χημικής αποσύνθεσης, απλώνεται στον χώρο όπου δεκάδες άνθρωποι περιμένουν να εξυπηρετηθούν, άλλοι για μια κληρονομιά, άλλοι για μια μεταβίβαση, άλλοι απλώς για να ρωτήσουν κάτι. Υπάλληλος μία, από την κατηγορία εκείνων των λίγων, των ηρωικών, που κρατάνε όρθιο ένα σύστημα πέραν των ορίων του εδώ και καιρό, κολλημένο σε μία κατάσταση αχρονικότητας που δεν έχει αγγίξει καμία μηχανοργάνωση, καμία ψηφιακή επανάσταση, με θεσμική μνήμη στηριζόμενη κυρίως στην προσωπική εμπειρία μερικών φιλότιμων προϊσταμένων και σε εκατοντάδες χειρόγραφα αρχεία εναποθετημένα στο έλεος του χρόνου. Είναι όλα τόσο αφημένα στην τύχη, τόσο εύκολο να καταστραφούν από μία πλημμύρα, μία φωτιά, μία ανθρώπινη αβλεψία· τόσες κρίσιμες πληροφορίες, τόσα προσωπικά στοιχεία, ουσιαστικά αναντικατάστατα, μπορούν να χαθούν εύκολα, για πάντα. Το περιβάλλον του χώρου δεν βοηθάει και πολύ ως προς την αποφυγή μιας αίσθησης ματαιότητας: υπάρχει μόνιμη φασαρία, άνθρωποι που φωνάζουν από θυμό, άλλοι που φωνάζουν από συνήθεια, τηλέφωνα που χτυπάνε επίμονα κάθε τόσο, σαν μουσικό χαλί που κανείς δεν διακόπτει· στην ατμόσφαιρα επικρατεί μια διαρκής υπερένταση που όμως δεν λειτουργεί παραγωγικά αλλά κυρίως αποπνικτικά, σαν τον συρμό του μετρό σε ώρα αιχμής, τότε που όλοι οι επιβάτες κρατούν σφιχτά τη χειρολαβή μαζί με την ανάσα τους μέχρι να καταφέρουν να φτάσουν στον ανακουφιστικό τους προορισμό.
Ακριβώς πάνω από αυτόν τον γραφειοκρατικό ορυμαγδό στέκεται εκείνη η αφίσα του ΕΟΤ, η εικόνα μιας φαντασιακής διαφυγής, ένα νησάκι του Αιγαίου, μερικές αρχαίες κολόνες, πευκόφυτα ακρογιάλια και τουριστικοί μύθοι, μία άλλη, γαλήνια χώρα εγκιβωτισμένη εντός μίας καθημερινά δυστοπικής πραγματικότητας. Η αντίφαση μεταξύ των καδραρισμένων εικόνων και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι τόσο έντονη, ώστε λειτουργεί σαν ένας παράλληλος συμβολισμός, σαν μια διαρκής εθνική διπολικότητα. Από τη μία, η εικόνα που πουλάμε προς τους «έξω», μέσω της τουριστικής προβολής, το βαθύ μπλε της θάλασσας, τα ηλιόλουστα μικρά σπιτάκια, το αρχαίο παρελθόν και το joie de vivre, το οποίο όμως καταναλώνουμε και εμείς, οι «μέσα», μέσω των αυτοαναφορικών τηλεοπτικών διαφημίσεων, σαν έξω καρδιά Ζορμπάδες με φιλότιμο και ουζάκι, σαν την αγία ελληνική οικογένεια. Από την άλλη, μια διαρκής ταλαιπωρία, τεχνολογικός αναλφαβητισμός, άγνοια κανόνων, αγένεια και βαθύς ατομικισμός, ο καθείς απαιτεί να εξυπηρετηθεί πρώτος, να βολέψει την υποθεσούλα του, να φάει ένα οικοπεδάκι από τους συγγενείς του μέσω μιας μικροδολοπλοκίας, να λαδώσει και να λαδωθεί για ένα έπαθλο τιποτένιο, μίζερο, για ένα αυθαίρετο πάνω στον αιγιαλό, για μερικά μπάζα ακόμη.
Έξω ο ήλιος λάμπει, η φασαρία του δρόμου φαντάζει απελευθερωτική, η νεύρωση των μεσημεριανών οδηγών μεταμφιέζεται σε μεσογειακό ταμπεραμέντο και τα ηχορυπαντικά μπιτ από τις καφετέριες σπάνε με βία τη ραστώνη του καύσωνα, παρακμή γλυκιά, θανατηφόρα.