Ρίγκαν

P
Νίκος Ψαρρός

Ρίγκαν

Ταξίδεψα στις ΗΠΑ το 1981 για να ενεργοποιήσω την πράσινή μου κάρτα που απέκτησα δικαιωματικά ως παιδί Αμερικανού πολίτη χωρίς δικαίωμα στην υπηκοότητα. Ήταν η πρώτη χρονιά της διακυβέρνησης του Ρόναλντ Ρίγκαν, εναντίον του οποίου είχε ξεσηκωθεί τότε όλη η αριστερή και διανοούμενη Ευρώπη. Ήταν η εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του με την εγκατάσταση των πυραύλων Pershing-2 στα σύνορα μεταξύ των δύο Γερμανιών και τον κίνδυνο να ξεχυθούν τα τανκς του συμφώνου της Βαρσοβίας στο Fulda Gap, μια περιοχή της δυτικής Γερμανίας όπου κατά τύχη έμενα κι εγώ.

Φτάνω λοιπόν μια μέρα του καλοκαιριού του 1981 στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, όπου με υποδέχονται ο περίφημος θείος από την Αμερική και η οικογένειά του: αυτοί ήταν και οι εγγυητές της πρόσκλησής μου ως νέου μετανάστη στη γη της επαγγελίας. Η χαρά κράτησε περίπου μισή ώρα, μέχρι να διαπιστώσουμε, οι θείος μου κι εγώ, ότι ζούσαμε σε δύο διαφορετικά σύμπαντα. Οι συγγενείς μου ήταν όλοι ανεξαιρέτως —θείος θεία, ξαδέλφια, νύφες, φίλοι του θείου— θερμοί οπαδοί του Ρίγκαν. Μετά από μισή ώρα, ήδη μέσα στο αυτοκίνητο είχε ανάψει ένας τρικούβερτος πολιτικός καβγάς που σταμάτησε μόνο όταν έφυγα μετά από περίπου ένα μήνα — για να ξαναγυρίσω μετά από 20 χρόνια, πλέον με τουριστική βίζα γιατί η πράσινη κάρτα είχε προ πολλού χάσει την ισχύ της.

Το σοκ ήταν μεγάλο. Γιατί όχι μόνο οι συντηρητικοί συγγενείς μου ήταν οπαδοί του Ρίγκαν αλλά σχεδόν όλοι όσοι έτυχε να συναντήσω κατά την διάρκεια της παραμονής μου, στο τρένο, στη Βοστώνη όπου πήγα για ένα μικρό ταξιδάκι, στα μπαρ, σε πάρτι. Όλοι — και κανείς δεν καταλάβαινε γιατί αυτός ο μικρός Ευρωπαίος, που μιλούσε γρήγορα και με μεγάλη ταραχή, ήταν τόσο ταγμένος κατά της προστασίας που παρείχε η Αμερική στον ελεύθερο κόσμο. Το σοκ έγινε ακόμα πιο μεγάλο όταν διαπίστωσα ότι ακόμα και άνθρωποι που δήλωναν αριστεροί, και μάλιστα μαρξιστές, και ήταν ίσως αντίθετοι με την οικονομική πολιτική του Ρίγκαν, μου εξηγούσαν πως η χώρα τους ήταν παρ’ όλα αυτά η πιο ελεύθερη και πιο ωραία χώρα του κόσμου.

Δεν καταλάβαινα τίποτα. Και αυτή η αδυναμία κατανόησης, σε συνδυασμό με την τότε επαναφορά της υποχρέωσης για κάθε νέο πάνω από τα 18, πολίτη ή μετανάστη, να δηλωθεί στα γραφεία στρατολογίας διά παν ενδεχόμενον, οδήγησε στο να μην προσπαθήσω ποτέ να διατηρήσω την ιδιότητα του μετανάστη και να μείνω στο κόσμο που κατανοούσα· στην Ευρώπη.

Η απέχθεια απέναντι στον Ρίγκαν και την οικονομική και στρατιωτική πολιτική του ήταν τότε γενική στην Ευρώπη. Όπως γενικός ήταν και ο χλευασμός για το πρόσωπό του, γι’ αυτόν τον άξεστο λαϊκιστή ηθοποιάκο δευτέρας κατηγορίας που δεν ήξερε καν ότι το Μαρόκο δεν ανήκει στην Ασία, που έλεγε άγαρμπα —σήμερα θα λέγαμε πολιτικώς ανάρμοστα— αστεία για ανάπηρους, για Αφροαμερικανούς και φυσικά και για τους ηγέτες της αντίπαλης υπερδύναμης, ακόμα και για τον Γκορμπατσόφ, έναν από τους πρωτεργάτες της αναίμακτης διάλυσης του ανατολικού μπλοκ.

Σήμερα ο Ρόναλντ Ρίγκαν θεωρείται ένας από τους πιο φωτισμένους μεταπολεμικούς προέδρους των ΗΠΑ, αυτός που τερμάτισε τον Ψυχρό Πόλεμο χωρίς να πέσει τουφεκιά, αυτός που απελευθέρωσε τους λαούς της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων και των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, από τον ζυγό του σταλινίζοντος κομουνισμού, ένας από τους μεγαλύτερους οικονομικούς μεταρρυθμιστές (μαζί με τη Μάργκαρετ Θάτσερ) του τελευταίου τέταρτου του 20ού αιώνα, και ένας άνθρωπος που δεν δίστασε να αποδεχτεί το γεγονός ότι το πνεύμα του εκφυλλιζόταν σταδιακά από τη νόσο του Αλτσχάιμερ και να το κοινοποιήσει δημόσια στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τον λαό των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της δικής του θητείας μάλιστα οι ΗΠΑ κατάφεραν να ξεπεράσουν το τραύμα του πολέμου του Βιετνάμ, αλλά και να μην εμπλακούν σε καμία μεγάλου μεγέθους πολεμική περιπέτεια.

Σήμερα, τριάντα έξι χρόνια μετά την πρώτη εκλογή του Ρόναλντ Ρίγκαν, το ύπατο αξίωμα της χώρας του καταλαμβάνει και πάλι ένας άξεστος, άγαρμπος, ρατσιστής, (ημι)νεόπλουτος, λαϊκιστής δημαγωγός, με τα ίδια σχεδόν συνθήματα για μια Αμερική που θα ανήκει πάλι στους Αμερικανούς, για μια αναζωπύρωση της οικονομίας και αναστροφή της αποβιομηχάνισης της χώρας (κάτι που ήταν και τότε στην ημερήσια διάταξη). Και σήμερα, όπως και τότε, ο υπόλοιπος κόσμος αποδέχεται το μήνυμα αυτής της εκλογής με σοκ και δέος. Όπως και τότε, ο πεσιμισμός κυριαρχεί, ιδιαίτερα στις τάξεις αυτών που ελπίζουν και αγωνίζονται για περισσότερη ειρήνη, για οικονομική ευημερία, για μια ενωμένη Ευρώπη, για έναν πιο ανθρώπινο και δικαιότερο κόσμο.

Όμως, όπως μας δείχνει η διαδρομή της θητείας του Ρόναλντ Ρίγκαν, η επιτυχία μιας διακυβέρνησης δεν οφείλεται στα πρόσωπα που η συγκυρία αφήνει να επανδρώσουν τους θιάσους των κυβερνήσεων, των κοινοβουλίων και των διοικήσεων, αλλά κατά κύριο λόγο στο θεσμικό και συνταγματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο αυτοί οι θίασοι δίνουν την πολιτική τους παράσταση. Το αν ένας κυβερνήτης καταξιώνεται μπροστά στην ιστορία εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ικανότητά του να προσαρμόσει την πολιτική του ατζέντα στο θεσμικό, νομικό και συνταγματικό πλαίσιο που τον περιβάλλει. Γιατί αυτό το πλαίσιο δίνει στο κράτος και στους κυβερνήτες του την ηθική αξία που καλούνται να υπηρετήσουν. Αυτή η ικανότητα να αντιληφθεί την αξία και να την υπηρετήσει —όπως αυτός έκρινε σωστά, αλλά πάντοτε με γνώμονα αυτήν— ήταν η μεγάλη πολιτική αρετή του Ρόναλντ Ρίγκαν, εκείνη που του έδωσε μια θέση στο Πάνθεον των Προέδρων των ΗΠΑ με παγκόσμια απήχηση, πλάι στον Τζορτζ Ουάσιγκτον, τον Αβραάμ Λίνκολν, τους Θεόδωρο και Φράνσις Ρούσβελτ και τον Τζον Κένεντι — και ίσως και τον Μπαράκ Ομπάμα.

Το πολιτικό μέλλον του Ντόναλντ Τραμπ και η θέση του στην ιστορία θα εξαρτηθούν από το εάν μπορεί και αυτός να αναπτύξει και να ασκήσει αυτήν την αρετή. Όλα τα άλλα είναι απλώς μαλλιά βαμμένα πορτοκαλί.