Roma o Morte

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Roma o Morte

Τον ψυχολογικό, πνευματικό και σωματικό αντίκτυπο κάθε πόλης τον βιώνεις αρκετά πριν τον συνειδητοποιήσεις, και σίγουρα πολύ πριν καταφέρεις να τον εκφράσεις με λόγια. Ο συνδυασμός κλίματος, φυσικού και αστικού τοπίου, αρχιτεκτονικής, ιστορίας, καθημερινότητας και κουλτούρας των κατοίκων, και κυρίως μιας εντελώς υποκειμενικής αντίληψη του τόπου που σχετίζεται με τις δικές σου αναφορές, την παιδική σου ηλικία, τα ιδανικά σου, δημιουργεί μία αίσθηση, μία χημική ένωση, ένα ωστικό κύμα, που σε χτυπά αμέσως μόλις βρεθείς εκεί και αλληλεπιδρά με το σώμα σου. Είναι πολύ πιθανό, περνώντας αρκετό χρόνο σε μία πόλη που στην αρχή δεν σου άρεσε, να γνωρίσεις τα μυστικά της, να ανακαλύψεις κρυμμένους θησαυρούς και να επανεκτιμήσεις την αξία της. Ωστόσο, σε ένα καθαρά βιωματικό επίπεδο, η πρώτη εντύπωση που έχεις όταν γνωρίσεις μία πόλη, εντελώς ενστικτωδώς, είναι και η πιο ειλικρινής, η πιο καθοριστική για τη σχέση σου με τον τόπο αυτό.

Υπάρχουν πολλές πόλεις που, αμέσως μόλις βγήκα από το αεροπλάνο ή το τρένο (κάποιες φορές πριν ακόμα βγω) με έκαναν αμέσως —πριν καλά-καλά το καταλάβω— να νιώσω ευεξία: η Βαρκελώνη, το Παρίσι, η Νέα Υόρκη, το Σικάγο και φυσικά η Αθήνα. Υπάρχουν άλλες πόλεις που, ασχέτως τού αν και πόσο μου αρέσουν, της ποιότητας ζωής, ή και ακόμη και της προσωπικής ιστορίας στον τόπο εκείνο, δεν δημιουργούν αντίστοιχα συναισθήματα: το Βερολίνο, η Κοπεγχάγη, η Στοκχόλμη, το Σαν Φρανσίσκο, μεταξύ πολλών άλλων. Το Λονδίνο είναι το σπίτι μου εδώ και πολλά χρόνια και έχει άπειρα καλά, αλλά κάθε προσγείωση σε βρετανικό αεροδρόμιο δεν παύει να μου δημιουργεί ένα σφίξιμο στο στήθος, σαν να έχει ακουμπήσει κάποιος πάνω μου μία υγρή ταφόπλακα.

Τον Ιανουάριο είχα επισκεφτεί τη Ρώμη για ένα επαγγελματικό ταξίδι και, πριν καν επεξεργαστώ ό,τι έβλεπα τριγύρω μου, ένιωθα καλά — ένιωθα σαν να είμαι στο σπίτι μου. Η γειτονιά μου ήταν το Τραστέβερε, ακριβώς δίπλα στον λόφο Γιανίκουλουμ (τον λόφο του Ιανού) — μία καταπράσινη όαση με θέα όλη την πόλη. Κι ενώ σε άλλες πόλεις πάσχιζα να βγάλω φωτογραφίες της προκοπής, στη Ρώμη ο φακός γλίστρούσε πάνω στα κτίρια, ερωτευόταν αυτό το μοναδικό ροζ-πορτοκαλί φώς, και —χωρίς φίλτρα, χωρίς Photoshop, που ούτως ή άλλως ποτέ δεν το χρησιμοποιώ— δημιουργούσε εικόνες ονειρικές, λες και η πόλη αυτή πόζαρε για σένα. Φωτογραφίζω συστηματικά πόλεις εδώ και πολλά χρόνια. Πουθενά δεν έχω εισπράξει αυτή τη μοναδική σχέση ανάμεσα στην ύλη και τον φακό.

 

Νοέμβριος 2016. Επιστροφή στο Τραστέβερε. Το ταξί με αφήνει έξω από τον αριθμό 40 της οδού Γκαριμπάλντι. Αποφασίζω να ανηφορίσω προς την Πύλη τού (Καθολικού) Αγίου Παγκρατίου πριν πέσει το φως. Εκεί γυρίστηκε και η εναρκτήρια σκηνή της ρωμαϊκής σεκάνς του «Spectre» (μία από τις παράλληλες ασχολίες μου είναι ο εντοπισμός και φωτογράφιση τοποθεσιών στις οποίες γυρίστηκαν αγαπημένες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές· ο σχετικός τουρισμός, εκτός από ανθηρή βιομηχανία, είναι και εξαιρετικά αποτελεσματικός και ευχάριστος τρόπος απόκτησης οικειότητας με την πόλη). Παρατηρώ την κίνηση στους δρόμους. Η Ιταλία είναι μία από τις χώρες που γέννησαν την αυτοκινητική κουλτούρα, και αυτό είναι ένα από τα πλέον αγαπημένα μου στοιχεία στις πόλεις, και ειδικά στη Ρώμη.

Η παρούσα κουλτούρα πολιτικής ορθότητας και (απολύτως δικαιολογημένης) ανησυχίας για την κλιματική αλλαγή τείνει να μετατρέψει το αυτοκίνητο σε σύγχρονο ταμπού. Η μία μετά την άλλη, πρωτεύουσες και μεγάλες πόλεις πεζοδρομούν τα ιστορικά τους κέντρα ή επιβάλλουν αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση και το παρκάρισμα (λόγω της ιδιόμορφης ρυμοτομίας και του πεπαλαιωμένου αστικού σχεδιασμού, στη Βρετανία είναι ούτως ή άλλως επίπονο το να οδηγείς μέσα στην πόλη και πρακτικά αδύνατο το να παρκάρεις). Ίσως ακούγεται περίεργο, αλλά το αυτοκίνητο είναι το πιο «δημοκρατικό» μεταφορικό μέσο· ναι, κι όμως: το αυτοκίνητο είναι εργαλείο ισονομίας, ενώ τα σύγχρονα συστήματα μαζικής μεταφοράς στις πόλεις που αποθαρρύνουν τη χρήση αυτοκινήτου αποτελούν ουσιαστικά εργαλεία ανισότητας, αφού ουσιαστικά αφορούν μόνον όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν εξωφρενικά ποσά για παρκάρισμα, τέλη δακτυλίου ή ταξί. Το αυτοκίνητο είναι εργαλείο κινητικότητας· αιμοδοτεί τον αστικό ιστό, αφού επιτρέπει έναν ευέλικτο τρόπο ζωής που δεν περιστρέφεται μόνο γύρω από συγκοινωνιακούς κόμβους: τροφοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μετακίνηση των παιδιών στα σχολεία και στις εξωσχολικές δραστηριότητες, επισκέψεις σε φίλους, ψώνια, βραδινή διασκέδαση, ένας καφές στο κέντρο, ραντεβού με γιατρούς, εργασιακά ραντεβού. Η δομή της καθημερινότητας, η σχέση του ατόμου με το αστικό τοπίο, οι κοινωνικές σχέσεις — όλα αυτά αλλάζουν δραματικά όταν αφαιρείς ή εμποδίζεις την ελεύθερη μετακίνηση του αυτοκινήτου από την πόλη. Πρόκειται ουσιαστικά για μία κίνηση προς τα πίσω — μία προσπάθεια απώλειας της τεχνολογικής προόδου.

 

Το 1862, ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, στρατηγός, πολιτικός και ένας από τους «πατέρες» του Ιταλικού κράτους, ξεκίνησε την εκστρατεία κατάκτησης/απελευθέρωσης της Ρώμης με το μότο «Ρώμη ή Θάνατος». Η φράση αυτή είναι τώρα χαραγμένη στα μνημεία της περιοχής. Το εμμονικό όραμα του Γκαριμπάλντι μπορεί να μην ολοκληρώθηκε επιτυχώς, αλλά διαμόρφωσε την πόλη και την ιστορία της χώρας. Όποιος περπατά στη Ρώμη αντιλαμβάνεται ότι το μότο αυτό δεν αναφέρεται μόνο σε μία συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία· αντιδιαστέλλει δύο ακραίες καταστάσεις: το σκοτάδι και το φώς· τον θάνατο και τη ζωή· ή μάλλον την απόλυτη αθανασία μιας πόλης που γεννήθηκε για να κυριαρχήσει στον κόσμο και να αποτελέσει το αντικείμενο ονείρων, αφηγημάτων και αέναων μαχών εξουσίας.

Εάν η Νέα Υόρκη ενσαρκώνει το ιδανικό όραμα του μέλλοντος, του πού θα μπορούσε να φτάσει ο ανθρώπινος πολιτισμός, η Ρώμη αποτελεί την ιδανική αναπαράσταση του παρελθόντος· του πού έχει ήδη φτάσει.