Ρονίν
Στα παλιά χρόνια της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, σύμφωνα με ένα μύθο, ήταν, λέει, ένας περιπλανώμενος σαμουράι, ένας «ρονίν», που γύριζε από τόπο σε τόπο, έβαζε τους ταβερνιάρηδες να τον τραπεζώνουν, έπινε, και, πάνω στο κέφι, προκαλούσε όποιον ξεχώριζε από τους ντόπιους σε μονομαχία. Με αυτό τον τρόπο είχε σκοτώσει πολλούς και είχε γίνει θρύλος. Μια μέρα, προκάλεσε έναν ανθρωπάκο που έσερνε μία χειράμαξα κάτω από τον ήλιο. Ο άντρας δεν ήθελε να πολεμήσει, ήθελε να πάει στο σπίτι του, να γλιτώσει. Αλλά οι υπόλοιποι χωριάτες τον γιούχαραν και τον πρόγκαγαν, κι έτσι αναγκάστηκε να συναινέσει. Του έδωσαν ένα σπαθί, που δεν ήξερε να το κρατάει καλά-καλά, μαζεύτηκαν όλοι σε κύκλο, και άρχισε η μονομαχία. Που δεν κράτησε πολύ. Με την πρώτη σπαθιά, ο ανθρωπάκος βρέθηκε στο χώμα, πνιγμένος στο αίμα και με τα σωθικά του να κρέμονται. Οι χωριάτες επαίνεσαν τον σαμουράι, του έδωσαν άλλο ένα φλασκί με σάκε, και τον ξεπροβόδισαν.
Ο ρονίν περπάτησε κάτω από τον ήλιο με το κεφάλι του να τυραννιέται από έναν ξαφνικό πόνο. Δεν ήξερε τι ήταν και πώς μπορούσε να τον κάνει καλά. Υπέφερε για ώρες και για μέρες και για βδομάδες πολλές, συνεχίζοντας παρ’ όλα αυτά να βαδίζει, σαν να μην μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Κοιμόταν σαν το αγρίμι μέσα στους θάμνους όταν νύχτωνε, και ξανάπιανε τον δρόμο του με το χάραμα. Μέχρι που κάποια στιγμή, εκεί που έσερνε αποκαμωμένος τα βήματά του, είδε ένα ψηλό βουνό. Εκεί, στην πλαγιά, περπατώντας με δυσκολία και μεγάλη προσοχή, είδε ένα καραβάνι από εμπόρους να κατεβαίνει. Σε κάθε τους βήμα, πέτρες, χώμα και βράχια αποκολλούνταν από το βουνό και κατρακυλούσαν με θόρυβο στην πλαγιά. Ο σαμουράι ρώτησε τι συνέβαινε, και ένας αγρότης τού είπε πως έτσι είχαν τα πράγματα: αυτό το πέρασμα ήταν τρομερά επικίνδυνο, και κόσμος σκοτωνόταν εκεί σχεδόν καθημερινά. Αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να φέρουν εμπορεύματα στην περιοχή για να τα ανταλλάξουν με το ρύζι τους. Ή θα πέθαιναν της πείνας, γιατί μοναχά με το ρύζι δεν ζει ο άνθρωπος, ή θα αντιμετώπιζαν το βουνό. Και τότε ο περιπλανώμενος σαμουράι είχε ένα «σατόρι», αυτό που εμείς λέμε «φώτιση». Θα άλλαζε τρόπο ζωής και θα αναγεννιόταν. Θα αφιέρωνε τη ζωή του στη σωτηρία των χωρικών και θα σταματούσε μια για πάντα τους σκοτωμούς. Την ίδια ακριβώς στιγμή, του πέρασε και ο οξύς πόνος, πράγμα που το ερμήνευσε σαν σημάδι από τον Θεό. Ξάπλωσε, και την άλλη μέρα με το χάραμα ανέβηκε στο βουνό και έπιασε δουλειά.
Στο μεταξύ, ο αδελφός του τελευταίου σκοτωμένου, βλέποντας το μακελεμένο πτώμα και ακούγοντας τις θρηνωδίες της νύφης του και των παιδιών της, ορκίστηκε να πάρει το αίμα του πίσω: να βρει τον ρονίν και να τον σκοτώσει. Ζώστηκε ένα σπαθί και κίνησε να τον βρει. Ρωτώντας από δω κι από κει, κι αφού πέρασαν κοντά δυο μήνες, άκουσε γι’ αυτόν. «Ναι», του είπαν, «τον ξέρουμε τον σαμουράι που λες. Τώρα έχει αγιάσει και είναι πάνω στο βουνό και ανοίγει τον δρόμο». Το μάτι του αδελφού αγρίεψε. Πήρε την ανηφοριά και έψαξε να τον βρει, ενώ το σπαθί του έτρεμε στη θήκη του. Και μέχρι να γείρει ο ήλιος τον είχε πράγματι βρει, λουσμένο μες στα χώματα να σκάβει την πλαγιά. «Πάρε ένα όπλο», του είπε, «και έλα εδώ να βρεις τον θάνατό σου». Ο σαμουράι τον κοίταξε και είπε, «Ναι. Αλλά πρώτα άσε με, να χαρείς, να τελειώσω αυτό το κομμάτι του δρόμου». Ο αδελφός τον κοίταξε καλά-καλά, το σκέφτηκε, έκατσε κάτω και περίμενε.
Την επομένη το πρωί, ο σαμουράι, βλέποντάς τον να ξεθηκαρώνει το σπαθί του, που άστραψε στο πρώτο φως του ήλιου, του είπε πάλι: «Άκου. Έχεις δίκιο. Αλλά το έργο μου είναι μεγάλο, και δεν θα τελειώσει γρήγορα αν δεν με βοηθήσεις. Στη μνήμη του αδελφού σου, βάλε κι εσύ ένα χεράκι, σε παρακαλώ, κι όταν με το καλό τελειώσουμε, πάρε μου το κεφάλι». Ο αδελφός το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε, και εντέλει δέχτηκε. «Καλώς», είπε φτύνοντας στο χώμα. «Άντε να τελειώνουμε». Και πήρε κι αυτός έναν κασμά κι έναν κουβά για τα χώματα.
Ο δρόμος άνοιγε μέρα με την ημέρα, και πια το μονοπάτι είχε διαπλατυνθεί τόσο που χώραγε ολόκληρη άμαξα. Σιγά-σιγά, κι ενώ οι μέρες και οι βδομάδες περνούσαν, οι δυο άντρες πάτησαν και έστρωσαν το χώμα, το έκαναν αλφάδι, έβαλαν στηρίγματα και παραπέτα, και συνέχισαν το εμπορικό μονοπάτι μέχρι την άλλη μεριά του βουνού, με γέφυρες και υποστηρίγματα, εξασφαλίζοντας σε όλη την περιοχή μία μεγάλη και πέρα για πέρα ασφαλή διαδρομή. Οι χωριάτες τούς ανέβαζαν φαγητό και ποτό κάθε βράδυ, και οι δυο τους κάθονταν και έτρωγαν αποκαμωμένοι, χωρίς να συζητούν. Κοιμόντουσαν πλάτη με πλάτη, μέσα σε μια σπηλιά.
Όταν πια —είχε περάσει κοντά ένας χρόνος— ολοκληρώθηκε το έργο και το καμάρωναν, και έβαλαν και μια πλάκα με το όνομα του σκοτωμένου αδελφού σε σημείο να φαίνεται, κι ενώ οι ντόπιοι έστησαν πανηγύρι στην πλατεία του χωριού και τραγουδούσαν και γλένταγαν —γιατί είχαν σωθεί πολλές ζωές έτσι—, ο σαμουράι γύρισε και είπε: «Τελειώσαμε. Τώρα, μπορείς να μου πάρεις το κεφάλι». Κι ο αδελφός του σκοτωμένου έπεσε τότε στα γόνατα και ψιθύρισε, «Μα ποιο κεφάλι να πάρω; Του δασκάλου μου;»
ΥΓ. Αυτό είναι ένα γιαπωνέζικο παραμύθι. Δεν είναι η αλήθεια. Η πραγματική ζωή δεν στηρίζεται πάντα σε συμμαχίες με φονιάδες.
[ Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου», 17.9.17 ].