Ροπή προς το οικείο

C
Γιώργος Κυριαζής

Ροπή προς το οικείο

Το οικείο είναι το γνωστό, το γνώριμο, το φιλικό, το ημέτερο, το παρόμοιο, το ταιριαστό. Το οικείο χαρίζει άνεση, χαλαρότητα και αίσθηση ασφάλειας. Το οικείο μάς είναι αγαπητό γιατί μας μοιάζει, μας θυμίζει το σπίτι μας, την οικογένειά μας, τον τόπο μας, τους δικούς μας ανθρώπους. Το οικείο είναι προέκταση του εαυτού μας. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που οι άνθρωποι πάντοτε δείχνουν προτίμηση στο οικείο, και οτιδήποτε γεννά αυτή την αίσθηση της οικειότητας, σε οποιονδήποτε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, γίνεται αμέσως δεκτό με ενθουσιασμό. Και αυτό ισχύει, φυσικά, και στη μουσική. Και πώς δημιουργείς αίσθηση οικειότητας στη μουσική — χωρίς, βέβαια, να κλέψεις την ήδη γνωστή σύνθεση κάποιου άλλου; Εύκολο: με την επανάληψη.

Αφήνοντας κατά μέρος τη μουσική των αρχαίων πολιτισμών (για την οποία, έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε αρκετά σαφή εικόνα, παρά τις αξιόλογες προσπάθειες που έχουν γίνει, ιδίως σε σχέση με την αρχαιοελληνική μουσική) και ξεκινώντας από τον Μεσαίωνα, παρατηρούμε ήδη μια ροπή προς την επαναληπτικότητα: τα σωζόμενα (χορευτικά, κυρίως) οργανικά κομμάτια απαρτίζονται από λίγες και σύντομες σε διάρκεια μουσικές φράσεις, οι οποίες προφανώς επαναλαμβάνονταν, και τα τραγούδια, κοσμικά και θρησκευτικά, πολύ συχνά περιέχουν κείμενο είτε σε έμμετρες στροφές είτε με επωδούς (αυτό που θα λέγαμε, σήμερα, ρεφρέν). Αυτή η πρακτική δεν βρήκε συνέχεια στην εκκλησιαστική μουσική, η εξέλιξη της οποίας βασίστηκε στα γρηγοριανά μέλη, που κατασκευάστηκαν ακριβώς με σκοπό να αποφύγουν κάθε ομοιότητα με τα λαϊκά ή λαϊκότροπα τραγούδια· επικράτησε όμως στην κοσμική μουσική, και η κυριαρχία της συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μερικά τρανταχτά παραδείγματα είναι τα ιταλικά laude, τα μεσαιωνικά Carmina Burana, οι ισπανικές Cantigas de Santa Maria (που, όπως και τα τραγούδια στο Llibre Vermell de Monserrat, ήταν κοσμικά κομμάτια με θρησκευτική θεματολογία) καθώς και οι ιταλικοί χοροί του 13ου και του 14ου αιώνα.

Σκοπός της επανάληψης των μελωδιών ή των στίχων (ή και των δύο μαζί) ήταν, και παραμένει, ο ίδιος: η συμμετοχή των ακροατών. Η μουσική επιτελούσε πάντοτε κοινωνικό ρόλο, και οι ακροατές είτε θα χόρευαν είτε θα τραγουδούσαν μαζί, και επομένως ήταν απαραίτητο να νιώσουν αμέσως οικειότητα, να κάνουν δικό τους αυτό που άκουγαν, αν δεν τους ήταν ήδη γνώριμο από πριν. Αυτό είναι κάτι που άρχισε να χάνεται μερικώς τον 20ό αιώνα, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνικής της ηχογράφησης και της βιντεοσκόπησης, αλλά αφενός δεν χάθηκε τελείως (ούτε και θα μπορούσε, άλλωστε) και αφετέρου κερδίσαμε άλλα πράγματα, οπότε ας μην γκρινιάζουμε. Ας μην ξεχνάμε πως, όποτε δημιουργείται κάποιος πόλος, αμέσως δημιουργείται και ο αντίθετός του. Αναφέρθηκα ήδη στο γρηγοριανό μέλος, και φυσικά υπήρξαν πάμπολλοι συνθέτες σε όλη την ιστορία της μουσικής που φρόντισαν, από άποψη, να αποφύγουν την επανάληψη, χαρίζοντάς μας αριστουργήματα. Εξάλλου, σήμερα πλέον τα στεγανά δεν έχουν νόημα, οπότε σταματώ αυτή τη συζήτηση εδώ.

Από πολύ παλιά, λοιπόν, ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα, αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη (ιδίως στη Γαλλία και την Ιταλία) εξειδικευμένες μουσικές/ποιητικές μορφές που στηρίζονταν αποκλειστικά στην επανάληψη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το ροντό, η μπαλάντα (καμία σχέση με αυτό που αποκαλούμε εμείς σήμερα μπαλάντα) και το βιρελέ. Την εποχή του μπαρόκ, που μας ενδιαφέρει σε αυτό το κείμενο, δηλαδή στα τέλη του 16ου αιώνα και στις αρχές του 17ου, αναπτύχθηκαν η σακόν και η πασακάλια, δύο μορφές που μας έρχονται από την Ισπανία, ή, πιο σωστά, από τις ισπανικές αποικίες της Νότιας Αμερικής. Και φαντάζει αστείο, ίσως, αλλά οι ιστορικοί και οι θεωρητικοί της μουσικής δεν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς τα διακριτικά χαρακτηριστικά των δύο αυτών μορφών, σε σημείο μάλιστα να αντιμετωπίζονται ουσιαστικά ως ταυτόσημες. Ξέρουμε ότι η τσακόνα (όπως αποκαλείται στα ισπανικά και τα ιταλικά, άλλο αν επικράτησε διεθνώς η γαλλική ονομασία της) ξεκίνησε ως ζωηρό χορευτικό τραγούδι και σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε οργανική φόρμα γραμμένη σε αργό τριμερές μέτρο, και ότι η πασακάλια είναι λέξη σύνθετη από τις pasar (περνώ, περπατώ) και calle (δρόμος) και αρχικά ήταν οργανικό ιντερλούδιο που παιζόταν ανάμεσα σε χορούς ή τραγούδια.

Το βασικό κοινό χαρακτηριστικό της σακόν και της πασακάλιας είναι ότι αποτελούνται από μια συγκεκριμένη και σχετικά σύντομη αρμονική διαδοχή η οποία επαναλαμβάνεται διαρκώς, σχηματίζοντας έτσι ένα ιδανικό πλαίσιο για την ανάπτυξη μελωδικών παραλλαγών ή αυτοσχεδιασμών. Λόγω της αρμονικής βάσης, συνήθως το μπάσο είναι επίσης επαναλαμβανόμενο, δημιουργώντας έτσι ένα οστινάτο το οποίο δημιουργεί αυτή την αίσθηση οικειότητας που λέγαμε πιο πριν και βοηθά στο να απλώνεται ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του ακροατή καθώς ακούει με ενδιαφέρον και προσμονή τις παραλλαγές που δημιουργούνται από τις άλλες φωνές ή τα όργανα. Παρά την ισπανική τους προέλευση, οι μορφές αυτές αναπτύχθηκαν τον 17ο αιώνα κυρίως στην Ιταλία και τη Γαλλία, όπου βρίσκουμε και το μουσικό κομμάτι που μας ενδιαφέρει σε αυτό εδώ το κείμενο: το Magnificat με αριθμό καταλόγου H.73 του Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ.

Γιατί είναι τόσο σημαντικός σε αυτή την περίπτωση ο αριθμός καταλόγου; Γιατί ο Σαρπαντιέ, γεννημένος το 1643 και φημισμένος από νωρίς για την επιδεξιότητά του στη σύνθεση θρησκευτικών έργων (άλλωστε είναι και σήμερα ευρύτατα γνωστός για ένα από τα έξι Te Deum του, το προοίμιο του οποίου χρησιμοποιείται ως σήμα της Eurovision), συνέθεσε δέκα Magnificat. Το συγκεκριμένο είναι γραμμένο για τρεις φωνές (άλτο, τενόρο και μπάσο), δύο βιολιά (που σε κάποιες εκτελέσεις ντουμπλάρονται από φλογέρες) και μπάσο κοντίνουο, και ακολουθεί τη φόρμα της πασακάλιας. Το μπάσο παίζει συνεχώς τις ίδιες τέσσερις νότες στη σειρά, σηματοδοτώντας μια συγκεκριμένη διαδοχή συγχορδιών, και τα βιολιά με τις φωνές μπλέκονται αντιστικτικά σχηματίζοντας μελωδικές παραλλαγές πάνω σε αυτές τις συγχορδίες, ξετυλίγοντας το κείμενο του ύμνου (Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον...: τα λόγια που είπε η Παναγία όταν ασπάστηκε την Ελισάβετ) με πανέμορφο τρόπο και με μια γλυκιά μελαγχολία που οφείλεται αφενός στο στιλ της εποχής (το γαλλικό μπαρόκ του 17ου αιώνα χαρακτηρίζεται από αυτήν ακριβώς τη μελαγχολική γλυκύτητα) και αφετέρου στο γεγονός ότι το κομμάτι είναι γραμμένο σε ελάσσονα τρόπο.

Δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο. Απλά ακούστε το και αφεθείτε. Το να αφεθείτε είναι προϋπόθεση.

[ Εικ.: Domenico Ghirlandaio, Visitation (1448-1494, λεπτ.), ο ασπασμός της Παναγίας με την Ελισάβετ ].