Σαλαγητές του πλήθους

P
Νίκος Ψαρρός

Σαλαγητές του πλήθους

Στη δεύτερη ραψωδία της Ιλιάδας, ο Όμηρος δίνει μία γλαφυρή περιγραφή της «διακυβέρνησης» των Αχαιών από το «κυβερνητικό» τους συμβούλιο υπό την ηγεσία του «ποιμένα λαών» Αγαμέμνονα, αφήνοντας να εξελιχθεί μπροστά στην κινηματογραφική σκηνή της φαντασίας του ακροατή (ή του σημερινού αναγνώστη) η περίφημη σκηνή της συνέλευσης των Αργείων, στην οποία καθορίζεται το μέλλον της εκστρατείας. Ο Αγαμέμνων λοιπόν μετά από ένα όνειρο του Δία το οποίο είτε αδυνατεί να ερμηνεύσει, είτε εσκεμμένα το παρερμηνεύει, συγκαλεί σε γενική συνέλευση το στράτευμα για να του ανακοινώσει ότι, μετά από την εννιάχρονη άκαρπη προσπάθεια εκπόρθησης της Τροίας, δεν αξίζει πια να πολεμήσουν περισσότερο, αλλά θα ’πρεπε να μαζέψουν τα λάφυρά τους και να γυρίσουν στις εστίες τους και στις οικογένειές τους που τους περιμένουν. Είναι τόσο συναισθηματικά φορτισμένα τα λόγια του Αγαμέμνονα και, όπως φαίνεται, τόσο βαριά η ατμόσφαιρα στο στρατόπεδο των Αχαιών, ώστε η σπίθα του πάθους που ανάβουν να μετατραπεί μέσα σε λίγες στιγμές σε μια συναισθηματική λαίλαπα που οδηγεί τους στρατιώτες σε μιαν ακέφαλη φυγή προς τα πλοία για να γυρίσουν στην ποθητή πατρίδα.

Την κατάσταση σώζει ο Οδυσσέας, ο οποίος —παροτρυνόμενος από την Αθηνά που βλέπει τα σχέδιά της να καταστρέψει τη μισητή της Τροία να κινδυνεύουν— κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και προσπαθεί να πείσει τους άρχοντες και τους στρατιώτες να μείνουν και να πολεμήσουν. Τους μεν πρώτους τούς πείθει με το «επιχείρημα» ότι το όλο σκηνικό είναι στημένο από τον Αγαμέμνονα, ο οποίος μάλλον κάτι άλλο σχεδιάζει —υπενθυμίζοντάς τους δηλαδή ότι είναι μέρος των «στεγανών της εξουσίας» και ότι θα ήταν ανόητο να θέσουν αυτή την προνομιακή τους θέση σε κίνδυνο συντασσόμενοι με τον πανικό του πλήθους—, τους δε στρατιώτες εμφύοντάς τους το δέος της εξουσίας:

«Σιγά, χαμένε, υπάκουσε εις τους καλύτερούς σου. Άναντρος συ και ουτιδανός καθόλου δεν μετριέσαι στον πόλεμον ή στην βουλήν. Μήπως θαρρείς πως όλοι θα βασιλεύωμεν εδώ; Πολυαρχία βλάπτει. Ένας θα είναι ο αρχηγός, ο βασιλέας ένας, που σ’ αυτόν έδωσ’ ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου το σκήπτρο και τα νόμιμα να βασιλεύη σ’ όλους» (μετάφραση του Ιάκωβου Πολυλά).

Μόνο ο Θερσίτης τολμά να εκφράσει έναν αντίλογο, όμως και αυτός, αντί να αμφισβητήσει την ορθότητα και την ηθική αξία του όλου εγχειρήματος, αυτού του εγκληματικού πολέμου (γιατί αυτό θέλει να μας δείξει ο Όμηρος: ότι ο Τρωικός Πόλεμος είναι στην πραγματικότητα ένα έγκλημα που έγινε για να ικανοποιηθεί η απληστία του Αγαμέμνονα για πλούτη και εξουσία και η θιγμένη «τιμή» του Μενέλαου), επικεντρώνει όλη του την κριτική στην «άδικη» κατανομή των βαρών και των κερδών της μάχης:

«Ατρείδη, πάλιν το ζητείς; Ειπέ μας τι σου λείπει; Πλήθος χαλκόν εις τες σκηνές, πολλές γυναίκες έχεις που διαλεκτές σου δίδομεν εσέν’ απ’ όλους πρώτα, κάθε φορά που του εχθρού πορθούμεν πολιτείαν. Στα σπίτια μας ας γύρωμε, κι ας μείνη εδώ στην Τροία τα δώρα να χωνεύη αυτός, να μάθη τότε αν κάτι τον βοηθούσαμε κι εμείς».

Εύκολος αντίπαλος για τον «πολυμήχανο» Οδυσσέα, ο οποίος τον εξουδετερώνει γελοιοποιώντας τον, σπάζοντάς τον στο ξύλο μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος. Το θέαμα του Θερσίτη, που αιμόφυρτος κλαίει με αναφιλητά, προκαλεί θυμηδία και χαιρέκακα σχόλια στους συμπολεμιστές του και τους κάνει να ξεχάσουν τον θυμό που μέχρι πριν από λίγες στιγμές έτρεφαν εναντίον «των από πάνω».

Τι μας δείχνει ο Όμηρος; Ευγενείς και φιλότιμους ήρωες που μάχονται για τη δικαιοσύνη, την τιμή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μέσα σε ένα πλαίσιο αξιοκρατικά θεμελιωμένης ιεραρχίας; Ή ένα τσούρμο από άπληστους «ευγενείς» που δεν μπορούν να συγκρατήσουν τις ορέξεις τους και ακόλαστους «κοινούς» που δεν μπορούν καν να διακρίνουν ανάμεσα στις στιγμιαίες ορέξεις και τους μακροπρόθεσμους σκοπούς τους — ένα άμορφο πλήθος ιδιοτελών ατόμων που το μόνο που τους ενώνει είναι η προοπτική του πλιάτσικου και ο φόβος μπροστά στην ισχύ του πιο δυνατού;

Μάλλον το δεύτερο.

Και το πλήθος αυτό καθοδηγείται από τους αρχηγούς του, όχι με γνώμονα τις αξίες και τον υψηλό σκοπό, αλλά εγείροντας πάθη και εμφυτεύοντας μίσος και κακία στις ψυχές των ανθρώπων, πάθη στα οποία οι ίδιοι έχουν από καιρό υποκύψει. Σ’ αυτό το παιχνίδι δεν υπάρχουν «κρυφοί σατανικοί καθοδηγητές» και αθώα θύματα, αλλά μόνο ένα είδος άπληστου ζώου, τα μέλη του οποίου είναι μοιρασμένα τυχαία σε «άρχοντες» και «λαό».

Μόνο ένας μέσα σ’ αυτόν τον συρφετό κάνει χρήση του λογικού του, ο Οδυσσέας, αλλά κι αυτός μόνο «εργαλειακά», όπως θα έλεγε και ο Habermas. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας δεν ακολουθεί ούτε δικούς του σκοπούς, ούτε επιδιώκει ένα συναινετικό τέλος του πολέμου. Είναι το έξυπνο τσιράκι και πρωτοπαλίκαρο του Αγαμέμνονα, που κοιτάει το δικό του συμφέρον εξυπηρετώντας τα σχέδια του αφέντη του.

Τα πάθη κυβερνούν τους ανθρώπους της Ιλιάδας —Αχαιούς και Τρώες, ευγενείς και μη, γέρους και νέους, γυναίκες και άντρες — και διαφεντεύουν τις μοίρες τους. Οι λιγοστές αναλαμπές της λογικής που αχνοφαίνονται μέσα σ’ αυτόν τον ζόφο είναι εφήμερες, ισχνές και ανίκανες να αλλάξουν τη φορά των γεγονότων…

Σε ένα άλλο εδάφιο της Ιλιάδας, ο Όμηρος χαρακτηρίζει τον Αγαμέμνονα ως «ποιμένα λαών». Όμως αυτό που περιγράφει δεν είναι τίποτε άλλο από έναν τσοπάνη που σαλαγάει τα πρόβατά του, χωρίς ούτε αυτά μα ούτε και ο ίδιος να καταλαβαίνουν ότι βαδίζουν «κουφοί, τυφλοί και έκπληκτοι, άκριτα στίφη που νομίζουν ότι το είναι και το μη είναι ταυτίζονται και δεν ταυτίζονται, και όλοι τους ακολουθούν τροχιά παλίνδρομη», όπως θα διαπιστώσει δύο αιώνες μετά τον Όμηρο ο ελεάτης φιλόσοφος Παρμενίδης (η μετάφραση, εδώ, του Τάκη Κουφόπουλου).

Μια διαπίστωση που δυστυχώς ακόμη δεν έχει χάσει τίποτε από την αλήθειά της.