Σαν να μην υπήρξαν ποτέ

C
Σαπφώ Καρδιακού

Σαν να μην υπήρξαν ποτέ

Η ζοφερή ατμόσφαιρα πυκνώνει γύρω από τους ήρωες όσο βαθαίνει η πλοκή… Διαβάζοντας όμως τη «Σιωπή της Λευκής Πόλης», οι αναγνώστες περικλείονται από μια άλλη ατμόσφαιρα, πιο θελκτική: τις μυρωδιές των φαγητών. Οι Βάσκοι ξέρουν να τρώνε! Ένας δολοφόνος συνεχίζει τα εγκλήματα που άφησε στη μέση πριν σχεδόν δύο δεκαετίες, η Βιτόρια της Ισπανίας γεμίζει μακάβριες αναπαραστάσεις μίας μεσαιωνικής τοιχογραφίας, αλλά ο αστυνόμος Ουνάι Λόπεθ ντε Αγιάλα βρίσκει πάντοτε χρόνο για να τσιμπήσει νοστιμιές αδιανόητες για τα στάνταρ της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας:

«Παρήγγειλα ήδη και για σένα», μου είπε. «Μανιτάρια αλά ιρλανδικά, φεστόνι με γκούλας, και καβούρι ψητό. Με μουστάρδα. Καθόμαστε ή τσιμπάμε στα όρθια;» Μπήκαμε σ’ ένα από τα πιο παλιά ζαχαροπλαστεία της Βιτόρια, διάσημο για τα βασκίτος ι νεσκίτας του, τα τετράγωνα σοκολατένια παστάκια που παρασκευάζει από το 1886. […] Ο παππούς ήξερε τι ακριβώς έλειπε από τον Χερμάν και μένα. Αυτά τα φρέσκα ψωμάκια με ζεστό τσορίθο, όλο χυμούς του ίδιου του λουκάνικου, ήταν το καλύτερο υποκατάστατο στον κόσμο μετά την πρωινή δουλειά στο βουνό. Τον βρήκα στην κουζίνα, να σπάει ένα σακί μύγδαλα. Μετά συνήθιζε να φτιάχνει αμυγδαλωτά με νερό, ανίς Las Cadenas και ζάχαρη, και μας τα ετοίμαζε εμένα και του Χερμάν για να τα πάρουμε μαζί μας στη Βιτόρια.

Δεν απολαμβάνουμε μόνο τη δεξιοτεχνία της συγγραφέως στη διαχείριση των παράλληλων ιστοριών, με τους αλληλένδετους βίους των Βάσκων να περιπλέκουν την υπόθεση καθώς ξετυλίγονται οι δεσμοί αίματος. Ζηλεύουμε επίσης τον Ουνάι όταν χρειάζεται μια απολαυστική μους φράουλας και κρέμας γάλακτος με ψημένη μαρέγκα για να αλλάξει διάθεση…

Η Σάενθ ντε Ουρτούρι τοποθετεί την ιστορία στη γενέτειρά της Βιτόρια, πρωτεύουσα της επαρχίας Άλαβα. Αναδεικνύει τη γραφικότητα της πόλης και το φυσικό τοπίο στα περίχωρα. Τα μνημεία, οι πλατείες, οι ναοί, τα χωριά της αυτόνομης κοινότητας της Χώρας των Βάσκων πλαισιώνουν τους πολλαπλούς φόνους και την αστυνομική έρευνα διεκδικώντας ρόλο βασικού χαρακτήρα σε ολόκληρο το βιβλίο. Σε αυτό βοηθούν οι πρωταγωνιστές. Ο Ουνάι Λόπεθ ντε Αγιάλα και η Εστίμπαλιθ Ρουίθ ντε Γκάουνα αλληλοσυμπληρώνονται σε βαθύτερο επίπεδο από την επαγγελματική συνεργασία. Γνωρίζουν τα τρωτά σημεία του άλλου γιατί αναδύθηκαν από τα βάθη του πόνου και της αυτοκαταστροφής σχεδόν πιασμένοι χέρι-χέρι. Αυτή η υπόθεση, όμως, κινδυνεύει να διαρρήξει τον ιδιαίτερο δεσμό τους.

Το καλοκαίρι του 2016 κορυφώνονται, όπως κάθε Ιούλιο, οι γιορτές της Βιτόρια με επίκεντρο την πλατεία της πόλης Βίρχεν Μπλάνκα. Την πρώτη μέρα, τη Γιορτή της Μπλούζας, αναβιώνει το έγκλημα που άφησε εποχή στα χρονικά της γραφικής πόλης. Δύο γυμνά πτώματα, ένα κορίτσι και ένα αγόρι είκοσι ετών, θα βρεθούν ξαπλωμένα στον καθεδρικό ναό της Σάντα Μαρία. Η στάση των σωμάτων με τα χέρια να αγγίζουν το μάγουλο του άλλου και τα άνθη καρλίνας ανάμεσά τους, τα τσιμπήματα από μέλισσα στο στόμα και τον οισοφάγο είναι ακριβής αντιγραφή, ή καθυστερημένη συνέχεια, των φόνων που διέπραξε ο διάσημος αρχαιολόγος Τάσιο Ορτίθ ντε Θάρατε σε σημεία ιστορικού ενδιαφέροντος της Άλαβα. Την επόμενη μέρα δύο σώματα κείτονται γυμνά στο δάπεδο της Κάσα ντελ Κορντόν, αρχοντικού του δέκατου πέμπτου αιώνα. Τα εικοσιπεντάχρονα θύματα βρήκαν τον θάνατο στην ίδια στάση, με τον ίδιο επώδυνο τρόπο και τις καρλίνες στο πλευρό τους.

Καθώς ο Τάσιο βρίσκεται στη φυλακή, οι υποψίες του Ουνάι στρέφονται στον δίδυμο αδελφό του Ιγνάτιο, προσωπικότητα της πόλης. Οι αδελφοί Ορτίθ ντε Θάρατε είναι ξανθοί, όμορφοι, πλούσιοι, γόνοι του διαβόητου επιχειρηματία Χαβιέρ Ορτίθ ντε Θάρατε και της εκθαμβωτικής Μπλάνκα Ντίαθ ντε Αντονιάνα. Αχώριστοι από μικροί, ήταν προνομιούχοι στην κοινωνία της Βιτόρια ώσπου ο Ιγνάτιο, αστυνομικός ακόμη, συγκέντρωσε τα ενοχοποιητικά στοιχεία κατά του αδελφού του. Στο τέλος της δίκης παραιτήθηκε από το Σώμα, γύρισε σειρά ντοκιμαντέρ και από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 αποσύρθηκε από τη δημοσιότητα.

Αν δεν ήταν αρκετή η πίεση της έρευνας, η «επικοινωνία» του φυλακισμένου Τάσιο με τον Ουνάι μέσω email και Twitter ρίχνει περισσότερο βάρος στους ώμους του profiler. Με τη βοήθεια ενός θαυμαστή χάκερ, ο φυλακισμένος δίνει «συμβουλές» στον Κράκεν – παρατσούκλι του Ουνάι από την εφηβεία λόγω της ασύμμετρης σωματικής ανάπτυξης που παρουσίαζε τότε. Όσο το #Kraken κάνει trending, οι κάτοικοι της Βιτόρια εκλιπαρούν τον αστυνόμο να τους προστατεύσει, αγνοώντας ότι με κάθε διπλό έγκλημα πλησιάζει η δική του σειρά: τα θύματα επιλέγονται με πενταετή διαφορά ηλικίας ανά φόνο και με επώνυμα γνωστά στην Άλαβα. Σε λίγες μέρες ο Ουνάι Λόπεθ ντε Αγιάλα θα γίνει σαράντα ετών.

Στο πρώτο μέρος της Τριλογίας της Λευκής Πόλης, η συγγραφέας εκμεταλλεύεται τη δημογραφική ιδιαιτερότητα της Χώρας των Βάσκων. Έρευνες αποδεικνύουν πως οι Βάσκοι κατοικούν στη συγκεκριμένη περιοχή των Πυρηναίων από τα πρώτα χρόνια μετοίκησης της φυλής –πριν από τους Κέλτες ακόμα– με σχεδόν αναλλοίωτο DNA. Η δύσκολη πρόσβαση στο τοπίο έκανε τις πόλεις τους απροσπέλαστες από εισβολείς και γειτονικούς λαούς, συνθήκη που εξανάγκασε τη διαιώνιση με το διαθέσιμο γενετικό υλικό. Οι εμφανισιακές και γλωσσολογικές διαφορές με τους υπόλοιπους Ισπανούς ενισχύουν μέχρι σήμερα την αίσθηση εθνικής ταυτότητας, έμφυτη σε κάθε Βάσκο. Με κάθε νέο έγκλημα και ανατροπή στην πορεία της έρευνας ενισχύεται η πιθανότητα ο θύτης να είναι κομμάτι του γενεαλογικού ιδιώματος των Βάσκων.

Ο δολοφόνος στερεί από τους Βιτοριανούς την ασφάλεια για το μέλλον όπως τη στερήθηκε εκείνος. Η διαπίστωση ότι ο πραγματικός εγκληματίας είναι γέννημα του τόπου γίνεται ικανή να τρομοκρατήσει τους πολίτες μίας δεμένης κοινωνίας. Στη Λευκή Πόλη όλοι γνωρίζονται με όλους… μα λίγοι θυμούνται εκείνους που εξαφανίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.