«Σας ευχαριστούμε πολύ»
Μαρία Χούκλη, «Καλησπέρα σας, κύριε Σεφέρη», Εκδόσεις Ποταμός, 2016.
Του Σεφέρη έχουμε καταρχάς, εννοείται, τα ποιήματά του και ύστερα έχουμε τα δοκίμια και τα ημερολόγια, τα πεζά και τις επιστολές του, τις μεταφράσεις και τις φωτογραφίες του. Σε αντίθεση όμως με άλλους ποιητές της ίδιας εποχής, όπως ο Ελύτης και ο Εγγονόπουλος που πρώτοι-πρώτοι μού έρχονται στο μυαλό αυτή τη στιγμή, δεν έχουμε, εύκολα προσβάσιμες τουλάχιστον, δικές του συνεντεύξεις. Με την εξαίρεση δύο μόνο, της συζήτησής του, το 1968, με τον μεταφραστή Έντμουντ Κίλι και της συνομιλίας του, το 1971, με τη δημοσιογράφο Ανν Φιλίπ. Αν για τον απλό αναγνώστη μια τέτοια έλλειψη αποτελεί, κάποτε, αιτία θλίψης και για τον μελετητή, ώρες-ώρες, λόγο απελπισίας, είναι εύκολο να φανταστούμε τι συναισθήματα μπορεί να προκαλέσει η σπάνις συνεντεύξεων του Γιώργου Σεφέρη σε ένα δημοσιογράφο που αγαπά την ποίησή του.
Τέτοια είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, η περίπτωση της Μαρίας Χούκλη, κι αυτό είναι πιθανότατα το κίνητρο που την ώθησε να κατασκευάσει μια φανταστική συνέντευξη με τον Γιώργο Σεφέρη. Η επιθυμία της να μάθει πώς είναι ο ποιητής αυτός ως άνθρωπος, τι του αρέσει, πώς σκέφτεται, ποιες είναι οι αγωνίες του και ποιοι οι φίλοι. Τι έμαθε από τη ζωή που έζησε και τι έχει να μας διδάξει για τη ζωή που ζούμε εμείς σήμερα. Ένα εγχείρημα αυτού του είδους με δύο τρόπους μόνο θα μπορούσε να υλοποιηθεί: είτε μέσω της μυθοπλασίας, που σημαίνει ο σημερινός συγγραφέας να οικειοποιηθεί την προσωπικότητα και τη φωνή του Σεφέρη και να επινοήσει τις απαντήσεις που θα έδινε ο ποιητής στις ερωτήσεις που θα του ετίθεντο, είτε να αλιεύσει μέσα από τα υφιστάμενα γνωστά μας κείμενα του Σεφέρη τις απαντήσεις που ζητάει.
Αυτό το δεύτερο είναι που έκανε η Μαρία Χούκλη στο βιβλίο της «Καλησπέρα σας, κύριε Σεφέρη», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός, στον πρόλογο του οποίου δηλώνει μάλιστα πως δεν γνωρίζει πια αν είναι ο Σεφέρης αυτός που της έδωσε τις ερωτήσεις ή αν εκείνη βρήκε τις απαντήσεις στα κείμενά του. Πιθανότατα βέβαια συνέβησαν και τα δύο: έχοντας η δημοσιογράφος κάποιες απορίες στον νου της, έσκυψε στα κείμενα του ποιητή για να γυρέψει τις απαντήσεις και, ταυτόχρονα, καθώς διάβαζε ξανά και ξανά τα βιβλία του Σεφέρη, βρήκε απαντήσεις και σε ερωτήσεις που, ενδεχομένως, δεν τις είχε σκεφτεί. Όπως συμβαίνει δηλαδή με την πράξη της ανάγνωσης κάθε βιβλίου από οποιονδήποτε αναγνώστη: το διαβάζουμε για να ανακαλύψουμε αυτό που ζητάμε, αυτό που νομίζουμε πως έχει να μας προσφέρει το συγκεκριμένο ανάγνωσμα —τη συγκίνηση, τη γνώση, την ηδονή, τον τρόμο—, αλλά συχνά βρίσκουμε και ένα σωρό άλλα πράγματα που δεν μας είχαν περάσει από το μυαλό να τα αναζητήσουμε.
Στη συνέντευξή της με τον Γιώργο Σεφέρη, η οποία τοποθετείται στην Καβάλα, απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε, ή ίσως στη Θάσο, και συμβαίνει στις μέρες μας, η Μαρία Χούκλη ρωτά τον ποιητή για τη θάλασσα, για τη Σμύρνη των παιδικών του χρόνων, για τον φανατισμό, την ελευθερία και την ευθύνη του δημιουργού, για την πολιτική και τις μεγάλες πολιτείες στις οποίες έζησε, την Αθήνα, το Παρίσι, το Λονδίνο, την Αλεξάνδρεια, την Ιερουσαλήμ. Τον ρωτά για την κυπριακή του εμπειρία, για την ποίηση και τη γλώσσα, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Μακρυγιάννη, τον Καβάφη, τον Παλαμά, τον Έλιοτ, για την Ελλάδα και τον ελληνισμό, για τη μουσική, για τη δικτατορία, για την ελευθερία και τη μοναξιά, για το θαύμα, για τις αγωνίες των χρόνων μας.
Μ.Χ.: Ποια συμβουλή θα μας δίνατε λίγο πριν αποχαιρετιστούμε;
Γ. Σ.: Δεν μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ. Ναι. Δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσουν τα χρόνια που έρχονται και στο καλό και στο κακό. Ας περιοριστούμε, λοιπόν, στα υλικά της μέρας. Θα έχουμε όλο τον καιρό, όταν έρθουν, για τις μελλούμενες στεναχώριες και τις μελλούμενες χαρές, αφού λογικά και αυτές δεν πρέπει να αποκλειστούν. Σ’ αυτή τη δική μας ζωή, την αναφαίρετη και τη μοναδική, αφού κανένας άλλος δεν την έχει, που δίνει το χυμό στα έργα μας και τα κάνει όμοια μ’ εμάς, πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε το θαύμα.
Το βιβλίο δεν είναι «Όλος ο Σεφέρης σε μία ώρα», γιατί η ποίηση και η σκέψη του ποιητή δεν εξαντλείται, προφανώς, σε εξήντα έξι σελίδες, κι ούτε είναι αυτή, σε καμία περίπτωση, η πρόθεση της συγγραφέως. Το βιβλίο δεν είναι επίσης «Ο Σεφέρης για αρχάριους», καθώς τόσο τα ερωτήματα που θέτει όσο και οι απαντήσεις που έχει επιλέξει η Χούκλη πηγαίνουν πολύ πιο βαθιά στη σεφερική ποιητική σοφία από όσο θα μπορούσε να υποψιαστεί οποιοσδήποτε νέος αναγνώστης. Είναι όμως σίγουρα μια εξαιρετική σύνοψη και εισαγωγή στο γήινο σεφερικό σύμπαν, που δεν μπορεί παρά να την απολαύσει κάθε αναγνώστης. Όχι μόνο ο αναγνώστης του Σεφέρη. Όχι μόνο ο αναγνώστης της ποίησης.