Σαββατόβραδα
Τα Σαββατόβραδα, η δουλειά στους δρόμους της πόλης είναι αλλιώς. Οι επιβάτες είναι συνήθως άνθρωποι που βγαίνουν για τη διασκέδασή τους κι έτσι είναι πιο ήρεμοι, πιο χαλαροί, αλλά κι εγώ, έχοντας στον νου μου ότι συνήθως κάπου θα με περιμένουν φίλοι μετά, δουλεύω με άλλη διάθεση.
Καλοντυμένο ζευγάρι μπαίνει στο αυτοκίνητο. Μου ζητούν να τους πάω σε κάποιο από τα κεντρικά θέατρα. Συζητούν χαμηλόφωνα στην αρχή, μετά από λίγο, όμως, οι τόνοι ανεβαίνουν:
«Αφού δεν μπορείς να περπατήσεις δέκα μέτρα, τι το θες το ρημάδι το τακούνι;»
«Μου αρέσει. Στο κάτω-κάτω, έτσι κι αλλιώς ταξί θα παίρναμε, μην ξεκινάς την γκρίνια!»
Η διαφωνία συνεχίζεται διακριτικά, στο μεταξύ από το τακούνι της κυρίας που ενοχλεί τον κύριο έχουμε φτάσει στο γιατί εκείνος δεν έβγαλε τον σκύλο βόλτα και πόσες φορές έχει πάει ο καθένας σουπερμάρκετ τον τελευταίο μήνα, και, ευτυχώς, λίγο πριν αρχίσω να μαθαίνω, άθελά μου, λεπτομέρειες που καθόλου δεν θα ήθελα να ξέρω για την προσωπική ζωή του ζευγαριού, φτάνουμε στον προορισμό μας. Καθώς απομακρύνονται, τους παρατηρώ και διαπιστώνω ότι ένα δίκιο το έχει ο κύριος: η κυρία βαδίζει σαν να την έχει χτυπήσει η πολιομυελίτιδα — αλλά της αρέσει, είπαμε, οπότε πάσο.
Οι επόμενοι επιβάτες είναι μια παρέα νέων παιδιών. Μπαίνουν τιτιβίζοντας στο αυτοκίνητο, είναι απορροφημένα από τη μεταξύ τους συζήτηση και ξεχνούν να μου πουν πού πηγαίνουμε. Τους ρωτώ, γελούν δυνατά και πειράζουν τη μία από τις κοπέλες για την αφηρημάδα της. Δείχνουν τόσο ξένοιαστα και χαρούμενα, ζηλεύω την ανεμελιά τους — είναι τόση που φτάνουν να χάνουν την αίσθηση του χρόνου. Προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που εγώ έχασα την αίσθηση του χρόνου, αλλά δεν μπορώ να την προσδιορίσω· ήταν τον προηγούμενο αιώνα. Το αγόρι της παρέας πληρώνει ιπποτικά για τη διαδρομή και φεύγουν συνεχίζοντας να συζητούν ζωηρά.
«Άλλη μία διαδρομή», μονολογώ, «και πάω να συναντήσω την παρέα».
Τώρα μια κυρία κάθεται δίπλα μου. Φορά ένα όμορφο φόρεμα και κρατά σύνεργα για μακιγιάζ.
«Δεν πρόλαβα να βαφτώ», μου λέει. «Αν δεν σας πειράζει, να το κάνω μέχρι να φτάσουμε».
«Εμένα δεν με πειράζει καθόλου, το αποτέλεσμα δεν ξέρω ποιο θα είναι με το σταμάτα-ξεκίνα. Καλύτερα να το κάνετε όταν δεν κινείται το αυτοκίνητο».
Η κυρία δείχνει μεγάλη τόλμη, προσπαθεί να μακιγιαριστεί εν κινήσει, μέχρι που η διαδρομή με αναγκάζει να στρίψω και η μάσκαρα που προσπαθεί να βάλει πηγαίνει παντού εκτός από το επιθυμητό σημείο.
«Είχατε δίκιο, δεν θα συνεχίσω. Όταν φτάσουμε, θα μου δώσετε πέντε λεπτάκια να βαφτώ;»
Τέλος για απόψε. Τώρα, το αυτοκίνητο παύει να είναι ταξί, για μένα τουλάχιστον, και γίνεται απλώς το μέσο για να πάω στη δική μου διασκέδαση.
Σταματώ λίγο πιο κάτω από ένα περίπτερο και, αφού ψωνίσω, συνάδελφος σταματά κι εκείνος για προμήθειες και με κοιτά που κάτι ψάχνω στην τσάντα μου και κοιτώ τον δρόμο.
«Μήπως θέλετε ταξί»;
«Όχι, ευχαριστώ, έχω», του απαντώ δείχνοντας προς το δικό μου αυτοκίνητο.
Ξεσπάμε και οι δύο σε γέλια τρανταχτά και φεύγω.
Οι φίλοι με περιμένουν.