Σε ένα καθαρό, καλοφωτισμένο μέρος
Όταν, στις 12 Νοεμβρίου του 1926, ο νεαρότατος τότε Παντελής Πρεβελάκης πρωτοσυναντά τον Νίκο Καζαντζάκη, αυτός ο τελευταίος ήταν ένας άνθρωπος σαράντα χρονών περίπου, όμως το βάδισμα και η όλη στάση του κορμιού του θύμιζε καλοαναθρεμμένο έφηβο που δεν τον είχε αγγίξει η κυνική πείρα της ζωής. Όπλο του για να αντιμετωπίσει αυτή την απραγία και ατολμία που ανέδιδε ήταν ένα βιβλίο. Πράγματι, μας λέει ο βιογράφος του, «Όσο κι αν φανεί παράξενο, ο Καζαντζάκης δεν βγαίνει ποτέ στο δρόμο χωρίς να πάρει στο χέρι ένα βιβλίο: θα ’λεγες πως με το μέσο αυτό βρίσκει την αυτοκυριαρχία του». Γνωρίζουμε εξάλλου ένα τουλάχιστον από αυτά τα βιβλία, τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, που ο Καζαντζάκης την είχε σχεδόν πάντα στην τσέπη του σακακιού του και συχνά-πυκνά την άνοιγε για να διαβάσει λίγους έστω στίχους· είναι χάρη σε αυτή του τη συνήθεια, καθώς φαίνεται, που κατόρθωσε να τη μεταφράσει αργότερα ολόκληρη, στη γλώσσα του, μέσα σε σαράντα πέντε μόλις ημέρες.
Την εικόνα του Καζαντζάκη να βγάζει από την τσέπη του και να διαβάζει το αγαπημένο του βιβλίο τη συναντάμε στις πρώτες σελίδες του «Αλέξη Ζορμπά», όπου ο αφηγητής και οι άγνωστοι συνταξιδιώτες του περιμένουν στο καφενείο του λιμανιού να κοπάσει ο καιρός και να ξεκινήσει το πλοίο τους για την Κρήτη:
«Έβγαλα από την τσέπη μου το μικρό μου Ντάντε το Συνταξιδιώτη· άναψα την πίπα μου, ακούμπησα στον τοίχο, βολεύτηκα. Καμπάνισε μια στιγμή η πεθυμιά μου· από πού ν' ανασύρω τους αθάνατους στίχους; Από την καυτή πίσσα της Κόλασης, από τη δροσάτη φλόγα του Καθαρτηρίου ή να χιμήξω ολόισια στο πιο αψηλό πάτωμα της Ελπίδας του ανθρώπου; Ό,τι θέλω διαλέγω. Κρατούσα το μικροσκοπικό μου Ντάντε, χαίρουμουν τη λευτεριά μου. Οι στίχοι που θα διάλεγα πρωί-πρωί θα ρύθμιζαν τη μέρα μου όλη».
Η εικόνα του συγγραφέα που στριμώχνει το σημειωματάριο και το βιβλίο του πάνω στο τραπεζάκι του καφενείου, δίπλα στο τσιγάρο του που καπνίζει ακουμπισμένο στο τασάκι και στο φλιτζάνι με τον καφέ του, και διαβάζει ή καταγράφει στίχους και ολόκληρα κεφάλαια από μυθιστορήματα είναι γνωστή — ο Κλαούντιο Μάγκρις τον παρομοιάζει με ναυαγό γερά γαντζωμένο στο τραπέζι του. Παρεμφερής και εξίσου γνωστή και συνηθισμένη είναι και η μορφή ενός άντρα ή μιας γυναίκας που στο ίδιο σκηνικό περίπου —καφές ή ποτό, με τσιγάρο ή χωρίς, στο τραπεζάκι του καφενείου— διαβάζει ένα βιβλίο ή κάποιο άλλο έντυπο ρίχνοντας πού και πού το βλέμμα του στον χώρο που τον στεγάζει (που δεν αποκλείεται βέβαια να είναι υπαίθριος και να λούζεται από το φως του ήλιου).
Αν ο εν λόγω αναγνώστης είναι σαν τον Καζαντζάκη, θα διαβάζει κατά πάσα πιθανότητα το αγαπημένο του βιβλίο. Εκείνο που το έχει πάντα μαζί του και που κάθε τόσο, χώνοντας το χέρι του στην τσέπη ή στην τσάντα του, το αγγίζει και βρίσκει παρηγοριά και παίρνει δύναμη απ’ αυτό, όπως ο μυθικός γίγαντας Ανταίος από τη μητέρα του Γη. Ανοίγει μια σελίδα στην τύχη (το ξέρει εξάλλου το βιβλίο ολόκληρο απέξω), διαβάζει μια-δυο φράσεις και ούτε ψυχή δεν υπάρχει πια στα διπλανά τραπέζια ούτε μουσική ακούγεται από τα ηχεία κι ούτε ο χρόνος της αναμονής είναι πια ο ίδιος. Γιατί το βιβλίο που αγαπάς πιο πολύ απ’ όλα είναι το δικό σου δωμάτιο όταν δεν έχεις κανένα δωμάτιο.
Η αλήθεια όμως είναι πως λίγοι είναι αυτοί οι τυχεροί αναγνώστες. Εγώ, για παράδειγμα, δεν ανήκω σε αυτούς: δεν υπάρχει ένα αγαπημένο μου βιβλίο που να μην το αποχωρίζομαι ποτέ. Αν είχα ένα τέτοιο, θα ήταν η «Ιλιάδα», νομίζω, ή, ίσως, ο «Τρίστραμ Σάντι» του Λόρενς Στερν. Αλλά, όπως οι περισσότεροι αναγνώστες, στις καφετέριες που πηγαίνω για να διαβάσω έχω κάθε φορά άλλο βιβλίο, όποιο διαβάζω εκείνο τον καιρό ή, κάποτε, όποιο διαλέξω πριν ξεκινήσω από το σπίτι ειδικά για την περίσταση. Σε αυτή την περίπτωση, εξάλλου, η ανάγνωση σε δημόσιο χώρο είναι, νομίζω, πιο επωφελής και απολαυστική. Να διαβάζεις το «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ και, στα σημεία όπου, έτσι κι αλλιώς, θα εγκατέλειπες τη γραμμική ανάγνωση και θα πηδούσες φράσεις και προτάσεις ολόκληρες, να έχεις τη δυνατότητα να ακούς τη συζήτηση του διπλανού τραπεζιού ή να παρευρίσκεσαι στους ψιθύρους του ζευγαριού απέναντι κοιτάζοντας ταυτόχρονα την κίνηση του δρόμου, είναι νομίζω από τις μεγαλύτερες απολαύσεις που μπορεί να προσφέρει η ανάγνωση ενός βιβλίου.
Ο Ρολάν Μπαρτ, που καθώς φαίνεται έχει πει σχεδόν τα πάντα για τη διαδικασία της ανάγνωσης, σημειώνει σχετικά στις εξαίσιες «Παρισινές νύχτες» του:
«Μιας και το Deux Magots ξανάνοιξε, στο Flore έχει λιγότερο κόσμο· μέσα είναι σχεδόν άδειο. Διαβάζω, ρίχνοντας συχνά ματιές γύρω μου, που αποβαίνουν ωφέλιμες, τις “Σκέψεις” του Πασκάλ».
Αυτή τελικά μοιάζει να είναι η μεγαλύτερη απόλαυση στην ανάγνωση σε έναν δημόσιο χώρο, που δεν είναι εξαρχής προορισμένος για αυτή τη λειτουργία: το γεγονός ότι έχεις τη δυνατότητα να παρευρίσκεσαι ταυτόχρονα σε δύο κόσμους. Από τη μία ο κόσμος του βιβλίου σου, αναδημιουργημένος μέσα στο μυαλό με τη δύναμη της νόησης και της φαντασίας, και από την άλλη, αλλά συγχρόνως, ο περίγυρος του καφενείου, με τις φωνές, τις μυρωδιές και τα άγνωστα πρόσωπα. Και, ακόμη σημαντικότερο, ακόμη ηδονικότερο: η διαπίδυση του ενός σύμπαντος μέσα στο άλλο, η διείσδυση του κειμένου στην πραγματικότητα και αντιστρόφως, οπότε διαπιστώνει ο αναγνώστης σε πόσο ίσες δόσεις η ζωή αντιγράφει την τέχνη και η τέχνη, με τη σειρά της, τη ζωή.
«Για άσκηση», γράφει ο Γουίλιαμ Μπάροουζ, «όταν κάνω ένα ταξίδι, όπως από την Ταγγέρη στο Γιβραλτάρ, το καταγράφω σε τρεις στήλες σε ένα σημειωματάριο που έχω πάντα μαζί μου. Η μία στήλη περιέχει απλώς έναν απολογισμό του ταξιδιού, τι συνέβη: έφτασα στο αεροδρόμιο, τι είπαν οι υπάλληλοι, τι κρυφάκουσα στο αεροπλάνο, σε ποιο ξενοδοχείο εγκαταστάθηκα. Η επόμενη στήλη έχει να κάνει με τις αναμνήσεις μου: τι σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή και τι αναμνήσεις μού ξύπνησαν οι τυχαίες αυτές συναντήσεις. Και η τρίτη στήλη, την οποία αποκαλώ στήλη ανάγνωσης, εμπεριέχει αποσπάσματα από οποιοδήποτε βιβλίο έχω πάρει μαζί μου για διάβασμα. Έχω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, ουσιαστικά και μόνο από τα ταξίδια μου στο Γιβραλτάρ».
Περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Κάθε ανάγνωση που γίνεται στο καφενείο ή σε ένα παγκάκι της πλατείας, σε μια αίθουσα αναμονής ή στο κάθισμα ενός λεωφορείου μπορεί να είναι πολύ πιο πλούσια από κάθε κατά μόνας διάβασμα. Πλουτίζεται ο κόσμος του βιβλίου, το κείμενο του συγγραφέα δηλαδή, όχι μόνο από τις ιδέες και τις εμπειρίες του αναγνώστη, όχι μόνο από τα συναισθήματά του και τις προσδοκίες του, τις απογοητεύσεις και τους ενθουσιασμούς του, αλλά και από τους ήχους της πραγματικότητας, τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων, τη μουσική του δρόμου, τα ντιντινίσματα των φλιτζανιών και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών. Και ό,τι, ενδεχομένως, χάνεται σε βάθος κατά την αναγνωστική εμπειρία κερδίζεται σε εύρος.
Υπάρχει όμως κι ένας τρίτος δρόμος. Δεν διαβάζουμε πάντα το πιο αγαπημένο μας βιβλίο στις καφετέριες που προτιμάμε. Δεν διαβάζουμε πάντα το βιβλίο που τυχαίνει εκείνες τις μέρες να έχουμε μαζί μας. Κάποτε αφηνόμαστε —έτσι κάνω εγώ όποτε μπορώ— στις διαθέσεις της τύχης. Κι εκείνη, όχι σπάνια, μας χαμογελάει.
Νά πώς γίνεται τις περισσότερες φορές:
Μπαίνω σ’ ένα βιβλιοπωλείο (ως εκ θαύματος, υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο όπου κι αν βρίσκομαι), διαλέγω ένα βιβλίο —κατά προτίμηση κάποιο ολιγοσέλιδο, που δεν το είχα στις λίστες μου για αγορά— και κάθομαι ύστερα σε μια καφετέρια. Παραγγέλνω καφέ ή μπίρα, ανάλογα με την εποχή του χρόνου και την ώρα της ημέρας, και διαβάζω το καινούριο μου απόκτημα από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι μία από τις μικρές αναγνωστικές μου απολαύσεις (ή ίσως να είναι η μεγαλύτερη) που, όταν έχω μια-δυο ώρες κενό, επιδιώκω να τις χαίρομαι. Μετά συνεχίζω τις δουλειές μου από κει που τις είχα αφήσει.
Σε μια τέτοια περίσταση γνώρισα (και αγάπησα) τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ με ήρωα τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Έκτορα Μπελασκοαράν Σάυν. Σε μια τέτοια περίσταση διάβασα τις «Κορφιάτικες ιστορίες» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (και συγκλονίστηκα από το πρώτο διήγημα της συλλογής, το «Πίστομα») και τη νουβέλα του «Η τιμή και το χρήμα». Άλλοτε πάλι, σπάνια ωστόσο, απογοητεύτηκα από την παρόρμηση και την επιλογή της στιγμής — συμβαίνει κι αυτό. Μα το γεγονός πως βρισκόμουν έξω και μπορούσα να σηκώσω τα μάτια μου από τις σελίδες του βιβλίου μου, για να χαζέψω τους περαστικούς, την κίνηση του δρόμου και τον αέρα στα φυλλώματα των δέντρων, έκανε την ανάγνωση αλλιώς ωραία.
Για κάτι τέτοια δεν ζούμε εξάλλου; Για να καθόμαστε σε μια μικρή πλατεία. Σε ένα καθαρό, καλοφωτισμένο μέρος, όπως λέει ο Χέμινγουεϊ, με ένα βιβλίο στο χέρι, και να παρατηρούμε τα ξαφνικά ρεύματα του αέρα που ανασηκώνουν τρυφερά τα ελαφριά φορέματα των γυναικών. Όπως περίπου το έλεγαν ο Μπρετόν και ο Σουπό στα «Μαγνητικά πεδία», ένα ακόμα μικρό βιβλίο που πρωτοδιάβασα σε ανοιχτό χώρο:
«Δεν ψάχνω άλλο απ’ αυτά τα ρεύματα του αέρα που παραμορφώνουν κατάλληλα τις μικρές πλατείες».