Σφιχτοπλεγμένες κοτσίδες

C
Ρούλα Γεωργακοπούλου

Σφιχτοπλεγμένες κοτσίδες

Το τελευταίο, αυτό, νευρικό καλοκαίρι ήταν η χειρότερη αναγνωστική περίοδος. Η πολιτική επικαιρότητα παρήγαγε τόσο πολύ στρες, που σάρωσε ακόμη και τις πιο φιλότιμες προσπάθειες ν’ ανοίξει κανείς ένα βιβλίο, να το πάει μέχρι το τέλος, να μειωθεί κι αυτό το βουναλάκι της ντροπής με τα αδιάβαστα του καλοκαιριού.

Λένε για τους μανιώδεις αναγνώστες, αυτούς που ανάμεσα στους ίδιους και στους άλλους, παρεμβάλλουν ένα βιβλίο σαν έσχατο μέσον αμύνης, σαν αλτ, ότι πάσχουν από μια ειδική νεύρωση που τους προφυλάσσει από όλες τις άλλες νευρώσεις. Προσωπικά, φέτος δεν τα κατάφερα καθόλου να προφυλαχτώ από τίποτε. Παρατούσα το ένα βιβλίο μετά το άλλο γιατί η γύρω πραγματικότητα δεν μου άφηνε κανένα περιθώριο συγκέντρωσης.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο εχθρικό περιβάλλον απελπισίας και αποχαύνωσης ήρθαν και με βρήκαν οι «Δενδρίτες» της Κάλλιας Παπαδάκη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ντρέπομαι να πω πόσα φετινά «αριστουργήματα» μαράζωναν, μισοδιαβασμένα από δική μου υπαιτιότητα, στο γραφείο μου και στην τσάντα μου του μπάνιου.

Με τους «Δενδρίτες» ήταν εντελώς διαφορετικά.

Από την πρώτη σελίδα, ήταν σαν κάποιος να μου έλεγε ξύπνα, κουνήσου, άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει. Πόσες φορές στην αναγνωστική ζωή ενός ανθρώπου μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Στην αρχή, οι σκέψεις μου ήταν απλοϊκές και εντελώς βασικές. Το παμπάλαιο και κάπως συμπλεγματικό ερώτημα επανερχόταν σαν επωδός: Υπάρχει στ’ αλήθεια ελληνικό μυθιστόρημα, ή πάλι βαφτίζουμε το κρέας ψάρι και πάμε να βγάλουμε από τη νουβέλα ξύγγι; Οι απαντήσεις που έπαιρνα από τους Δενδρίτες θα ικανοποιούσαν ακόμη και τον πιο βαριά εθισμένο στα «σκληρά» της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.

Δεν πιστεύω ότι η ελληνική πεζογραφία έχει καμιά υποχρέωση —ούτε και καμιά δυνατότητα άλλωστε— να συναγωνιστεί ή να υποδυθεί την αμερικάνικη και την εν γένει αγγλοσαξονική πεζογραφική παράδοση. Ομολογώ πάντως ότι οι δυο σφιχτοπλεγμένες μεταξύ τους ιστορίες του μυθιστορήματος, που κατρακυλούσαν σε ελεύθερη πτώση, με άρπαξαν και δεν με άφησαν μέχρι την τελευταία σελίδα — και μέρες αργότερα. Δεν ήταν όμως μόνον η φρενίτιδα της αφήγησης ούτε οι μεγάλες φράσεις που έκαναν αριστοτεχνικά σάλτα μέχρι να προσγειωθούν στην τελευταία τους λέξη με πάταγο. Εκτός από τη γενεαλογική πρόθεση των «Δενδριτών», το κυρίως θέμα αυτού του βιβλίου, και το πιο σκανδαλώδες κατά τη γνώμη μου, είναι η γενναιοδωρία των ιδεών και των μοτίβων του.

Η σπατάλη συγγραφικής ενέργειας είναι για μένα το χαρακτηριστικό του δοτικού συγγραφέα, δηλαδή του καλού συγγραφέα. Δεν επιδεικνύει τα στοιχεία της έρευνάς του αφοδράριστα, δεν κρατάει τίποτα για άλλο μελλοντικό βιβλίο, δεν ξεχειλώνει θέματα, δεν φτιάχνει καβάντζες με κροτίδες που αργά ή γρήγορα θα πάρουν υγρασία. Τα καίει όλα επιτόπου πριν σαπίσουν μέσα του, τα δίνει στον αναγνώστη ενεργά και δραστήρια. Κι αυτός, ο αναγνώστης, ο σιωπηλός, ο μουλωχτός, ο δύσπιστος, θα ανταποδώσει μια μέρα με τον τρόπο του.

Στα όσα γράφτηκαν ή θα γραφτούν για τους «Δενδρίτες», έχω να προσθέσω και κάτι ακόμη, που είναι και προσωπικός μου καημός. Η Κάλλια Παπαδάκη δίνει στην ελληνική λογοτεχνία δύο γυναικείους χαρακτήρες γεμάτους, σπαρταριστούς, πλήρεις ζωής και επειγόντων αιτημάτων. Η Μίνι και η Λητώ αξίζουν, νομίζω, μια θέση δίπλα σε άλλες τοτεμικές περσόνες του ελληνικού μυθιστορήματος, όπως η Εκάβη και η Νίνα του Ταχτσή, αλλά με περισσότερες δυνατότητες και σε δυσκολότερη, παγκοσμιοποιημένη πίστα.

Έχει και κάτι άλλο η Κάλλια Παπαδάκη (μπορεί να το εξηγήσει η Πένυ Παναγιωτοπούλου, υποθέτω, που έκαναν μαζί μια υπέροχη ταινία, το «September»): ακόμη και στην πιο μικρού μήκους ιδέα της, κρύβεται πολύς και καλός κινηματογράφος, εικόνες σπάνιας ενέργειας που δεν χρειάζονται λόγια για να εκπυρσοκροτήσουν. Όπως η μικρή Μίνυ, εκεί που κόβει τη μια της κοτσίδα για να τη φέρει στο ίδιο ύψος με την άλλη επειδή ο αλητάμπουρας ο αδερφός της, μια μέρα που του αντιμίλησε, την κούρεψε για να της τη σπάσει. Ή σαν τον θάνατο της Λουίσας, στις πρώτες κιόλας τριάντα σελίδες του βιβλίου. Ένας θάνατος από κούραση κι από διαμαρτυρία για τον κόσμο, για όσα έγιναν και για όσα πρόκειται να επακολουθήσουν στις υπόλοιπες διακόσιες σελίδες του βιβλίου. Μια αυτοχειρία, κατά τη γνώμη μου, που για να λάμψει έπρεπε να χωθεί σε μία παράγραφο, να σκονιστεί και να στοιχειώσει ένα ογκώδες βιβλίο που πιάνει τρεις γενιές, πολλές χώρες, πολλές ματαιώσεις, πολλή ιστορία της μετανάστευσης και πολλή θεωρία της οικονομίας εφαρμοσμένη σε χαμόσπιτα και ερειπωμένους βιομηχανικούς κολοσσούς της Αμερικής. Γιατί «η ζωή μας», όπως λέει και ο Ζέμπαλντ στην προμετωπίδα του μυθιστορήματος, «δεν είναι παρά το ξεθωριασμένο αντιφέγγισμα μιας μη αναστρέψιμης διαδικασίας».