Si vis pacem, para bellum
Ακούστηκαν κριτικές για «επανεξοπλισμό» της Γερμανίας λες και αυτή η χώρα μέχρι χθες δεν είχε ένοπλες δυνάμεις. Οι κριτικές αυτές παραβλέπουν όμως μερικά σημαντικά στοιχεία που διαμόρφωσαν τις σχέσεις μεταξύ Γερμανίας, Δύσης και Ρωσίας τα τελευταία τριάντα χρόνια:
Πρώτον: Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός τής ΟΔΓ έχει ήδη (δηλαδή πριν τις πρόσφατες ανακοινώσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που στηρίχθηκαν από όλες σχεδόν τις πολιτικές παρατάξεις) ύψος περίπου 50 δις δολάρια και είναι συγκρίσιμος με αυτόν του Ηνωμένου Βασιλείου και μεγαλύτερος από αυτόν π.χ. της Γαλλίας.
Δεύτερον: Ο γερμανικός στρατός έχει πάψει να είναι στρατός κληρωτών εδώ και χρόνια –ο γιος μου ανήκε στην τελευταία σειρά που επιστρατεύτηκε– και έχει μεταβληθεί σε έναν μοντέρνο στρατό διεθνούς συλλογικής άμυνας και διαχείρισης κρίσεων.
Τρίτον: Όπως φαίνεται, τον τελευταίο καιρό υπάρχουν προβλήματα στον εκμοντερνισμό του υλικού (παράδειγμα: τα περίφημα γυμνάσια με ομοιώματα όπλων). Αυτό οφείλεται και σε μια αυξανομένη τάση φιλειρηνισμού στη γερμανική κοινωνία αλλά ίσως και στην ιδέα ότι ούτως ή άλλως η άμυνα της Ευρώπης είναι πλέον συλλογική υπόθεση.
Επίσης η γερμανική κοινωνία έχει και αυτή μια τάση αντιαμερικανισμού (ποιος θα το πίστευε) και φιλορωσισμού (πάλι, ποιος θα το πίστευε). Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ιστορικά –με εξαίρεση την εποχή του ναζισμού– η στάση των Γερμανών απέναντι στη Ρωσία ήταν κατά κύριο λόγο ευνοϊκή. Βέβαια δεν περίμεναν τον Μόσκοβο να τους φέρει το σεφέρι όπως κάποιοι άλλοι, αλλά οι Γερμανοί πάντα θεωρούσαν ότι είναι για τους Ρώσους ό,τι οι Έλληνες για τους Ρωμαίους. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο Λένιν περίμενε μια επανάσταση και στη Γερμανία που θα βοηθούσε στην επικράτηση και παγκοσμιοποίηση της δικής του.
Αυτή τη φιλειρηνική και φιλορωσική στάση και παράδοση εκμεταλλεύτηκαν και προώθησαν οι κυβερνήσεις Kohl, Schröder και Merkel και για να ενισχύσουν τους δεσμούς της Ρωσίας με τη Δύση αλλά και για να «εξοικειώσουν» τον πληθυσμό της Ανατολικής Γερμανίας –και των υπόλοιπων χωρών της ανατολικής Ευρώπης που αποτίναξαν τον ολοκληρωτισμό– με τον τρόπο σκέψης, τις ηθικές και πολιτικές αξίες και τη λειτουργία της Δύσης γενικότερα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ειδικότερα. Η πολιτική αυτή λειτούργησε για πάνω από 30 χρόνια και κατάφερε, αν μη τι άλλο, να κάνει τους λαούς αυτούς να πάρουν μια γεύση αυτού που οι Γερμανοί ονομάζουν «κοινωνική οικονομία της αγοράς» και «κράτος δικαίου».
Δυστυχώς η ρωσική πολιτική και οικονομική ελίτ, αντί να χρησιμοποιήσει αυτή την προσφορά όπως έκανε η Ρώμη με το ελληνικό πνεύμα και να συνεχίσει τον δρόμο του εξανθρωπισμού που είχε πάρει από την εποχή του Μ. Πέτρου και της Μ. Αικατερίνης, παρέμεινε εγκλωβισμένη στο πνεύμα του μπολσεβικικού τζιχάντ, χωρίς όμως πια το πολιτικό ιδεώδες μιας πιο δίκαιης κοινωνίας που πρέσβευε το κομουνιστικό κίνημα. Αντί να προσπαθεί να κερδίσει ψυχές, η ρωσική πολιτική ελίτ θέλει τώρα να κερδίσει μόνο χώμα, ελπίζοντας να φυτέψει επάνω του τους κατάλληλους ανθρώπους που θα υπηρετήσουν τον αυτοσκοπό του διαιωνισμού της εξουσίας της.
Αυτός είναι ο λόγος που τα σύνορα ανάμεσα στον ρωσικό χώρο επιρροής και –κυρίως τον δυτικό– κόσμο παρέμειναν αδιαπέραστα για την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και ιδεών. Η εντελώς κατασταλτική πολιτική χορήγησης βίζας παρέμεινε σε ισχύ, οι συνδιαλλαγές κάθε είδους παρέμειναν υπό τον απόλυτο έλεγχο της κεντρικής εξουσίας και οι παλιές επαφές και δομές στήριξης της ΕΣΣΔ στη Δύση (αλλά μάλλον και σε άλλα κράτη και περιοχές του κόσμου) μετατράπηκαν σε δομές στήριξης μιας εντελώς ασαφούς και αφηρημένης ιδέας του ρωσικού «τρίτου δρόμου» – που ακόμα και το ΚΚΕ στην Ελλάδα έχει πλέον δυσκολίες να διακρίνει.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ρωσική πολιτική και οικονομική ελίτ αντιδρά αλλεργικά σε κάθε αλλαγή που εμπεριέχει τον κίνδυνο –γι’ αυτήν– να φέρει το άρωμα του δυτικού –και μάλιστα του δυτικοευρωπαϊκού– τρόπου ζωής στις μύτες των πολιτών της. Σ’ αυτή την πολιτική στάση η Ουκρανία έχει μια ιδιαίτερη θέση γιατί τα σύνορά της με τη Ρωσία είναι τα πιο ανοιχτά σε σχέση με τα υπόλοιπα σύνορα της Ρωσίας με τον δυτικό κόσμο λόγω των ισχυρών δεσμών συγγένειας των εκατέρωθεν πληθυσμών και του γεγονότος ότι οι Ουκρανοί έχουν ήδη διασπαρθεί στη δυτική Ευρώπη και έτσι αυτό το άρωμα έχει ήδη κολλήσει στα ρούχα και τα μυαλά τους.
Και στο τέλος αυτός είναι και ο κύριος λόγος που η από τη Δύση υποστηριζόμενη πολιτική της Γερμανίας που αποσκοπούσε στην «ενσωμάτωση» της Ρωσίας σε ένα παγκόσμιο σύστημα αξιών και πολιτιστικής ενοποίησης με βάση το –βαθιά χριστιανικό– δόγμα της «ενότητας μέσα από την πολυποικιλότητα» (στο οποίο συμμετέχει με τον τρόπο της και η Κίνα) έφτασε σε ένα –ελπίζω προσωρινό– αδιέξοδο.Το οποίο σημαίνει ότι δυστυχώς και η Γερμανία θα αναγκαστεί να ακολουθήσει το παλιό ρωμαϊκό μονοπάτι που εγγυήθηκε την ενότητα και οικουμενικότητα του πολιτισμένου κόσμου πάνω από χίλια χρόνια: «Si vis pacem, para bellum». Ενώ η Ρωσία αυτή τη στιγμή κάνει το τραγικό λάθος, για το οποίο προειδοποιούσε μάταια ο Κλάουζεβιτς τους Πρώσους μιλιταριστές: «Η κήρυξη του πολέμου είναι το τέλος της πολιτικής».