Σημειώσεις για μία ραδιοφωνική εκπομπή

L
Λεωνίδας Αντωνόπουλος

Σημειώσεις για μία ραδιοφωνική εκπομπή

Τα λόγια του γοητευτικού και ταλαντούχου Benedict Cumberbatch στο τέλος της παράστασης του «Άμλετ», που μεταδόθηκε, μέσω δορυφόρου, και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πριν λίγες ημέρες, συγκίνησαν το ακροατήριο. Η εικόνα τού τέως Σέρλοκ Χολμς (και μελλοντικού Τζέιμς Μποντ;) έγινε viral, τα λόγια του πέταξαν και βρήκαν τα ευήκοα ώτα των ευαίσθητων, στο δράμα των προσφύγων από τη Συρία, φιλότεχνων. Είτε είναι αυθεντική είτε μία απομίμηση συναισθήματος, είναι πάντως χρήσιμη αυτή η ευαισθησία. Γιατί βιώνεται μεν ως προσωπική, αλλά επιστρέφει ως συλλογική και καταλήγει να γίνει ξανά ατομική: ως δράση πλέον. Είναι μία από τις μεγάλες κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού η αναγνώριση της προσωπικής ευθύνης, της συλλογικής ευαισθησίας και του αιτήματος για δράση μπροστά στη συμφορά κάποιου ξένου που χτυπάει, κλοτσάει ίσως, την πόρτα μας για βοήθεια.

Βρήκα επίσης χρήσιμα τα λόγια του Cumberbatch γιατί, με τους στίχους από το ποίημα “Home” της Ουαρσάν Σάιρ, όπως: «Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του, εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία», και: «Κανένας δεν βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα, εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά», έκανα νοερά μία άλλη διαδρομή, εντελώς διαφορετική από αυτή των σημερινών προσφύγων από τη σπαρασσόμενη Συρία, και κατέληξα στο ίδιο σημείο. Θα την περιέγραφα ως εξής:

Σε μία υποθετική ραδιοφωνική εκπομπή, θα ξεκινούσα από το τραγούδι «Help is coming» των Crowded House που επανεκδόθηκε ειδικά σε 7’΄ σινγκλάκι και έγινε το τραγούδι πάνω στο οποίο χτίστηκε στη Μ. Βρετανία η εκστρατεία «Save The Children», για τη στήριξη των προσφύγων, βασισμένη σε μία ιδέα του ελληνοκυπριακής καταγωγής Παναγιώτη Παφίδη (Pete Paphides), γνωστού στα αγγλικά media, λάτρη του βινυλίου, αρθρογράφου για μουσικά θέματα και ραδιοφωνικού παραγώγου. Και θα συνέχιζα με τον Cumberbatch, που έβαλε πλάτη —και τη φατσούλα του— στην εισαγωγή του βίντεο που προμοτάρει τo «Save The Children», όπου αναφέρει τους στίχους της Ουαρσάν Σάιρ. Θα έλεγα ότι η 27χρονη (!) Αγγλίδα ποιήτρια γεννήθηκε στην Κένυα, από γονείς πρόσφυγες από τη γειτονική Σομαλία που μετανάστευσαν στην Αγγλία όταν εκείνη ήταν μόλις ενός έτους· Τρία χρόνια πριν ξεσπάσει στη Σομαλία ένας από τους πιο καταστροφικούς εμφυλίους πολέμους, ο οποίος διήρκεσε 15 χρόνια και διέλυσε τη χώρα, κόβοντάς τη σε κομματάκια. Και, μετά, θα έβαζα ένα αγαπημένο μου τραγούδι, το «Lei, lei», από τη Σομαλή τραγουδίστρια Maryam Mursal. Είναι ένα τραγούδι που μιλάει για τη μοναξιά του πρόσφυγα, μακριά από την πατρίδα του. Και θα έλεγα τη συγκλονιστική ιστορία της Mursal που διένυσε με τα πόδια όλο το Κέρας της Αφρικής επί επτά μήνες, περνώντας από τέσσερις χώρες, με τα πέντε από τα δέκα της παιδιά μαζί, μέχρι να βρει άσυλο στην πρεσβεία της Δανίας, στο Τζιμπουτί. Θα σύστηνα, καταρχάς, την 65χρονη σήμερα γυναίκα με τα δικά της λόγια: «Υπήρξα πάντοτε η πρώτη γυναίκα. Η πρώτη που τραγούδησε Somali jazz, η πρώτη σταρ και η πρώτη γυναίκα οδηγός ταξί. Ήμουν η πρώτη που οδήγησε φορτηγό και η πρώτη Σομαλή που ένας δίσκος της κυκλοφορεί διεθνώς».

Η Mursal ξεκίνησε να τραγουδάει στα 16 της στην πρωτεύουσα, το Μογκαντίσου, και η εκφραστική της φωνή την έκανε την πρώτη γυναίκα σταρ σε μία ανδροκρατούμενη, ισλαμική, κοινωνία. Τραγουδούσε ταυτόχρονα και στους Waaberi, ένα θίασο 300 ατόμων —τραγουδιστές, μουσικοί, χορευτές, μέλη όλοι τους του Εθνικού Θεάτρου—, που και αυτός διαλύθηκε και τα περισσότερα μέλη του πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Η ίδια, παρόλο που προερχόταν από τη φυλή Midgen, που θεωρούνται κατώτερα κοινωνικά στρώματα, το αντίστοιχο των Τσιγγάνων στις δυτικές κοινωνίες, έγινε μέλος μιας ελίτ με υψηλή κοινωνική θέση και σημαντική οικονομική επιφάνεια. Τα τραγούδια της ήταν μεγάλες επιτυχίες στα κλαμπ του Μογκαντίσου το ’70 και το ’80, ώσπου, το 1986, έκανε το πρώτο «λάθος». Πιστεύοντας ότι, όπως λέει, «Οι καλλιτέχνες έχουν ευθύνη όταν κάτι δεν πάει καλά στην κοινωνία», έβγαλε το σινγκλ «Ulimada» («Οι Καθηγητές»), όπου με σαφή υπονοούμενα ασκούσε κριτική στον πρόεδρο και επικεφαλής του Ανώτατου Επαναστατικού Συμβουλίου, Mohammed Siad Barre (τον μαοϊκών πεποιθήσεων δικτάτορα της Σομαλίας που το 1969 πήρε την εξουσία μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα), κατηγορώντας τον υπαινικτικά ότι δολοφονεί τον λαό.

Ήταν η περίοδος που το, καθαρά στρατιωτικό πλέον, καθεστώς είχε σκληρύνει τη στάση του καθώς η Σομαλία βυθιζόταν σε βαθιά ύφεση, με ελλείψεις βασικών αγαθών, πολύωρες διακοπές ρεύματος, ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, διαλυμένο τραπεζικό σύστημα, εκτεταμένη μαύρη αγορά: όλο δηλαδή το εφιαλτικό σενάριο της ύφεσης. Οι αντιστασιακές ομάδες, που υποστηρίζονταν από την Αιθιοπία, ενίσχυαν τη δράση τους δίνοντας την αφορμή στο καθεστώς να εξαπολύσει τον κατασταλτικό του μηχανισμό, που οι πρακτικές του περιελάμβαναν φυλακίσεις, εκτοπίσεις και «εξαφανίσεις» των διαφωνούντων. Η Mursal τιμωρήθηκε με απαγόρευση των τραγουδιών της και αποκλεισμό από τις ζωντανές εμφανίσεις. Η άνετη ζωή της έσκασε σαν μπαλόνι από τη μια μέρα στην άλλη. Από τα λίγα υλικά αγαθά που περιέσωσε, ήταν ένα αυτοκίνητο. Έχοντας να μεγαλώσει μόνη, χωρίς σύζυγο, τα παιδιά της, το μετέτρεψε σε ταξί: «Φυσικά, όσοι έμπαιναν στο ταξί μου με ρωτούσαν πώς ξέπεσα έτσι. Με περνούσαν για κάποια που καταστράφηκε από τις καταχρήσεις…» Έκανε μεροκάματα ακόμη και ως οδηγός φορτηγού και μπόρεσε να στηρίξει την οικογένειά της. Μέχρι το 1991 όλα αυτά, όταν μια συμμαχία ένοπλων ομάδων που υποστηρίζονταν από την Αιθιοπία και τη Λιβύη ανέτρεψε τον δικτάτορα Barre και εγένετο χάος…

Παρόλο που αυτό σήμαινε ότι η Mursal μπορούσε να επιστρέψει στην ενεργό δράση, δεν είχε πλέον κανένα νόημα σε μία χώρα που κατρακυλούσε στη βία και την παράνοια του εμφυλίου. Το φάσμα της πείνας έγινε αμέσως ορατό. Με πέντε από τα παιδιά της, μεταφέρθηκε σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στη γειτονική Κένυα. Σε μία εξίσου ανεξέλεγκτη κατάσταση, όπου οι βιασμοί νεαρών κοριτσιών ήταν η καθημερινότητα του καταυλισμού, και με την πιθανότητα οι επιθέσεις που δέχτηκαν μέσα στις πρώτες κιόλας ημέρες οι κόρες της να καταλήξουν ακόμη και σε ομαδικό βιασμό, πήρε την απόφαση να φύγει. Μόνο αυτό: να φύγει. Δωροδοκώντας φρουρούς και πληρώνοντας διακινητές με το κομπόδεμα που είχε μαζί της, η σταρ της Somali jazz ξεκίνησε με τα πόδια αλλά και με κάθε διαθέσιμο μεταφορικό μέσο, τετράποδο και τετράτροχο, μία οδύσσεια 7 μηνών, κατά μήκος του Κέρατος της Αφρικής, περνώντας μέσα από τέσσερις χώρες: Κένυα, Αιθιοπία, ξανά Σομαλία για να καταλήξει στο Τζιμπουτί. Εκεί ζήτησε άσυλο στην πρεσβεία της Δανίας —η οποία αρχικά αρνήθηκε να δώσει βίζα και στα παιδιά της, αλλά στο τέλος υποχώρησε— και με το διαβατήριο για την ελευθερία στα χέρια εγκαταστάθηκε στη Δανία.

Σήμερα, με δύο δίσκους της σε διεθνή κυκλοφορία (από την εταιρεία Real World του Peter Gabriel), ζει πλέον στο Λονδίνο. Τη διεθνή δισκογραφική της καριέρα την οφείλει, όμως, σε έναν Δανό φωτογράφο, τον Soren Kjaer Jensen , ο οποίος, όταν την άκουσε να τραγουδάει σε ένα στρατόπεδο προσφύγων μπροστά σε ένα κοινό από 300 Σομαλούς, συνειδητοποίησε ότι ήταν η ίδια φωνή που, μαγεμένος, είχε ηχογραφήσει από το σομαλικό ραδιόφωνο όταν βρέθηκε εκεί το 1986. Τη βοήθησε να ηχογραφήσει, πρόχειρα, μερικά ακόμη τραγούδια και τα έδωσε, μαζί με το υλικό που είχε συγκεντρώσει η ίδια σε σημειώσεις στη διάρκεια του μεγάλου της ταξιδιού, στον Peter Gabriel και την εταιρεία του. Το τραγούδι «Lei lei» δεν είναι τυπικό δείγμα Somali jazz, καθώς η παραγωγή του, από τα χέρια του Simon Emmerson των Afro Celt, είναι αρκετά πιο ηλεκτρονική και χορευτική. Αλλά μη νομίζετε ότι και η Somali jazz έχει σχέση με τη δυτική τζαζ. Η ντόπια ονομασία του είδους είναι qaraami και άρχισε να διαμορφώνεται τη δεκαετία του ’40, με τραγούδια γραμμένα σε πεντατονική κλίμακα (όπως και στη γειτονική Αιθιοπία) και με κυρίαρχο όργανο το ούτι, και σταδιακά εμπλουτίστηκε με σύγχρονα, δυτικά, στοιχεία. Στα χρόνια της εξουσίας του Siad Barre, τα qaraami απέκτησαν πολιτικό χαρακτήρα, με πολλούς καλλιτέχνες, στηριζόμενους από το καθεστώς, να δημιουργούν «επαναστατικά τραγούδια» που εκθείαζαν τον δικτάτορα και άλλους, ενώ τα τελευταία χρόνια πριν πέσει χρησιμοποιούσαν τη Somali jazz για να πουν «τραγούδια διαμαρτυρίας». Το είδος, πάντως, παραμένει δημοφιλές στη Σομαλία.

Τις ημέρες αυτές, που εκατομμύρια πρόσφυγες παίζουν τη ζωή τους κορόνα-γράμματα ταξιδεύοντας προς την Ευρώπη, θεωρώντας ότι παραμένει ακόμη το ασφαλέστερο μέρος υπεράσπισης των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και των ουμανιστικών αξιών, σκέφτομαι ότι η ιστορία της Maryam Mursal είναι μία φωτεινή στιγμή, ένα παραμύθι με καλό τέλος, από αυτά που, απ’ όλο τον πλανήτη, μόνο στην Ευρώπη μπορεί να τα διηγηθεί κανείς. Και να νιώθει τη συνείδησή του πιο ήσυχη.