Σινεμά και λογοτεχνία: μία εισαγωγή
Η σχέση κινηματογράφου και λογοτεχνίας είναι παλιά όσο και η τέχνη της εφεύρεσης των αδελφών Λιμιέρ, που το 2015 συμπλήρωσε 120 χρόνια ζωής. Ο κινηματογράφος όπως τον ξέρουμε σήμερα δεν θα υπήρχε χωρίς τη θεμελιώδη στήριξη της λογοτεχνίας: αμέτρητοι σκηνοθέτες εμπνεύστηκαν και συνεχίζουν να εμπνέονται από τη μυθιστοριογραφία, μία ανεξάντλητη πηγή άντλησης ιδεών, πρόσφορων για μετατροπή σε σενάρια, μέσα από ειδικούς κανόνες και κώδικες.
Ο μαζικός ενθουσιασμός για την έλευση του κινηματογράφου και η εκρηκτική επιτυχία του παγκοσμίως οδήγησαν κάποιους στο να τον αποκαλέσουν «λογοτεχνία του 20ού αιώνα», εκφράζοντας με υπερβολικό τρόπο την άποψη ότι οι κινηματογραφικές εικόνες, με την ταχύτητα και την πολυσημία που διαθέτουν, μπορούν να αφηγηθούν μια ιστορία πλουσιότερη σε περιεχόμενο και σε επιμέρους στοιχεία και από το πληρέστερο λογοτεχνικό έργο. Κάποια στιγμή μάλιστα θεωρήθηκε πιθανό το ενδεχόμενο η λογοτεχνία —ως μαζική παραγωγή— να εκτοπιστεί από τον κινηματογράφο, ή έστω να περιθωριοποιηθεί σημαντικά. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Για την ακρίβεια, συνέβη το αντίθετο.
Αυτό οφείλεται στο ότι η λογοτεχνία διατήρησε ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι του σινεμά: την εγγενή ικανότητά της να αφηγείται μια ιστορία με τη μεγαλύτερη δυνατή εμβάθυνση στον ψυχισμό των χαρακτήρων. Από την άλλη, η λογοτεχνία προσαρμόστηκε κατά ένα ποσοστό στα νέα δεδομένα και εξελίχθηκε, αποκτώντας στέρεη «κινηματογραφική αφήγηση» και ένα ιδιότυπο κινηματογραφικό «μοντάζ». Ας θυμηθούμε τις σκέψεις του Αμερικανού συγγραφέα Ντόναλντ Μπαρθέλμ: «Ο κινηματογράφος προσέφερε μεγάλη βοήθεια επειδή κατέλαβε μια τεράστια περιοχή, αναγκάζοντας εμάς τους συγγραφείς να σκεφτόμαστε ό,τι κάνουμε και πρόκειται να κάνουμε πολύ περισσότερο από όσο θα το σκεφτόμασταν χωρίς αυτόν».
Το σινεμά δανείζεται στοιχεία και από τις άλλες τέχνες, αλλά στη λογοτεχνία βρίσκει συχνά το πρωταρχικό του υλικό: (έτοιμες) ιστορίες και (δοκιμασμένους) χαρακτήρες. Έτσι, το σενάριο άρχισε να αποκτά κυρίαρχη θέση στην κινηματογραφική κατασκευή, ενώ τα κινηματογραφικά είδη διαμορφώθηκαν σταδιακά κατ’ αντιστοιχία προς αυτά της λογοτεχνίας: ταινίες κοινωνικές, αισθηματικές, περιπέτειες, τρόμου, επιστημονικής φαντασίας κ.ά.
Φυσικά, το σινεμά δεν είναι ο φτωχός συγγενής του μυθιστορήματος. Όπως απέδειξαν μεγάλοι δημιουργοί —ο Ουέλς, ο Χίτσκοκ και τόσοι άλλοι—, που διασκεύασαν ποικίλα λογοτεχνικά έργα, ο κινηματογράφος είναι αυτοδύναμη τέχνη, χωρίς εξαρτήσεις και δεκανίκια. Επίσης, παρότι σε γενικές γραμμές οι δραματουργικές συλλήψεις και, κάποιες φορές, οι εφαρμογές μιας αισθητικής ιδέας έχουν κοινό παρανομαστή με την τέχνη της γραφής, ο κινηματογράφος δεν είναι σε καμία περίπτωση ταυτόσημη τέχνη με τη λογοτεχνία. Τα τεχνικά-οπτικοακουστικά εκφραστικά του μέσα προσδίδουν στις προτάσεις τους έναν πρωτότυπο και ξεκάθαρα διακριτό χαρακτήρα.
Έτσι, μέσα από συγγένειες και αποκλίσεις, από συμφωνίες και ασυμφωνίες, πορεύονται οι δύο αυτές τέχνες, αποδίδοντας, εκτός των άλλων, και τις βασικές έννοιες του χώρου και του χρόνου μέσα από τα ξεχωριστά τους ιδιώματα. Οι αλληλεπιδράσεις τους θεωρήθηκαν θεμιτές, εδραιώνοντας την πεποίθηση ότι κάθε μία τέχνη ξεχωριστά κρατά τα στοιχεία της ταυτότητάς της αναλλοίωτα, ιδίως στην περίπτωση που ένα λογοτεχνικό έργο εικονοποιείται, οπότε και —πάντα— θίγεται το περιβόητο ζήτημα της πιστότητας στο πνεύμα και το ύφος του. Ένας όρος που αποδίδει την εν λόγω διαδικασία είναι αυτός της μεταστοιχείωσης. Οι λέξεις, δηλαδή, ως στοιχεία, όταν καταγράφονται στο φιλμ, περνούν σε μιαν άλλη κατάσταση, σε μία άλλη φόρμα, οπότε μιλάμε πια για μια δεύτερη, άλλη γλώσσα, για ένα άλλο επίπεδο σημασιών. Αν και ως θεατές περιμένουμε να δούμε στην οθόνη τις εικόνες που είχαμε φανταστεί διαβάζοντας το πρωταρχικό υλικό, η διασκευή έχει ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίησή του.
Ένα πλήθος θεωρητικών της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου ανέλυσαν έννοιες όπως κείμενο, μορφή, γλώσσα και μοντάζ, επιχειρώντας να κάνουν διακρίσεις, περιγραφές, ταξινομήσεις και κωδικοποιήσεις. Η συζήτηση δεν σταματά, παρότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις στην τέχνη του κινηματογράφου (αλλά και του γραπτού λόγου) παγκοσμίως έχουν υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση τους είτε σε εξειδικευμένες οπτικές, κοινωνιολογικού τύπου, είτε στις θεωρίες του θεατή και του αναγνώστη.
Η σχέση, η αλληλεπίδραση των εικόνων και των λέξεων θα είναι εσαεί ερεθιστική, γιατί η μία γεννά την άλλη — ή μάλλον προέρχονται από την ίδια μήτρα, είναι δίδυμες υπάρξεις, αλλά με κρυφές και, ευτυχώς για μας, συχνά ακατανόητες διαφορές.