Το σινεμά του Pablo Larrain
To φιλμ «Μυστική Λέσχη» («El Club»), τέταρτη ταινία του Pablo Larrain, τοποθετείται σε μια μικρή πόλη στις ακτές της Χιλής. Υπάρχει εκεί ένα ταπεινό σπίτι το οποίο η Καθολική Εκκλησία λειτουργεί ως ανοιχτή φυλακή για ιερείς που έχουν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα, για να ζουν μακριά από τα αδιάκριτα μάτια της κοινωνίας. Ένας από τους ιερείς είναι ένας καθόλου ενοχικός παιδόφιλος, ένας δεύτερος βοηθούσε τον στρατό στο βασανισμό κρατουμένων, ένας άλλος έκανε εμπόριο βρεφών και ο τέταρτος είναι πολύ γέρος για να θυμάται τις αμαρτίες του. Υπάρχει επίσης μια μοναχή που δεν είναι πραγματική μοναχή και η οποία έδερνε αλύπητα την υιοθετημένη κόρη της. Στον ελεύθερο χρόνο τους, οι ιερείς εκπαιδεύουν ένα λαγωνικό που συμμετέχει σε τοπικούς αγώνες. Με άλλα λόγια, εκτός από το σκύλο, το σπίτι συγκεντρώνει τα πιο σιχαμερά αποβράσματα της γης.
Μια μέρα, καταφθάνει ένας άλλος παιδόφιλος ιερέας, που όμως συνειδητοποιεί ότι τον έχει ακολουθήσει μέχρι εκεί ένας άστεγος κακομοίρης, τον οποίο ο παπάς κακοποιούσε παλιότερα. Αντιμέτωπος με το παρελθόν του, ο ιερέας αυτοκτονεί. Τότε φτάνει στην πόλη ο πατήρ Γκαρσία. Η αποστολή του, φαινομενικά, είναι να μάθει τι ακριβώς συνέβη με την αυτοκτονία, αλλά ο πατήρ Γκαρσία δεν είναι απλώς ντετέκτιβ, είναι ανακριτής σοβιετικού τύπου. Ξέρει ακριβώς τι έχει κάνει ο καθένας, αλλά θέλει να τους ακούσει να το εξομολογούνται. Όχι με τον τρόπο που οι άνθρωποι εξομολογούνται στην εκκλησία, αλλά με τον τρόπο που ομολογούν στο αστυνομικό τμήμα. Ο πατήρ Γκαρσία έχει έρθει για να ταπεινώσει και να τιμωρήσει. Ακριβώς αυτό δηλαδή που ο Pablo Larrain κάνει πάντα με τους χαρακτήρες του.
Γεννημένος στη Χιλή το 1976 σε μια οικογένεια της ανώτερης τάξης που συνδεόταν με το καθεστώς Πινοσέτ (ο πατέρας του είναι πολιτικός της δεξιάς), ο Larrain προτίμησε να ασχοληθεί στις ταινίες του με τις χαμηλές και μεσαίες τάξεις, τις οποίες ξεκάθαρα απεχθάνεται. Αν υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή που διατρέχει το έργο του, είναι η εξής: το πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας της Χιλής δεν είναι, όπως συνήθως υποθέτουμε, ότι υπέστη μια δικτατορία για σχεδόν 20 χρόνια, στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες πολίτες σκοτώθηκαν, βασανίστηκαν, και εξαφανίστηκαν, ασκήθηκαν όλα τα είδη λογοκρισίας και καταστολής, και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να βγουν από τα σπίτια τους τη νύχτα λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Όχι, για τον Larrain το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι οι Χιλιανοί άξιζαν τη μοίρα τους, επειδή στο βάθος τούς άρεσε να ταπεινώνονται και να καταστρέφονται από τους βαρβάρους, λες και νόμιζαν ότι δεν ήταν αρκετά δυνατοί για να επαναστατήσουν εναντίον τους (πρβλ. το πρόσφατο «Βδέλυγμα» του Δημήτρη Δημητριάδη).
Ο Larrain επιτίθεται στους φτωχούς, είτε είναι αριστεροί είτε δεξιοί. Οι ταινίες του στοχεύουν να καταδικάσουν — όχι να καταδικάσουν την αδικία, τη βία ή το έγκλημα, αλλά να καταδικάσουν τους ανθρώπους, θαρρείς και έφτασε η Ημέρα της Κρίσης. Ο Τόνι Μανέρο, ο ήρωας του επώνυμου πρώτου φιλμ του Larrain, είναι ένας κλέφτης, ένας δολοφόνος, αλλά κι ένας αξιολύπητος μίμος του Τζον Τραβόλτα, βίαιος απέναντι στους χορευτές του, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να υποστούν μαρτύρια από τον Μανέρο, όπως ο ίδιος ο Μανέρο ταπεινώνεται εντέλει από την ίδια του την ιδεολογία: επειδή κι αυτός, σαν τον Πινοσέτ, είναι θαυμαστής και μιμητής της Αυτοκρατορίας (όπως ορίζεται στο ομότιτλο βιλίο από τους Negri και Hardt), δρα εντέλει ακριβώς όπως ο Πινοσέτ. Υπό αυτή την έννοια, είναι δύσκολο να χαράξουμε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του καταπιεστή και του καταπιεζόμενου: κυλιούνται στην ίδια λάσπη. Ίσως οι καταπιεσμένοι είναι ακόμη χειρότεροι, επειδή δρουν ενάντια στα πραγματικά τους συμφέροντα.
Αν το φιλμ «Τόνι Μανέρο» δεν είναι αρκετό για να καταδειχθεί η οπτική γωνία του Larrain, το επόμενο φιλμ, «Post Mortem», την υπογραμμίζει πεντακάθαρα. Ανέντιμη σε σημείο παραλογισμού, η ταινία ασχολείται με ένα δημόσιο υπάλληλο που εργάζεται στο κρατικό νεκροτομείο και εκμεταλλεύεται το χιλιανό πραξικόπημα για να δολοφονήσει μια γκόμενα που τον κεράτωσε. Ασφυκτικά γεμάτο πτώματα και σκηνές αυτοψίας –ακόμη και του Αλιέντε, η οποία σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί την αφήγηση, κάνει μόνο την ταινία ακόμα πιο άσχημη–, το «Post Mortem» μάς λέει ότι, ακόμη κι αν οι εργαζόμενοι στο νεκροτομείο ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του Αλιέντε, απαιτούσαν μάλιστα να οπλιστεί ο λαός πριν από το πραξικόπημα, στη συνέχεια ενήργησαν σαν πρόβατα στην υπηρεσία του καθεστώτος. Και πάλι ο Larrain λέει ότι οι Χιλιανοί άξιζαν τον Πινοσέτ και ότι τους άρεσε: στο κάτω-κάτω, ο πρωταγωνιστής είναι ένας δολοφόνος σαν τον Πινοσέτ, ακριβώς όπως ήταν κι ο Τόνι Μανέρο. Δεν υπάρχει ούτε ένας συμπαθητικός χαρακτήρας στο «Post Mortem» , καμία σκηνή που να μπορείς να απολαύσεις, ούτε μια στιγμή ανακούφισης. Ο σκηνοθέτης-ανακριτής ποτέ δεν δείχνει την παραμικρή υποψία ανοχής ή συγχώρεσης. Αντίθετα, τα πλάσματα του είναι συνεχώς κατηγορούμενα και η ταινία λειτουργεί σαν καθαρτήριο για τα λάθη τους. Και σε καθαρτήριο είναι που θέλει ο πατήρ Γκαρσία να μετατρέψει το σπίτι στη «Μυστική Λέσχη].
Το τρίτο φιλμ του Larrain, με τίτλο «No», είναι ελαφρύτερο, ίσως γιατί διαδραματίζεται στο περιβάλλον της διαφήμισης, όπου ο ήρωας (Gael Garcia Bernal) παίζει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντι-πινοσετικής καμπάνιας για το δημοψήφισμα του 1988. Αυτή τη φορά, ο Larrain ξαναγράφει τη θέση του με έναν πιο αφηρημένο και γενικό τρόπο: το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν προήλθε από το γεγονός ότι η πλειοψηφία είχε σιχαθεί τον Πινοσέτ, την κυβέρνησή του και τις θηριωδίες του, αλλά επειδή οι ψηφοφόροι πείστηκαν να ψηφίσουν «Όχι» λόγω της εξυπνάδας και της αποτελεσματικότητας μιας καμπάνιας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να πουλήσει οποιουδήποτε είδους προϊόντα. Αυτή τη φορά, η ταπείνωση δεν δείχνεται μέσω ανθρώπων που γονατίζουν μπροστά στη βία των ισχυρών, αλλά με την αποκάλυψη ότι οι πολίτες δεν είχαν την πραγματική βούληση να απαλλαγούν από τον δικτάτορα, και θα μπορούσαν εύκολα να χειραγωγηθούν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Για τον Larrain, η Χιλή δεν έχει Ιστορία (το κεφαλαίο είναι αναγκαίο), μόνο μικρές αφηγήσεις, μικρά σουβενίρ όπως το απόθεμα υλικού της καμπάνιας του 1988, που αποτελεί τον πυρήνα του «Νο». Τελικά, τα 17 χρόνια της δικτατορίας και τα 25 της δημοκρατίας που ακολούθησαν ήταν πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα, επειδή η Χιλή ούτως ή άλλως ζει στην αμαρτία.
Η «Μυστική Λέσχη» μοιάζει με λογική απόληξη της θρησκευτικής προσέγγισης του Larrain απέναντι στον κινηματογράφο, καθώς αντιμετωπίζει το βασικό αντικείμενό του σε ένα περιβάλλον όπου η αμαρτία και η μετάνοια συζητούνται σε καθημερινή βάση. Τίποτα δεν ταιριάζει καλύτερα στον σκοπό αυτό από το να τραβήξεις το θέμα σου στα άκρα: μια ομάδα αμαρτωλών, οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και ιερείς, λειτουργεί ως ένα τέλειο παράδειγμα του βδελύγματος της ανθρωπότητας (πάλι ο Δημητριάδης). Τα επί της οθόνης τέρατα είναι μια απλή δικαιολογία για έκθεση ιδεών (περισσότερο από ό,τι συνέβαινε στις προηγούμενες ταινίες του Larrain), λειτουργώντας σαν θεατρικές αφαιρέσεις που εκφωνούν κηρύγματα. Όπως όλο το έργο του Larrain, η «Μυστική Λέσχη» βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην καλλιτεχνική διεύθυνση (art direction), σε σημείο που αποσπά την προσοχή σχεδόν σε κάθε σκηνή. Όπως στο σινεμά του Peter Greenaway, ενός σκηνοθέτη στον οποίο ο Larrain μοιάζει ως προς την τάση για επιδεικτική σκληρότητα, το φιλμ προχωρά σαν μία σειρά αυθαίρετων γεγονότων που, μετά τον θάνατο του μοναδικού συμπαθητικού χαρακτήρα της ταινίας (του σκύλου), οδηγείται σε έναν συμβιβασμό μεταξύ του πατρός Γκαρσία και του υπόλοιπου θιάσου.
Δεν υπάρχει χαρακτήρας που να μπορεί εύκολα να ταυτιστεί με τον δημιουργό και να λειτουργήσει σαν φωνή του, σαν υποκατάστατό του, στο «Τόνι Μανέρο» ή στο «Post Mortem». Κι αν ο Larrain είναι σχετικά κοντά στον χειριστικό διαφημιστή του «No», αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι το πόσο κοντά είναι ο σκηνοθέτης στον πατέρα Γκαρσία. Όπως επισημαίνουν οι άλλοι ιερείς, ο πατήρ Γκαρσία κατάγεται από ένα διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον: φοράει καλά ρούχα, έχει μια κάρτα American Express, και ποτέ δεν έρχεται αντιμέτωπος με τη μοίρα των απλών ανθρώπων, ούτε με τις πραγματικές ανάγκες των φτωχών. Ως γραφειοκράτης του Βατικανού, ασχολείται με κανόνες που θεσπίζονται από άλλους. Έρχεται και φεύγει, χωρίς πραγματικά να επιλύει τίποτα, αφήνοντας τα πράγματα ακριβώς ως έχουν. Είναι τόσο ανίκανος να τροποποιήσει την πραγματικότητα όσο είναι και οι (περισσότερες) ταινίες: όταν κλείνει μια υπόθεση, απλώς θα συνεχίσει με τη ζωή του — όπως ακριβώς η ζωή συνεχίζεται όταν βγαίνουμε από το σινεμά. Ο πατήρ Γκαρσία και η περί δικαιοσύνης αυστηρότητά του δεν μπορούν να λειτουργήσουν προτυπικά: είναι ένας παθιασμένος ηθικολόγος, ένας Ιαβέρης, αλλά ταυτόχρονα και ένας δειλός που δεν μπορεί να ολοκληρώσει την αποστολή του, ήτοι να καταστείλει το κακό. Είναι σαν τον Larrain, ο οποίος κάνει την μία ταινία μετά την άλλη για να καταδείξει ότι ο κόσμος είναι καταδικασμένος και ότι οι ψυχές είναι σάπιες, χωρίς καμία πραγματική αλλαγή να είναι δυνατή, μόνο ο μικροαστικός συμβιβασμός. Γι’ αυτό και η «Μυστική Λέσχη» έχει όλα τα ίχνη της παλιάς συνταγής που χρησιμοποιήθηκε από ιεροεξεταστές και σταλινικούς ανακριτές: της αυτοκριτικής.