Το σινεμά του Paul W.S. Anderson

C
Χρήστος Γραμματίδης

Το σινεμά του Paul W.S. Anderson

Απογοητεύτηκα πολύ από το «Φωτιά πάνω από την Πομπηία» του Paul W.S. Anderson — κι αυτό γιατί ο δημιουργός του δεν είναι τυχαίος, τουλάχιστον για τους μη κομπλεξικούς, που αντιμετωπίζουν όλα τα είδη σινεμά απροκατάληπτα: άλλο είδος σινεμά κάνουν οι αδελφοί Dardenne κι άλλο ο Anderson, όμως έκαστος είναι κορυφή στο είδος του.

Με το ντεμπούτο του, το μηδενιστικό crime drama με τίτλο «Shopping» (έπαιζε ο νεαρός τότε Jude Law), ο Anderson έθεσε το πρότυπο για όλη τη φιλμογραφία του: περιθωριακοί τύποι που κάνουν αντίσταση σε έναν μοχθηρό κόσμο, ελεγχόμενο από μεγάλες εταιρείες, με φόντο φουτουριστικές εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Αλλά σ’ αυτό το πρώτο του φιλμ είναι εμφανείς και οι αδυναμίες του δημιουργού: ασαφές κοινωνικό πλαίσιο, αδύναμη ανάπτυξη των χαρακτήρων, προβληματικοί διάλογοι γεμάτοι χονδροειδείς ατάκες. Όμως, ο Anderson έχει κάτι από Carpenter: λιτές, αλλά οπτικά όμορφες εικόνες δράσης, συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο αισθητικό αποτύπωμα, ικανότητα στη συνέχεια και συνέπεια του χώρου και του κάδρου (σπάνιο στις μέρες μας).

Ακολούθησε η κινηματογραφική μεταφορά του «Mortal Kombat», το παράξενα ατμοσφαιρικό φιλμ τρόμου «Event Horizon — Το Σκάφος του Τρόμου» (από τα πιο τρομακτικά του είδους) και ο «Βετεράνος του Μέλλοντος» (ένα φιλμ τοποθετημένο στο σύμπαν του «Blade Runner» με πρωταγωνιστή τον Kurt Russell — να κι άλλο κοινό με τον Carpenter). Η επιτυχία ήρθε με το «Resident Evil», η παιδαριώδης δομή του οποίου (βασίζεται σε video game) ταίριαξε γάντι με το στιλ κινηματογράφου του Anderson και την ικανότητά του να στήνει εκπληκτικά ντεκόρ (à la Ridley Scott), ενώ πήρε τη Milla Jovovich από μοντέλο της L’Oréal και την έκανε icon των action movies. H εμφανής αγάπη του Anderson για τις ισχυρές γυναίκες έγινε ακόμη πιο ενδιαφέρουσα στο απολαυστικότατο κατοπινό φιλμάκι του με τίτλο «Κούρσα Θανάτου» (κλοτσοπατινάδα και χαμός με τον Jason Statham), όπου η Joan Allen παίζει την ατσάλινη διευθύντρια των φυλακών (και το κάνει εκπληκτικά).

Ο Anderson έχει μια μανία με τους σπηλαιώδεις χώρους (υπόγεια λημέρια, πλανήτες γεμάτοι απόβλητα, απρόσωποι διάδρομοι και αίθουσες σύγχρονης βιομηχανικής αρχιτεκτονικής), τους οποίους εμποτίζει με μια γοητεία αντάξια του Fritz Lang. Στο «Resident Evil: Afterlife» (φιλμ εκπληκτικό στο είδος του), ο Anderson έκανε εξαιρετική δουλειά στο 3D, την οποία πήγε ακόμη παραπέρα στους «Τρεις Σωματοφύλακες», ένα φιλμ τρομερά ευχάριστο αν ξεχάσει κανείς τους διαλόγους της πλάκας και επιμείνει στη φανταστική εικονοποιία. Η «Πομπηία» τώρα είναι ένα βήμα πίσω, είναι ένα φιλμ βαρετό και χωρίς το guilty pleasure που συνήθως συνοδεύει τα φιλμ του Anderson. Ελπίζω στο νέο (και τελευταίο) «Resident Evil», που ετοιμάζει, να επανακάμψει δριμύτερος.