Σιωπηλός μάρτυς

L
Ξένια Κουναλάκη

Σιωπηλός μάρτυς

Υπάρχουν κάποιοι δρόμοι γεμάτοι παρηκμασμένα μαγαζιά, όπως η Ιπποκράτους και η Χαριλάου Τρικούπη. Όποτε περνάω από εκεί, σκέφτομαι ότι ξεκίνησαν τον βίο τους με υπέρμετρες φιλοδοξίες και κατέληξαν σκονισμένα χαλάσματα με νέον πινακίδες που αναβοσβήνουν νευρικά, χωρίς ειρμό. Μπορώ να φανταστώ τους ιδιοκτήτες τους να κάνουν όνειρα, να διαλέγουν έντονα χρώματα για τους τοίχους, και βολικά έπιπλα για να προσελκύσουν την πελατεία. Τους σκέφτομαι να ξεκινούν ορμητικά, ελπίζοντας να διαλύσουν τον ανταγωνισμό, και, σιγά-σιγά, αργά, να βουλιάζουν μελαγχολικά μέσα στην κρίση, που τσάκισε καθετί μικρομεσαίο, από επιχειρήσεις μέχρι τάξεις. Βλέπω τις σκιές τους, καθώς οδηγώ μπροστά από τις βιτρίνες τους, να βηματίζουν νευρικά, αναλογιζόμενοι τα έξοδα, την εφορία, τα παιδιά τους, το μέλλον.

Μου αρέσει να φτιάχνω σενάρια στο μυαλό μου για μαγαζιά, σπίτια, ανθρώπους. Να κοιτάω μέσα από ημιφωτισμένα παράθυρα τα βράδια και να προσπαθώ να αναπαραστήσω με τη φαντασία μου όλους τους χώρους του σπιτιού, τις ιστορίες των ανθρώπων που ζουν μέσα. Θα ήθελα να στήσω ένα τηλεσκόπιο στο δωμάτιό μου, σαν τον «Σιωπηλό μάρτυρα» του Χίτσκοκ, και να παρακολουθώ τη γειτονιά, κάθε διαμέρισμα ξεχωριστά, τον παλαβό που μουγκρίζει απόκοσμα και τσακώνεται με τις αδερφές του, τον ζωγράφο τής απέναντι πολυκατοικίας που ζωγράφιζε ζούγκλες και δολοφονήθηκε μυστηριωδώς, τον άλλο που κάνει σεξ μόνο τα Σαββατοκύριακα και τρίζει ρυθμικά το κρεβάτι του. Θα ήθελα να ακούω τις συζητήσεις τους, όλα τα μικρά μεγάλα δράματα που κρύβουν οι φωταγωγοί.

Στο μετρό κοιτώ αδιάκριτα τα πρόσωπα των ανθρώπων που κάθονται απέναντι μου και προσπαθώ να ανασυστήσω τη ζωή τους. Μια νεαρή γυναίκα που παίζει με το δαχτυλίδι της, ένα φτηνό μονόπετρο, μοιάζει μελαγχολική — μήπως ο γάμος δεν έγινε ποτέ, και το πτι μπουρζουά όνειρο της αποκατάστασης έμεινε μετέωρο; Ένας πιτσιρικάς, που γελά συνέχεια στο μέσον μιας παρέας, κάνει τον έξυπνο και τον μάγκα, τρώει σουβλάκι και ρεύεται, και ο κύριος δίπλα μου ενοχλείται και του κάνει παρατήρηση. Αρχίζει το μπούλινγκ, η πρόκληση, καθώς όλη η παρέα αρχίζει να κοιτάει τον διπλανό μου στα μάτια και να τον κοροϊδεύει μέσα στη μούρη του. Εκείνος έχει αποστρέψει το βλέμμα και προσπαθεί να συγκρατήσει την ψυχραιμία του. Τι παιδιά είναι αυτά; αναρωτιέμαι. Θα γίνουν τσογλάνια ή παρασύρονται από την αγελαία ατμόσφαιρα; Όταν πάνε σπίτια τους, φωνάζουν και βρίζουν τους γονείς τους ή είναι αρνάκια;

Φτιάχνω συνέχεια ιστορίες στο μυαλό μου για να ξορκίσω, νομίζω, την πλήξη της καθημερινότητας. Ένας φίλος μου καπνίζει φούντα για να αντέξει την ανία της ζωής: ενισχύονται, μου λέει, οι αισθήσεις, ακούει στερεοφωνικά, βλέπει τρισδιάστατα. Μια άλλη φίλη μου, κάπως υποχόνδρια, βρίσκει πάνω της τεχνητές ασθένειες και πηγαίνει διαρκώς σε νοσοκομεία και διαγνωστικά κέντρα, γιατί στην πραγματικότητα ήθελε πάντα να γίνει γιατρός.

Όλοι φαίνονται σαν να προσπαθούν να διευρύνουν τη μικρή, πεπερασμένη ζωή τους με κόλπα. Κι εγώ το ίδιο κάνω με τις ιστορίες των άλλων που γράφω στο μυαλό μου. Σαν να ζω δυο-τρεις ζωές κάθε μέρα.

[ Εικονογράφηση: Lily Furedi, Subway (1934) ].