In situ

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

In situ

Η επιλογή των βιβλίων ή, ακόμα χειρότερα, του βιβλίου που θα πάρει μαζί του, όταν για ένα μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα πρόκειται να απομακρυνθεί από την ασφάλεια της βιβλιοθήκης του, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που, συχνά-πυκνά, καλείται να αντιμετωπίσει κάθε βιβλιόφιλος αναγνώστης. Είτε επιλέγει το βιβλίο με το οποίο θα συνοδεύσει την αναμονή του στην ουρά της τράπεζας ή στον προθάλαμο του οδοντιατρείου, είτε ξεκινά για την αγαπημένη του καφετέρια ή για τον πρωινό του καφέ στο μπαλκόνι, είτε πάει στην τουαλέτα, είτε φεύγει για πολυήμερες διακοπές στο βουνό, οι στιγμές ή οι ώρες που περνά μπροστά στα ράφια της βιβλιοθήκης του, όσο άγχος και αν του προξενούν, άλλη τόση ηδονή τού χαρίζουν.

Σε ακραίες περιπτώσεις (ή, ενδεχομένως, στις περισσότερες περιπτώσεις), θα αντιμετωπίσει την πρόκληση με τον τρόπο του αφηγητή στο διήγημα του Σόμερσετ Μομ «Ο σάκος των βιβλίων», ο οποίος δηλώνει ευθύς εξαρχής:

Δεν φεύγω ποτέ ταξίδι αν δεν προμηθευτώ αρκετό υλικό προς ανάγνωση. Τα βιβλία μού είναι τόσο απαραίτητα, ώστε, όταν ταξιδεύω σιδηροδρομικώς, αν αντιληφθώ πως οι συνταξιδιώτες μου δεν διαβάζουν, καταλαμβάνομαι από αληθινή φρίκη. Μα, όταν ετοιμάζομαι για ταξίδι μακρινό, το πρόβλημα αποκτά διαστάσεις δραματικές.

Ιδού, για του λόγου το αληθές, ο ταξιδιωτικός του σάκος:

Περιλαμβάνονταν κάθε λογής βιβλία. Τόμοι με ποίηση, μυθιστορήματα, φιλοσοφικά έργα, κριτικές μελέτες (λένε ότι τα βιβλία με θέμα το βιβλίο είναι ασύμφορα, ωστόσο, αναμφίβολα, αποτελούν ευχάριστο ανάγνωσμα), βιογραφίες, ιστορία· υπήρχαν βιβλία που διαβάζεις όταν είσαι άρρωστος και βιβλία που διαβάζεις όταν ο εγκέφαλός σου, σε πλήρη εγρήγορση, διψάει για ερεθίσματα, υπήρχαν βιβλία που ανέκαθεν ήθελες να διαβάσεις, αλλά ο ρυθμός της ζωής στην πατρίδα δεν σου το επέτρεπε, υπήρχαν βιβλία για να διαβάζεις ταξιδεύοντας στη θάλασσα, με το ατμόπλοιο της γραμμής που αρμενίζει στα στενά, και βιβλία για περιπτώσεις κακοκαιρίας, όταν η καμπίνα σου τρίζει και πρέπει να κρατιέσαι γερά, για να μην πέσεις από την κουκέτα σου· υπήρχαν βιβλία επιλεγμένα αποκλειστικά λόγω της έκτασής τους, τα οποία παίρνεις μαζί σου σε μια εκστρατεία, όταν είσαι υποχρεωμένος να ταξιδέψεις με ελαφριές αποσκευές, και υπήρχαν βιβλία που διαβάζονται όταν δεν μπορείς να διαβάσεις τίποτε άλλο.

Άλλοι οι περισσότεροι, εδώ που τα λέμε, ας παίρνουν μαζί τους στο ταξίδι το βιβλίο που ήδη διαβάζουν — ή κι άλλο ένα, αν το πρώτο πλησιάζει στο τέλος του. Και τον ταξιδιωτικό τους οδηγό, έστω. Εγώ επ’ ουδενί δεν μπορώ να το κάνω αυτό: κάθε νέος τόπος, κάθε μετακίνηση στην πραγματικότητα, χρειάζεται κι ένα νέο βιβλίο — αυτός είναι ο κανόνας. Όπου, βέβαια, ο αριθμός ένα δεν είναι δυνατόν να κυριολεκτεί, αφού ποτέ κανείς βιβλιόφιλος δεν αισθάνθηκε ασφαλής και ευτυχής με ένα και μοναδικό βιβλίο στην τσάντα του. Καθορισμένος και γνωστός εκ των προτέρων ιδανικός αριθμός δεν υπάρχει, αλλά νομίζω κανείς δεν μπορεί να είναι ήσυχος, σε μία εξόρμηση τριών ημερών, με λιγότερα από τρία βιβλία μαζί του.

Με αυτά τα μυαλά ξεκίνησα, στο μυαλό μου εννοώ, τις προετοιμασίες για ένα τριήμερο στο νησί — και με το ίδιο ακριβώς άγχος που είχε και ο αφηγητής στο διήγημα του Σόμερσετ Μομ για το αναγνωστικό υλικό που θα κουβαλούσα μαζί μου, κι ας ήξερα πως ελάχιστος χρόνος θα μου έμενε για ανάγνωση· καθόλου ίσως. Για πολλά χρόνια κατοικούσα σε μία οδό με το όνομα του ποιητή Ιωάννη Πολέμη, μα δεν έχω κανένα δικό του βιβλίο στη βιβλιοθήκη μου, ούτε, για να είμαι ειλικρινής, είχα ποτέ τη διάθεση να διαβάσω κάτι δικό του. Ούτε του Θεόφιλου Καΐρη έχω κανένα βιβλίο, που νομίζω θα μου άρεσε να το έπαιρνα μαζί μου. Έχω όμως όλα τα βιβλία του Ανδρέα Εμπειρίκου και αυτά τώρα χαζεύω όρθιος μπροστά στα ράφια μου για να διαλέξω ποια θα βάλω στη μικρή μου βαλίτσα.

Γιατί η πρώτη σκέψη όταν ετοιμάζομαι για ταξίδι, όσο σύντομο και αν προβλέπεται, είναι να πάρω μαζί μου βιβλία που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αναφέρονται στον προορισμό μου. Είτε επειδή ο συγγραφέας τους κατάγεται ή κατοικεί σε αυτόν τον τόπο, είτε επειδή η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται εκεί. Και να το διαβάσω in situ, καθώς λένε οι αρχαιολόγοι. Στην Πάτρα, για παράδειγμα, πήρα μαζί μου τον «Αυτόχειρα» του Μιχαήλ Μητσάκη και αναζήτησα τα ίχνη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεττανία» στο οποίο τοποθετείται η ιστορία — δεν τα βρήκα. Στη Λισαβόνα διάβαζα Σαραμάγκου και το βιβλίο της Lídia Jorge «Ο κήπος δίχως όρια» που διαδραματίζεται στους ίδιους ακριβώς δρόμους όπου έμεινα τις ημέρες μου εκεί. Στη Χαλκίδα μού αρέσει να διαβάζω Σκαρίμπα, στη Σκιάθο, προφανώς, Παπαδιαμάντη, στην Ισπανία (και όπου αλλού βρίσκομαι, για να είμαι ειλικρινής) τον «Δον Κιχώτη», στη Μάνη Νικηφόρο Βρεττάκο και στην Άνδρο Ανδρέα Εμπειρίκο.

Ίσως δεν θα έπρεπε να το αποκαλύψω, αλλά θυμόμουν καλά ότι μες στους οχτώ τόμους του «Μεγάλου Ανατολικού» που έχω στη βιβλιοθήκη μου υπάρχουν δύο κεφάλαια που αναφέρονται στην Άνδρο, τη γενέτειρα του Ανδρέα Εμπειρίκου, και του ήρωά του Ανδρέα Σπερχή. Τα εντόπισα εύκολα, είναι το 77ο και το 96ο, διάβασα τις σελίδες που με ενδιέφεραν (και μερικές ακόμη, οφείλω να πω) και τοποθέτησα τους δύο λεπτούς τόμους στην τσάντα μου με την πρόθεση να ξαναδιαβάσω τις ίδιες παραγράφους και στο νησί, όταν θα έβρισκα ευκαιρία.

Ο Έλλην ποιητής, ακουμβών επί της κουπαστής του «Μεγάλου Ανατολικού», με το βλέμμα του ατενίζον επάνω επάνω από την βαθυκύανον απεραντοσύνην του ωκεανού τον γαλανόν ορίζοντα, έβλεπε τώρα ενώπιόν του όχι τον Ατλαντικόν, αλλά την εύανδρον Άνδρον, όπως αναδύεται εκ του Αρχιπελάγους, όπως υψούται και εκτείνεται εις το «μάτι του Βορρά», με μυθικήν μεγαλοπρέπειαν, από την πέραν του Όρμου του Γαυρείου αγρίως ωραίαν φύσιν, μέχρι του ειδυλλιακού Κορθίου και μέχρι τού άκρως ποιητικού εκείνου Κάστρου, όπου αφροστεφής και αυροφίλητος δεσπόζει επί του ακρωτηρίου της, μεταξύ Κάβο Σταρά και Αγίας Τριάδας, ως φως και φέγγος εκθαμβωτικόν, ως φρούριον πάλλευκον του Ελληνισμού και ως μέγας φάρος κυματόδαρτος ημέρας και νυκτός, περικαλλής και γόησσα η Χώρα.

Γιατί, όταν διαβάζουμε ένα κείμενο στον τόπο ακριβώς στον οποίο αναφέρεται (ή γράφτηκε, ενδεχομένως), η αναγνωστική εμπειρία είναι πιο πλήρης. Ο αναγνώστης δεν αισθάνεται πια μόνο να μεταφέρεται νοερά στον άλλο τόπο, αλλά βαδίζει κυριολεκτικά μέσα σε αυτόν, αντικρίζει τον ίδιο ουρανό και τα ίδια δέντρα με τον συγγραφέα ή τους ήρωές του, διασχίζει τους ίδιους δρόμους, πληγώνει τα πόδια του στις ίδιες πέτρες με εκείνους, ακούει τη λαλιά τους όπως βγαίνει από τα χείλη τους. Και η αναγνωστική απόλαυση διευρύνεται και αποκτά ακόμα περισσότερες διαστάσεις. Το ίδιο και η ταξιδιωτική απόλαυση, καθώς κάθε ματιά στο άγνωστο τοπίο, κάθε βήμα στον νέο τόπο, κάθε καινούρια μυρωδιά ή γεύση συνδέονται στο μυαλό του αναγνώστη με μία κειμενική αναφορά που πλουτίζει την πραγματικότητα με περισσότερα δεδομένα, της δίνει περισσότερες πλευρές, και βαθαίνει την εμπειρία που δοκιμάζει ο ταξιδιώτης με τρόπο που δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί με διαφορετικά μέσα.

Δεν είναι ανάγκη πλέον να κρυφθώ / Είμαι στην Άνδρο.

Απέφυγα ωστόσο, καλού-κακού, να αποκαλύψω στις δύο συνταξιδιώτισσές μου ότι μες στη βαλίτσα μου είχα δύο τόμους του θρυλικού ερωτογραφήματος του Ανδρέα Εμπειρίκου. Στο τραπέζι του δωματίου μας ακούμπησα τη συλλογή ποιημάτων, του Εμπειρίκου πάλι, «Προϊστορία ή Καταγωγή» και ένα τεύχος του περιοδικού Ιστορία. Και στην τσέπη μου ένα βιβλιαράκι με τα χαϊκού του Μπασό.

Νομίζω δεν διάβασα κανένα από αυτά.