Σοφία του Θεού, Δημοκρατία «του Λαού»
Στο πρώτο της ταξίδι στο εξωτερικό, η μαμά άκουσε μια καινούργια εκδοχή του επωνύμου της. Ο ντόπιος κόσμος που γνώρισε στη Βουλγαρία βρήκε απόλυτα φυσικό να συντομεύσει, ανεπίσημα, το ονοματεπώνυμό της σε Σοφία Ντιμίτροβα. Το «νέο της επίθετο» ήταν άλλωστε δημοφιλές εκείνη την εποχή. Το Μαυσωλείο του κομουνιστή ηγέτη Γκεόργκι Δημητρώφ ήταν βασικό σημείο συνάντησης, κάτι σαν την Καμάρα της Θεσσαλονίκης αν είχα καταλάβει καλά. Σε κάθε περίπτωση ήταν ο τόπος των ραντεβού με άλλα μέλη του γκρουπ με το οποίο επισκέφτηκε τη Σόφια για «ιατρικό τουρισμό» το 1977.
Γυρίζοντας —κι αφού μου έφερε δώρο μια μελόντικα, ένα λεξικό και μια Toblerone από τα duty free— μας έλεγε για όσα της έκαναν εντύπωση στην ξένη χώρα: τους «κοκκινοπρόσωπους» γείτονες, τις γυναίκες που οδηγούσαν τρόλεϊ (ανήκουστο στην Ελλάδα), τους ανισόπεδους κόμβους αλλά και την ελληνική μουσική που άκουσε μια βραδιά σε κέντρο: με βουλγάρικο συγκρότημα να εκτελεί το «Όπα-όπα τα μπουζούκια» σε σπαστά ελληνικά.
Με χαρά θα τη συνοδεύαμε με τον πατέρα μου σε μελλοντικό ταξίδι εκεί, δυστυχώς όμως χάσαμε την ευκαιρία που μας δόθηκε την αμέσως επόμενη χρονιά. Κερδίσαμε μεν αεροπορικά εισιτήρια για Σόφια σε μια κλήρωση, αλλά δεν περίσσευαν τότε λεφτά για τη διαμονή και τα υπόλοιπα. Καταφέραμε να ταξιδέψουμε σε άλλες χώρες οικογενειακώς, μετά από χρόνια. Η Βουλγαρία ωστόσο παρέμεινε η κοντινή άγνωστη, ακόμη και μετά το άνοιγμα της κοινωνίας της στον υπόλοιπο κόσμο — όταν είχαμε δει πια το Βαλκανιζατέρ κι είχαμε γνωρίσει προσωπικά μερικούς από τους πολίτες της, που είχαν έρθει για δουλειά στη συγκριτικά εύπορη χώρα μας.
Ένα τεράστιο βάρος συνόδευε από παλιότερα το άκουσμα του ονόματος της χώρας και του λαού: ειδικά στην τραχιά εκδοχή με τα δύο Ρ, «Βούργαροι», που κάποιοι τη συσχετίζουν με τα κάστρα/«μπουργκ» — σε πείσμα της επικρατούσας ετυμολόγησης από τον Βόλγα ποταμό. «Όνομα βαρύ σαν ιστορία», σαν την ιστορία που σημαδεύτηκε από τις διαμάχες του 20ού αιώνα αλλά και αυτές του 11ου — βαρύ επίσης και σαν «προσβολή εθνικής τιμής» στους εγχώριους πολιτικούς και ποδοσφαιρικούς ανταγωνισμούς των σύγχρονων Ελλήνων.
Μετά το 1990 όμως άλλαξαν πολλά — κυρίως στα μυαλά μας. Με τη σταδιακή συγκέντρωση γνώσης, οι σκόρπιες αφηγήσεις έγιναν μέρος του βαλκανικού (και πανευρωπαϊκού) μωσαϊκού. Τα ξαδέρφια της Σερραίας συμμαθήτριάς μου, Βούλγαροι επειδή κάποτε χώρισε μια γραμμή την οικογένεια, «συναντήθηκαν» με τον δακρυσμένο ηλικιωμένο που είχε ξεμείνει στη Φιλιππούπολη και βρήκε τη δύναμη να πει —στα ελληνικά— στον φιλόλογό μας ότι η πόλη «τώρα, είναι Πλόβντιφ». Και οι βουλγαρόφωνοι Πομάκοι πίσω από τις μπάρες καθρεφτίζονταν στους «κοντοχωριανούς» τους από το Μόμτσιλγκραντ/Μεστανλί, όπως τον αρσιβαρίστα Ναΐμ Σουλεϊμάνοφ. Στον «Ηρακλή τσέπης», οι Αρχές εφάρμοσαν αναγκαστική (καθόλου «ανεπίσημη» όπως της μαμάς) μετωνυμία — τόσο στο επώνυμο (Σαλαμάνοφ) όσο και στο μικρό του όνομα, που έγινε για λίγα χρόνια χριστιανικό (Ναούμ) μέχρι να καταφέρει ο αθλητής να αποδράσει, και να γίνει Σουλεϊμάνογλου, στην Τουρκία της καρδιάς του.
Προσπάθησα γύρω στο 2000 να μάθω τα βουλγάρικα, με οδηγό εκείνο το λεξικό-σουβενίρ της μαμάς. Παρόλο όμως που έμαθα καλά το κυριλλικό αλφάβητο, δεν κατάφερα να «χωνέψω» τα άρθρα που κολλάνε στο τέλος των λέξεων — και τα παράτησα. (Κατάφερα πάντως τα τελευταία χρόνια να προσεγγίσω τη βουλγαρική «μέσω της τεθλασμένης», με τις πρώην γιουγκοσλαβικές γλώσσες που έχουν παραπλήσιο λεξιλόγιο). Σκεφτόμουν επίσης μετά το 2010 να ακολουθήσω το παράδειγμα συμπατριωτών μας, που είτε άνοιξαν δουλειές στη Βουλγαρία είτε πήγαν εκεί την επαγγελματική τους έδρα, και άρχισαν να κυκλοφορούν στην Ελλάδα με πινακίδες από C (το κυριλλικό αρχικό της Σόφιας), αλλά ούτε αυτό τελικά το πραγματοποίησα. Ούτε καν μια χειμωνιάτικη απόδραση στο Μπάνσκο ή το Μπόροβετς.
Αυτό που ίσως κάνω κάποια στιγμή θα είναι η διαδρομή μέσω του Στρυμόνα. Ελπίζω να μην την κάνω αναγκαστικά λόγω περιορισμών κορονοϊού: προτιμώ τη συνήθη μου διαδρομή μέσω Βόρειας Μακεδονίας και Αξιού, που είναι ασφαλέστερη και συντομότερη, ακόμη κι όταν δεν «πήζει» ο Προμαχώνας. Ο Στρυμόνας αξίζει χαλαρότητα και διάθεση εξερεύνησης, καθώς έχει μεταξύ άλλων και μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον. Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, το οχυρό Ρούπελ είναι ένα μέρος που θέλω οπωσδήποτε να επισκεφτώ, μιας και εκεί πολέμησε με τον στρατό μας ο παππούς μου το 1941, στη γερμανική εισβολή. Εντός Βουλγαρίας, στην ίδια κοιλάδα, βρίσκονται τα βορειότερα σημεία στα οποία έφτασε ποτέ νεοελληνική στρατιωτική προέλαση, εικοσιοχτώ χρόνια πριν τον ελληνογερμανικό πόλεμο. Το 1913, οι Έλληνες του Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου έφτασαν στο σημερινό Μπλαγκόεβγκραντ, που το βλέπουμε στην Ελλάδα να μνημονεύεται ως Τζουμαγιά. Τότε, οχτώ χρόνια πριν την αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψης της Άγκυρας, η Ελλάδα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου έστειλε στρατεύματα με κατεύθυνση τη Σόφια — όχι επειδή έφταναν έως εκεί οι διεκδικήσεις της, αλλά ελπίζοντας σε ισχυρότερα διαπραγματευτικά ατού στην τελική διευθέτηση.
Το Μπάνσκο (των σημερινών χιονοδρομικών) καταλήφθηκε τότε από τους Έλληνες για ένα διάστημα το καλοκαίρι του 1913, όπως συνέβη και με κομμάτια της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας — για παράδειγμα τη Στρώμνιτσα (με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό) αλλά και το Πέχτσεβο αρκετά χιλιόμετρα βορειότερα. Ο ελληνικός στρατός όμως (σε αντίθεση με κάποιους φαντάρους μας, που λέγεται ότι αντίκρισαν την Άγκυρα από το Τσαλ Νταγ της Μικρασίας) δεν είδε ούτε καν από μακριά τη Σόφια: οι μάχες σταμάτησαν στα μισά του δρόμου, ανάμεσα σε Κρέσνα και Τζουμαγιά, και σύντομα ήρθε η ανακωχή και η συνθήκη του Βουκουρεστίου. Οι ελληνοβουλγαρικές συγκρούσεις στη συνέχεια δεν έλειψαν: συνεχίστηκαν (ως θερμός πόλεμος και κατόπιν ως ψυχρός) για τρεις και πλέον δεκαετίες, με επώδυνη κορύφωση την προσάρτηση της ανατολικής Μακεδονίας μας (όπως και της νυν Βόρειας) στη σύμμαχο των Ναζί Βουλγαρία.
Από το 1944, οι λεγόμενες «συμφωνίες της χαρτοπετσέτας» μεταξύ Τσορτσιλ και Στάλιν (και οι αντίστοιχες εκατέρωθεν στρατιωτικές παρουσίες Δυτικών και Σοβιετικών) καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη σχέση ηρεμίας Ελλάδας-Βουλγαρίας, που συνεχίστηκε σε όλο τον Ψυχρό Πόλεμο. Όταν σε άρθρο της δεκαετίας του 1980 διάβασα να περιγράφεται η «Λαϊκή Δημοκρατία» (Narodna Republika) της Βουλγαρίας ως «η στενότερη φίλη μας», ξαφνιάστηκα — και το ξεπέρασα εν μέρει το 1987, όταν με την κρίση του Σισμίκ προβλήθηκε μεταξύ άλλων η συνεννόηση του ΥπΕξ Παπούλια με τον Βούλγαρο ομόλογό του. Και είναι αξιοπρόσεκτο —και θετικό— που δεν έχουν αναβιώσει φαντάσματα του παρελθόντος σε αυτή τη βαλκανική πλην αρμονική γειτονία, που κρατά έως σήμερα με τη συνύπαρξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η σχετική άγνοιά μου για τη Βουλγαρία δεν έχει ξεπεραστεί, αλλά κάπως μετριάστηκε αφότου ασχολήθηκα επαγγελματικά με τη χώρα — και κατάφερα μία και μοναδική επίσκεψη (προς το παρόν) στα πλαίσια της δουλειάς μου. Η Σόφια του 2016, όσο την είδα στο περιθώριο των υποχρεώσεων, μου αποκάλυψε ένα συμπαθητικό κέντρο, με εντυπωσιακά μεγάλη πυκνότητα αρχαίων, μεσαιωνικών και σύγχρονων μνημείων, καθώς και ένα ενδιαφέρον αρχαιολογικό μουσείο. Περπατώντας για λιγότερο από ένα χιλιόμετρο βλέπεις τα ερείπια της ρωμαϊκής Σαρδικής (σε συνύπαρξη με κεντρικό σταθμό του μετρό), τη Ροτόντα που είναι «σχεδόν σαλονικιώτικη» (ίδιας εποχής με τον συνώνυμό της Άγιο Γεώργιο), τα σοσιαλιστικής εποχής και αισθητικής κυβερνητικά μέγαρα, καθώς και τον καθεδρικό ναό του Αλεξάνδρου Νέφσκι.
Το μόνο που έλειπε από όσα αναζήτησα ήταν το Μαυσωλείο του Δημητρώφ. Μου είπαν ότι κατεδαφίστηκε, και διάβασα ότι αυτό επιτεύχθηκε μετά από επανειλημμένες προσπάθειες ανατίναξης στη μετακομουνιστική εποχή. Οι γονείς μου δεν κατάφεραν να βρεθούν μαζί στη Σόφια και δεν είναι πια στη ζωή, αλλά θα ήθελα με κάποιον τρόπο να τους φέρω εκεί νοερά — και να τους προτείνω το δικό τους σημείο ραντεβού, λίγο πιο ανατολικά από το Μαυσωλείο: μπροστά στην εκκλησία του 6ου αιώνα (φωτ.) που φέρει το όνομα Της Του Θεού Σοφίας — όνομα και της πόλης (Σόφια), όπως και της μαμάς.