Σούπερ ήρωες και Γιουγκοσλαβία

L
Κυριάκος Αθανασιάδης

Σούπερ ήρωες και Γιουγκοσλαβία

Κάπου στις αρχές της δεκαετίας τού ’70 πηγαίναμε μια μέρα οικογενειακώς στη Γερμανία για να επισκεφτούμε τους θείους μου, που έμεναν εκεί ήδη περίπου είκοσι χρόνια ή κάτι τέτοιο. Το «μια μέρα» είναι ευφημισμός, γιατί το ταξίδι κρατούσε περίπου τρεις ημέρες. Ταξιδεύαμε με το τρένο, και η Γιουγκοσλαβία ήταν μακριά, σκονισμένη και ατέλειωτη. Συχνά, μπορούσες να κατέβεις από το τελευταίο βαγόνι, να περπατήσεις με το πάσο σου μέχρι το πρώτο, να ανοίξεις εκεί την πόρτα εν κινήσει και να ανέβεις επάνω. Το τρένο πήγαινε αργά, καμιά φορά κάνοντάς το, όπως πίστευα, επίτηδες, γιατί δεν μας συμπαθούσαν οι άνθρωποι εκεί. Επίσης υπήρχαν τρομερά πολλοί έλεγχοι. Άνθρωποι με στολές που έμπαιναν στα κουπέ και απαιτούσαν διάφορα μιλώντας μια ξένη γλώσσα, ενώ κάποιοι άλλοι ίδιοι με αυτούς είχαν μόλις περάσει και μας είχαν ζητήσει τα ίδια πράγματα. Τα χωριά από όπου περνούσε το τρένο ήταν βουτηγμένα στο σκοτάδι, ακόμη και τη μέρα. Όλοι οι ταξιδιώτες κάπνιζαν, με κλειστά παράθυρα. Στους διαδρόμους κοιμόταν κόσμος, ή έτρωγαν ξετυλίγοντας τραπεζομάντιλα και μαντίλια, ή απλώς περνούσαν την ώρα τους κοιτώντας έξω από τα θολά τζάμια.

Αυτό που με έσωσε ήταν ένα τεύχος του Spiderman, στα γερμανικά. Το διάβασα πολλές φορές, αν και ήξερα πολύ λίγα στοιχεία της γλώσσας. Από ένα σημείο και μετά, μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τι έλεγαν οι λέξεις, ή έστω να υποθέσω τι μπορούσαν να εννοούν. Μου το είχε δανείσει ένα παιδί, Γιουγκοσλάβος. Έκανα πως δεν το είχα τελειώσει ακόμη, όποτε με κοιτούσε, για να μη μου το πάρει πίσω. Μύριζε πολύ περίεργα, κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις. Κάτι σαν πριονίδι, τέλος πάντων, και υγρή άσφαλτο, και βενζίνη, και πράγματα που δεν τα ήξερα. Έτσι μύριζε εκείνο το περιοδικό, και το στομάχι μου στριφογύριζε.

Ερωτεύτηκα απολύτως τη Νέα Υόρκη εκείνη την ημέρα στο τρένο που διέσχιζε τη Γιουγκοσλαβία, και βέβαια ερωτεύτηκα απολύτως και εκείνη τη φιγούρα που πηδούσε από τον ένα ουρανοξύστη στον άλλο εκτοξεύοντας ιστό αράχνης από κάτι μικροσκοπικά κανονάκια που έκρυβε κάτω από τους καρπούς του, όσο προσπαθούσε να αποφύγει τα μεταλλικά πλοκάμια του Δόκτορος Οκτάπους που τον κυνηγούσε με ένα τρελό γέλιο ή σφίγγοντας τα δόντια σε μια γκριμάτσα μίσους, ή απλώς περιπολώντας πάνω από τους βρόμικους δρόμους, τις φωτισμένες λεωφόρους και εκείνες τις μαγικές γέφυρες.

Λίγα χρόνια πιο πριν, στα έξι μου, είχα μπει στο χειρουργείο για αφαίρεση των αμυγδαλών. Όταν ξύπνησα, δίπλα στο ματωμένο μου μαξιλάρι είδα το Batmobile, μαύρο, μεταλλικό, αλλόκοτο, με τροχούς που γυρνούσαν, και έναν εκτοξευτήρα μικροσκοπικών κόκκινων οβίδων στο καπό πίσω. Μπροστά, είχε και κάτι σαν δρεπάνι, που κρυβόταν και φανερωνόταν ανάλογα με τη διάθεσή σου και τους εχθρούς που επιτίθονταν.

Όταν χάθηκαν όλες οι οβίδες, έσπαγα οδοντογλυφίδες στα τρία ή στα τέσσερα και τις εκτόξευα παντού μέσα στο σπίτι.

Ήταν το ωραιότερο δώρο που μου έκαναν ποτέ οι γονείς μου. Και νομίζω πως ο πατέρας μου κάπου το φυλάει ακόμη.

Το ’76 και επί μία πενταετία, από τα δεκατρία μου και μέχρι να τελειώσω το σχολείο δηλαδή, στην αρχή απολύτως υπνωτισμένος και στο τέλος κρύβοντάς τα μέσα σε εφημερίδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και σε άλλα τέτοια, έζησα από πολύ κοντά την έκρηξη των υπερηρωικών κόμικς που έφερε στην Ελλάδα η Καμπανάς Ελλάς, από το Mάστερ Κουνγκ Φου που έκανε την αρχή (βλέπαμε τότε στην τηλεόραση το Κουνγκ Φου με τον Ντέιβιντ Καραντάιν), μέχρι την Οδύσσεια 2001 που έκλεισε τον κύκλο — αλλά κυρίως με τον Σπάιντερμαν, τον Κάπταιν Αμέρικα, τον Χουλκ, τον Άιρον Μαν, τους Εκδικητές, τον Θωρ, τον Λοχία Φιούρυ, τους Απάνθρωπους και τον Μαύρο Πάνθηρα, και βέβαια με τους Τέσσερις Φανταστικούς και τους Χ-Μεν που δεν είχαν τα δικά τους περιοδικά, και σε ένα άλλο συναισθηματικό επίπεδο, που επίσης με σημάδεψε, με τον Μαν-Γουλφ, τον Λυκάνθρωπο, τον Κόμη Δράκουλα και το Γκραν Γκινιόλ. (Και σε ένα τρίτο, με τον Κόναν και την Κόκκινη Σόνια — αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Εντελώς διαφορετικός και sui generis ήταν βέβαια ο Χάουαρντ Ντακ, που με είχε προβληματίσει πολύ, και εξακολουθεί να μη φεύγει από το μυαλό μου. Είμαι άλλωστε ο μόνος στον οποίο άρεσε η ταινία τού ’86. Αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία).

Ο πατέρας μου έφερνε στο σπίτι μεγάλες κόλλες σχεδίασης Α3, βαριές και εξαιρετικής ποιότητας, που τις χρησιμοποιούσε στη δουλειά του. Δανείστηκα πολλές από αυτές τις κόλλες εκείνη την πενταετία και έμαθα να σκιτσάρω αρκετά καλά (ή έτσι πίστευα) τους πιο αγαπημένους μου ήρωες, τον Σπάιντερμαν, τον Θωρ και τον Υποβρύχιο, και λιγότερο καλά τους υπόλοιπους. Ακόμη το χέρι μου θυμάται να τους κάνει. Κι ακόμα μυρίζει γόμα. Αγαπημένοι μου σχεδιαστές ήταν βέβαια ο Jack Kirby, ο John Romita Sr. και ο John Buscema. Και αγαπημένος μου άνθρωπος —έτσι γενικά— ο Stan Lee.

Νομίζω πως ακόμη είναι, και ακόμη χαίρομαι όταν τον βλέπω στα cameo του. Αν μη τι άλλο, ο κόσμος όπου ζούμε είναι ο κόσμος του: ο κόσμος, το σύμπαν, που έφτιαξε.

Γύρω στο ’79, στον κινηματογράφο Rex, στην Μπότσαρη, είδαμε την πρώτη ταινία με τον Πίτερ Πάρκερ, που δεν μας ικανοποίησε καθόλου. Μάλιστα, όποτε ο Σπάιντερμαν «πετούσε» από ουρανοξύστη σε ουρανοξύστη, έδειχναν πάντα το ίδιο πλάνο, και ο σινεμάς ξεσηκωνόταν και γιουχάραμε εν χορώ. Τι πράγματα ήταν αυτά; Μας κορόιδευαν.

Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να δούμε μία ικανοποιητική υπερηρωική ταινία: το 2008, μόλις χθες. Ωστόσο ο κινηματογράφος έτρεχε, και δεν έδινε σημασία στους ήρωες του Stan.

Και έτρεχα κι εγώ.

 

Έκανα πάρα πολλά χρόνια να μπω σε multiplex κινηματογράφο. Προτιμώ ακόμη τις παλιές αίθουσες — έτσι κι αλλιώς, όλες έχουν επενδύσει σε μοντέρνα, ακριβά συστήματα ήχου, δεν υπολείπονται σε κάτι από τις σύγχρονες. Και, ρομαντικό-ξερομαντικό, διατηρούν κάτι από την πατίνα μιας ηρωικής εποχής: της παιδικής μου ηλικίας, της παιδικής ηλικίας όλων των άλλων σαν εμένα, και του μοντέρνου σινεμά. Τα multiplex μού φέρνουν στο μυαλό ταινίες-προκάτ, επιβολή μιας άλφα αμφίεσης (κοιτάξτε πώς ντύνονται τα παιδιά, χρόνια τώρα, για να δουν ένα φιλμ), εισαγωγή ενός τρόπου θέασης των ταινιών που μου είναι ανοίκειος: ο κινηματογράφος σαν έξοδος, σαν κάτι επιβαλλόμενο  — ακόμη και κάτι που μπορεί, ή μάλλον πρέπει, να συνοδευτεί από «κινηματογραφικό» φαγητό, και όχι από μία σοκολάτα, ας πούμε, πλημμυρίζοντας με μια τοξική μυρωδιά την αίθουσα, και με ήχους μάσησης. Και με φωτισμένες οθόνες κινητών. Μπορεί να κάνω και λάθος, βέβαια. Μπορεί και να κάνω μεγάλο λάθος.

Παρακολουθώ τις ταινίες της Marvel (έχω διαλέξει στρατόπεδο από πολύ μικρός, και αντιπαθώ την DC) με ανάμικτα συναισθήματα. Σχεδόν νιώθω πως όλοι αυτοί εκεί στην οθόνη, που υποφέρουν, γελάνε και νικούν, είναι οι δικοί μου ήρωες. Μόνο δικοί μου. Σχεδόν νιώθω πως μου τους κλέβουν. Πως τους βλέπουν και άλλοι, άνθρωποι (και τόσο νέοι! πώς μπορούν να ξέρουν αυτοί;) που δεν τους αξίζουν, που τους έμαθαν χθες, που τους επιβλήθηκαν, που δεν πάσχισαν να τους γνωρίζουν, δεν σάλιωσαν τα μολύβια τους για να τους ζωγραφίσουν και που δεν έκλαψαν όταν το Φάντασμα πέταξε την Γκουέν πάνω από τη γέφυρα και τη σκότωσε φωνάζοντας «Νοοο!» μαζί με τον Πίτερ Πάρκερ. Είναι άδικο, και εξ αυτού δεν μου αρέσουν και οι ταινίες. Και το fun τους. Δεν είναι καν οι ταινίες που ήθελα να δω, σκέφτομαι έξαλλος, δεν είναι οι ταινίες που έπρεπε να φτιαχτούν. Όλο αυτό παραείναι… παραείναι έτοιμο.

Έπειτα πάλι θυμάμαι πως κάνω λάθος. Όχι σε όλα· σε κάποια. Γιατί, αν εξαιρέσουμε πολλά από τα νέα παιδιά που πράγματι δεν μπορούν να καταλάβουν (και δεν χρειάζεται: δεν χρειάζεται κανείς να καταλαβαίνει τίποτε — έτσι είναι η ζωή), ανάμεσά τους είναι και αυτά —όσα κι αν είναι— που συγκινούνται. Και που νιώθουν τη ροή του χρόνου να βαραίνει τις πλάτες των υπερανθρώπων μας, νιώθουν την ανάγκη των μασκοφόρων ηρώων να ενηλικιωθούν μαζί με τον κόσμο. Και με μένα. Παιδιά που μεγαλώνουν γρήγορα: μεγαλώνουν τρέχοντας και δακρύζοντας. Και νιώθουν και τον πόνο του Στιβ Ρότζερς και του Τόνι Σταρκ όταν σκάνε επάνω τους όλες εκείνες οι απανωτές γροθιές, και όταν το χάρτινο σώμα τους μελανιάζει. Νομίζω πως μελανιάζει γιατί όλος ο κόσμος είναι ένας έφηβος, πάντα, που πονάει.

Οπότε το ξανασκέφτομαι, και εντέλει μου αρέσουν και οι ταινίες. Και το fun τους. Και οι παλιοί, αναγεννημένοι, ξαναφτιαγμένοι ήρωες. Και γλιστράω καλύτερα στην πολυθρόνα μου, και φέρνω το χέρι μου στη μύτη μου, και πράγματι μυρίζει ακόμη γόμα.

Αν μη τι άλλο, δεν ήταν ποτέ δικοί μου όλοι αυτοί οι τύποι με τις εφαρμοστές στολές, ψέματα; Απλώς εγώ είχα αφεθεί να γλιστρήσω στον κόσμο τους, σε εκείνο το τρένο, παλιά, που διέσχιζε αργά-αργά τη Γιουγκοσλαβία. Και δεν υπάρχει πια Γιουγκοσλαβία.