Στα ίχνη των προγόνων

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Στα ίχνη των προγόνων

Το όνομα του επιβάτη που περιμένω από τις ΗΠΑ είναι ελληνικό, και υποπτεύομαι ότι θα συναντήσω κάποιον από εκείνους τους πληθωρικούς ομογενείς που φτάνουν μαζί με τη σύζυγό τους και δεκατρείς βαλίτσες γεμάτες δώρα για τους συγγενείς και κάνουν την παρουσία τους υπερβολικά αισθητή με το που εμφανίζονται.

Συνήθως πέφτω μέσα. Όχι όμως αυτή τη φορά. Η δυνατή χειραψία και τα βουρκωμένα μάτια με διαψεύδουν.

Μόλις μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, ξεκινά να μου διηγείται την ιστορία του:

«Πρώτη φορά έρχομαι στην πατρίδα. Το ταξίδι είναι δώρο της γυναίκας μου, κλείνω τα πενήντα σε λίγες μέρες. Ήρθα για να πάω στα μέρη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι γονείς μου. Έφυγαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και δεν γύρισαν ποτέ. Τηλεφώνησα κι έστειλα γράμμα σε κάποιους συγγενείς για να κάνω τη γνωριμία τους, αλλά δεν μου απάντησαν. Κρίμα, δεν θέλω να τους ζητήσω κάτι, να βρω τις ρίζες μου θέλω μοναχά και να συναντήσω ανθρώπους που έχουμε το ίδιο όνομα. Ο πατέρας μου έφυγε από ένα μικρό χωριό κοντά στη Σπάρτη — φτωχός τόπος, άγονος, έκανε εκατό δουλειές για να μας μεγαλώσει. Η μάνα, η καλύτερη μαγείρισσα στο Σικάγο, η κυρία Χρυσούλα, έφυγε από το νησί της μετά τον μεγάλο σεισμό του ’53. Την ξέρεις την κομπανία, τη FedEx; Ε, εκεί δουλεύω. Ντραβέρνω το μεγάλο το μπάσι στο αεροδρόμιο του Σικάγο. Δεν παραπονιέμαι. Απ’ όλα έχουμε. Κάρο μεγάλο, τα αγόρια σπούδασαν σε καλά σχολεία. Η γυναίκα μου είναι από την Πολωνία. Πήγαμε κι εκεί, αλλά εδώ είναι πιο ωραία, της το είπα. Έχουμε πάει κι αλλού, στη Χαβάη, στο Μαγιάμι, πολλά ταξίδια».

Σταματά για λίγο και παρατηρεί τον δρόμο. Όλα του αρέσουν, πειράζει τη γυναίκα του, ζητά να μάθει πώς θα πάει στη Σπάρτη.

«Κοίτα πόσο όμορφη είναι η πόλη, χάνεϊ!» λέει ενθουσιασμένος.

Η πόλη, στην πραγματικότητα, με δυσκολία διακρίνεται, είναι βράδυ και με αρκετή συννεφιά, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον επιβάτη μου να θαυμάζει το καθετί.

«Μα κοίτα πόσο ωραία μαγαζιά, μα και τι ωραία εκκλησία. Έχουμε κι εμείς μια πολύ ωραία, μας πήγαινε η μάνα τις Κυριακές».

Φτάνουμε στον προορισμό μας, με ευχαριστούν θερμά για τη διαδρομή, του εύχομαι να έχει καλά ταξίδια στα μέρη του και να βρει όλα όσα ψάχνει.

Τον παρατηρώ καθώς μπαίνουν στο διαμέρισμα που έχουν νοικιάσει κάπου κοντά στο κέντρο της πόλης. Ένας άνθρωπος που μιλά τη γλώσσα μιας άγνωστης πατρίδας, που επισκέπτεται στα πενήντα του πια, που μεγαλώνοντας έμαθε να αγαπά γεύσεις, μουσικές, ιστορίες ενός άγνωστου τόπου. Του τόπου που από ανάγκη άφησαν οι γονείς του και που για αυτούς ο χρόνος σταμάτησε κάπου στα μέσα του ’50. Χαμογελώ με κατανόηση και φεύγω.

 

Δύο πολύ κεφάτα ζευγάρια Καναδών γερμανικής καταγωγής έχουν μόλις φτάσει. Είναι ωραία παρέα στη διαδρομή προς την πόλη και έχουν έρθει στην Αθήνα για να αναζητήσουν τον τάφο ενός προγόνου τους που σκοτώθηκε εδώ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί που οδηγώ και σκέφτομαι από τη μία τον «Θησαυρό της Βαγίας» και από την άλλη τον John Cleese στο «Fawlty Towers» να προσπαθεί να μην αναφέρει τον πόλεμο, έρχεται η ερώτηση:

«Θα μπορούσες να μας πας εσύ στο γερμανικό νεκροταφείο;» ρωτάει η μία κυρία.

«Ναι, γιατί όχι…» απαντώ διστακτικά, για να σκεφτώ αμέσως μετά, Εντάξει, ήταν Ναζί ο παππούς σας, είναι ανάγκη να πάτε να τον προσκυνήσετε κιόλας; Από την άλλη, τι φταίει κι η γυναικούλα αν κάποιος πρόγονός της ήταν φασίστας;

Λες και διάβασε τη σκέψη μου, η κυρία συνεχίζει:

«Ήταν ο παππούς μας. Ήταν για χρόνια επιθυμία του πατέρα μου να έρθει, αλλά δεν πρόλαβε. Εγώ γεννήθηκα στη Γερμανία, φύγαμε, όμως, όταν ήμουν μόλις δύο ετών. Τα αδέρφια μου γεννήθηκαν στον Καναδά. Μου πήρε χρόνια να καταφέρω να επισκεφτώ τον τόπο όπου γεννήθηκα. Όταν μεγάλωσα και έμαθα, η ντροπή μου ήταν μεγάλη. Τώρα, όμως, νιώθω καλύτερα που θα κλείσω κι αυτό το κεφάλαιο».

Της απαντώ πως την καταλαβαίνω. Και θα την πάω πως με χαρά εκεί που θέλει να πάει.